Skip to main content

Παγκόσμια οικονομία: 5 τάσεις που θα καθορίσουν το 2023

Από τον πληθωρισμό και τις αυξήσεις επιτοκίων μέχρι την Κίνα και την «εξασθενημένη» παγκοσμιοποίηση.

Το 2022 ήταν μια δύσκολη χρονιά για την παγκόσμια οικονομία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η πολιτική μηδενικών κρουσμάτων κορωνοϊού της Κίνας προκάλεσαν νέα αναστάτωση στην εφοδιαστική αλυσίδα, την ώρα που οι τιμές των τροφίμων και της ενέργειας εκτινάχθηκαν στα ύψη με τον πληθωρισμό να «ζαλίζει» τις εθνικές οικονομίες.

Η χρονιά που αποχαιρετούμε δημιούργησε ένα μονοπάτι που καταλήγει σχεδόν βέβαια στην ύφεση καθώς το υψηλό κόστος δανεισμού που χρησιμοποιείται ως εργαλείο από τις κεντρικές τράπεζες για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού προκαλεί ήδη συρρίκνωση πολλών οικονομιών.

Κάποιοι κάνουν λόγο για την «τέλεια καταιγίδα». Μετά από αυτή την ταραχώδη χρονιά, το μόνο σίγουρο είναι ότι η παγκόσμια οικονομία οδεύει σε ασταθή νερά. Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, η ενεργειακή κρίση αναμένεται να στρεσάρει περισσότερο την Ευρώπη τη νέα χρονιά και οι αυξήσεις επιτοκίων απειλούν να καταπνίξουν την εύθραυστη ακόμη ανάκαμψη μετά την πανδημία.

Και μέσα σε όλα αυτά… η Κίνα που επηρεάζει με διαφορετικά πρόσημα την ίδια ώρα. Η εγκατάλειψη των αυστηρών περιορισμών ζυγίζει θετικά στην παγκόσμια οικονομία, αν και το άνοιγμα της χώρας θα μπορούσε να τονώσει την ασιατική ζήτηση επηρεάζοντας τις τιμές στην ενέργεια. Από την άλλη, η χαλάρωση των περιορισμών γίνεται με σπασμωδικό τρόπο μετά από τρία χρόνια αυστηρών κανόνων, δημιουργώντας ανησυχίες ότι η σημαντική αύξηση των μολύνσεων που καταγράφεται το τελευταίο διάστημα- σε ένα πληθυσμό 1,4 δισ. ανθρώπων- θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο απειλητικές παραλλαγές του κορωνοϊού.

Η παγκόσμια οικονομία επομένως αντιμετωπίζει κινδύνους αλλά και ευκαιρίες το επόμενο έτος, με το Al Jazeera να καταλήγει σε πέντε οικονομικές τάσεις που πρέπει να παρακολουθήσουμε για να γίνει κατανοητή η πορεία της οικονομίας.

Πληθωρισμός και αυξήσεις επιτοκίων

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) έχει προβλέψει ότι ο παγκόσμιος πληθωρισμός θα φτάσει στο 6,5% το επόμενο έτος, από 8,8% το 2022. Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες αναμένεται να δουν μικρότερη επιβδάδυνση, με τον πληθωρισμό να προβλέπεται να υποχωρήσει στο 8,1% το 2023.

«Είναι πιθανό ο πληθωρισμός να παραμείνει πεισματικά υψηλότερος από το 2% που οι περισσότερες δυτικές κεντρικές τράπεζες έχουν ορίσει ως στόχο τους», δήλωσε στο Al Jazeera ο Αλέξανδρος Τζιάμαλης του Sheffield Hallam University. «Η ενέργεια και οι πρώτες ύλες θα παραμείνουν ακριβές για κάποιο χρονικό διάστημα. Η μερική ανατροπή της παγκοσμιοποίησης που σημαίνει ακριβότερες εισαγωγές, οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε πολλές δυτικές χώρες που με την σειρά τους οδηγούν σε πιο ακριβή παραγωγή, και τα μέτρα για την πράσινη μετάβαση που λαμβάνονται ώστε να καταπολεμηθεί η μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει το είδος μας οδηγούν όλα σε υψηλότερο πληθωρισμό από ό,τι είχαμε συνηθίσει την δεκαετία του 2010».

Επιβράδυνση της ανάπτυξης και ύφεση

Ενώ η αύξηση των τιμών αναμένεται να υποχωρήσει το 2023, η οικονομική ανάπτυξη είναι βέβαιο ότι θα επιβραδυνθεί απότομα παράλληλα με την αύξηση των επιτοκίων.

Μάλιστα, σύμφωνα με τη βρετανική εταιρεία συμβούλων CEBR, μπορεί για πρώτη φορά το 2022 η παγκόσμια οικονομία να ξεπέρασε τα 100 τρισ. δολάρια, ωστόσο, το 2023 θα μπει «φρένο» καθώς συνεχίζεται ο αγώνας των αξιωματούχων ενάντια στην εκτίναξη των τιμών.

Στην έκθεσή της υπογραμμίζει επίσης ότι η μάχη ενάντια στον πληθωρισμό δεν έχει τελειώσει ακόμη. «Αναμένουμε από τους κεντρικούς τραπεζίτες να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τα όπλα τους το 2023 παρά το οικονομικό κόστος. Το τίμημα για τη μείωση του πληθωρισμού σε πιο χαμηλά επίπεδα είναι η επιδείνωση των προοπτικών ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια».

Οι εκτιμήσεις της CEBR είναι πιο απαισιόδοξες από τις τελευταίες προβλέψεις του ΔΝΤ που τον Οκτώβριο προειδοποίησε ότι περισσότερο από το ένα τρίτο της παγκόσμιας οικονομίας θα συρρικνωθεί και ότι υπάρχει πιθανότητα 25% να αυξηθεί το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά λιγότερο από 2% το 2023, το οποίο ορίζει ως παγκόσμια ύφεση.

Το ΔΝΤ υπολογίζει ότι η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί μόλις 2,7% το 2023, από 3,2% το 2022. Ο ΟΟΣΑ από την πλευρά του έχει προβλέψει ακόμη χαμηλότερες επιδόσεις φέτος με ανάπτυξη 2,2%, σε σύγκριση με 3,1% το 2022.

Αρκετοί οικονομολόγοι είναι πιο απαισιόδοξοι εκτιμώντας ότι η παγκόσμια ύφεση είναι πιθανή το 2023, μόλις τρία χρόνια μετά την ύφεση που προκάλεσε η πανδημία. Ανάμεσα σε αυτούς ο αρχισυντάκτης του Economist Zanny Minton Beddoes, ο οποίος σε άρθρό του τον περασμένο μήνα περιέγραψε μια ζοφερή εικόνα που συνοψίζεται στον τίτλο του θέματος: «Γιατί μια παγκόσμια ύφεση είναι αναπόφευκτη το 2023».

Ακόμα κι αν η παγκόσμια οικονομία δεν βρίσκεται τεχνικά σε ύφεση – που γενικά ορίζεται ως δύο συνεχόμενα τρίμηνα αρνητικής ανάπτυξης – το ΔΝΤ προειδοποίησε πρόσφατα ότι το 2023 μπορεί να «έχει την γεύση» της ύφεσης για πολλούς ανθρώπους λόγω του συνδυασμού επιβράδυνσης της ανάπτυξης, υψηλών τιμών και ανόδου των επιτοκίων. «Οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες, οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ευρωζώνη, θα συνεχίσουν να κλονίζονται», δήλωσε ο Pierre-Olivier Gourinchas του ΔΝΤ τον Οκτώβριο. «Εν ολίγοις, τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμη, και για πολλούς ανθρώπους, το 2023 θα μοιάζει με ύφεση».

Το άνοιγμα της Κίνας

Μετά από σχεδόν τρία χρόνια αυστηρών lockdowns, μαζικών τεστ και κλειστών συνόρων, η Κίνα ξεκίνησε νωρίτερα αυτό το μήνα τη διαδικασία χαλάρωσης της αμφιλεγόμενης πολιτικής μηδενικού κρουσμάτων κορωνοϊού, μετά από το σπάνιο για την χώρα φαινόμενο μαζικών διαδηλώσεων.

Οι περιορισμοί χαλαρώνουν επομένως και τα σύνορα ανοίγουν ξανά στις διεθνείς αφίξεις χωρίς την υποχρέωση παραμονής σε καραντίνα από τις 8 Ιανουαρίου.

Η επανέναρξη της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο αναμένεται να δώσει νέα ώθηση στην παγκόσμια οικονομία.  Η ανάκαμψη της ζήτησης των Κινέζων καταναλωτών θα δώσει ώθηση σε μεγάλους εξαγωγείς όπως η Ινδονησία, η Μαλαισία, η Ταϊλάνδη και η Σιγκαπούρη, ενώ το τέλος των περιορισμών προσφέρει ανακούφιση στις μεγάλες εταιρείες- από την Apple έως την Tesla- που υπέφεραν από συνεχείς διακοπές στην παραγωγή ως αποτέλεσμα των περιορισμών.

Ταυτόχρονα, η ταχεία στροφή της Κίνας εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους. Ενώ το Πεκίνο έχει σταματήσει να δημοσιεύει στατιστικά στοιχεία για τον COVID-19, τα νοσοκομεία σε όλη την Κίνα έχουν πλημμυρίσει από ασθενείς, ενώ οι αναφορές από τα νεκροτομεία και τα κρεματόρια δείχνουν ότι έχουν κατακλυστεί από την εισροή σορών.

Παράλληλα, υπάρχουν εκτιμήσεις ότι η Κίνα θα μπορούσε να καταγράψει έως και 2 εκατ. θανάτους τους επόμενους μήνες. Με τον ιό επομένως να εξαπλώνεται ταχέως στον πληθυσμό της Κίνας, ορισμένοι ειδικοί στον τομέα της υγείας έχουν επίσης εκφράσει ανησυχίες για την εμφάνιση νέων και πιο επικίνδυνων παραλλαγών.

«Με την επιφύλαξη αυτού του πολύ ενοχλητικού ανοίγματος, νομίζω ότι η αγορά θα πάει πολύ καλά», σχολίασε στο Al Jazeera η Alicia Garcia-Herrero της Natixis. «Θα έλεγα ότι μόλις οι άνθρωποι δουν το τέλος του τούνελ, άρα ίσως το τέλος Ιανουαρίου, το τέλος της κινεζικής Πρωτοχρονιάς, θα έλεγα ότι τότε είναι που οι αγορές θα αποτιμήσουν ουσιαστικά την ταχεία ανάκαμψη της κινεζικής οικονομίας», πρόσθεσε.

«Το άλλο πράγμα που πρέπει να παρακολουθούμε είναι εάν υπάρχει μια σημαντική μετάλλαξη. Φυσικά οι μεταλλάξεις μπορεί να είναι λιγότερο θανατηφόρες, αλλά θα μπορούσαν επίσης να είναι πιο θανατηφόρες, και νομίζω ότι αν συμβεί το δεύτερο, και αρχίσουμε να βλέπουμε ξανά το κλείσιμο των συνόρων, αυτό θα ήταν τραυματικό για εμπιστοσύνη των επενδυτών».

Πτωχεύσεις

Παρά το οικονομικό πλήγμα που προκάλεσαν ο Covid-19 και τα lockdown, οι χρεοκοπίες στην πραγματικότητα μειώθηκαν σε πολλές χώρες το 2020 και το 2021 λόγω ενός συνδυασμού εξωδικαστικών ρυθμίσεων με τους πιστωτές και της σημαντικής κυβερνητικής στήριξης. Αυτή η τάση αναμένεται όμως να αντιστραφεί το 2023 εν μέσω ανόδου των τιμών της ενέργειας και των επιτοκίων.

Η Allianz Trade έχει εκτιμήσει ότι οι χρεοκοπίες παγκοσμίως θα αυξηθούν πάνω από 19% εκατό το 2023. Το 2022 εκτιμάει ότι θα κλείσει με αύξηση περισσότερο από 10%.

«Η πανδημία του Covid ανάγκασε πολλές επιχειρήσεις να λάβουν σημαντικά δάνεια, επιδεινώνοντας μια κατάσταση αυξανόμενης εξάρτησης από φθηνά δάνεια για να αντισταθμίσουν την απώλεια της δυτικής ανταγωνιστικότητας λόγω της παγκοσμιοποίησης», εξήγησε ο κ. Τζιάμαλης .

«Η επιβίωση των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση καθώς αντιμετωπίζουν μια τέλεια καταιγίδα υψηλότερων επιτοκίων, υψηλότερων τιμών ενέργειας, ακριβότερων πρώτων υλών και λιγότερων καταναλωτικών δαπανών από τους καταναλωτές… Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι η διάθεση των δυτικών κυβερνήσεων να προχωρήσουν σε άμεση παροχή βοήθειας προς τον ιδιωτικό τομέα έχει περιοριστεί από τα αυξημένα ελλείμματά τους και την στόχευση των ευάλωτων στη στήριξης των νοικοκυριών».

Η «χτυπημένη» παγκοσμιοποίηση

Οι προσπάθειες για την εξασθένηση της παγκοσμιοποίησης επιταχύνθηκαν φέτος και φαίνεται ότι θα συνεχιστούν με γοργούς ρυθμούς το 2023.

Από την έναρξή του υπό την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, ο εμπορικός και τεχνολογικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας συνεχίζεται υπό τον σημερινό πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν. Τον Αύγουστο, ο Μπάιντεν υπέγραψε τον νόμο που μπλοκάρει την εξαγωγή προηγμένων τσιπ και τεχνολογικού εξοπλισμού στην Κίνα – μια κίνηση που στοχεύει στο να καταπνίξει την ανάπτυξη της κινεζικής βιομηχανίας ημιαγωγών και να ενισχύσει την αυτάρκεια στην κατασκευή τσιπ.

Η ψήφιση του νόμου ήταν απλώς το τελευταίο παράδειγμα μιας αυξανόμενης τάσης απομάκρυνσης από το ελεύθερο εμπόριο και την οικονομική απελευθέρωση προς τον προστατευτισμό και τη μεγαλύτερη αυτάρκεια, ειδικά σε κρίσιμες βιομηχανίες που συνδέονται με την εθνική ασφάλεια.

Σε μια ομιλία του νωρίτερα αυτό το μήνα, ο Morris Chang, ιδρυτής της Taiwan Semiconductor Manufacturing Co. (TSMC), της ταϊβανέζικης εταιρείας με τον κυρίαρχο ρόλο στην παγκόσμια αγορά των μικροτσίπ, ανέφερε ότι η παγκοσμιοποίηση και το ελεύθερο εμπόριο είναι «σχεδόν νεκρά».

«Η Δύση, και ιδιαίτερα οι ΗΠΑ, απειλούνται όλο και περισσότερο από την οικονομική τροχιά της Κίνας και απαντούν με οικονομική και στρατιωτική πίεση ενάντια στην αναδυόμενη υπερδύναμη», εξήγησε ο κ. Τζιαμάλης. «Ένας απευθείας πόλεμος για την Ταϊβάν είναι εντελώς απίθανος, αλλά οι ακριβότερες εισαγωγές και η βραδύτερη ανάπτυξη για όλες τις χώρες που εμπλέκονται σε αυτόν τον εμπορικό πόλεμο είναι σχεδόν βέβαιες».

naftemporiki.gr