Skip to main content

Μαίνεται η «πυρκαγιά» στο καλάθι του νοικοκυριού

Αναζωπυρώνονται από το φθινόπωρο νέες αυξήσεις σε βασικά καταναλωτικά προϊόντα

Το πύρινο μέτωπο των ανατιμήσεων εξακολουθεί να καίει το καλάθι του νοικοκυριού, καθώς το φθινόπωρο «αναζωπυρώνονται» νέες αυξήσεις σε βασικά προϊόντα.

Ο κλαδικός πληθωρισμός διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, με τις τιμές στο ελαιόλαδο να εκτοξεύονται, ενώ ανοδική τροχιά ακολουθούν οι τιμές στο ψωμί, στα προϊόντα με βάση το κακάο και τη ζάχαρη. Σε ό,τι αφορά τα γαλακτοκομικά η υποχώρηση στις τιμές παραγωγού δεν έχει βρει ακόμα τον δρόμο για να μετακυλιστεί στο ράφι.

Το «ευνοϊκό» για τις ανατιμήσεις «μικροκλίμα» συνθέτουν τόσο οι διεθνείς συγκυρίες που εκτοξεύουν τις τιμές βασικών εμπορευμάτων όσο και η ανελαστικότητα της δαπάνης στα τρόφιμα που «θωρακίζει» την πραγματική κατανάλωση.

Χρυσάφι

Έως και τα 13 ευρώ το λίτρο αναμένεται να αγγίξει η τιμή του ελαιόλαδου στο ράφι μέχρι τον Νοέμβριο, ενώ οποιαδήποτε πιθανή διορθωτική κίνηση, όχι μόνο στην ελληνική αλλά εν γένει στην ευρωπαϊκή αγορά, μετατίθεται σε βάθος 15 μηνών κι αυτό µε την προϋπόθεση ότι την ερχόμενη άνοιξη οι ελαιώνες στις βασικές αγορές παραγωγούς θα εμφανίσουν βελτιωμένες επιδόσεις παραγωγής.

Η μέση τιμή παραγωγού αυτήν την περίοδο διαμορφώνεται στο 8,7 ευρώ/κιλό, με αποτέλεσμα ήδη οι τιμοκατάλογοι χονδρικής στη βιομηχανία να προσανατολίζονται σε αυξήσεις, με τις εκτιμήσεις για το εύρος που θα καταλήξει η τελική τιμή καταναλωτή έως τον Νοέμβριο να κυμαίνεται μεταξύ 10,5-13 ευρώ.

Το πώς θα εξελιχθεί το «ράλι» στις τιμές του ελαιόλαδου για τους προσεχείς μήνες θα διαφανεί από το πώς θα διαμορφωθούν οι τιμές παραγωγού τον Σεπτέμβριο, με τις πρώτες εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για τουλάχιστον 9 ευρώ/κιλό.

Μεγάλη βαρύτητα στην πορεία της τιμής διεθνώς έχει η σημαντική πτώση στην παραγωγή της Ισπανίας λόγω της ανομβρίας, η οποία συνεχίζεται. Να σημειωθεί ότι η ισπανική αγορά καλύπτει περισσότερο από το 50% της παγκόσμιας ζήτησης.

Πέρυσι η Ελλάδα εμφάνισε παραγωγή της τάξεως των 340 χιλ. τόνων, φέτος ωστόσο αναμένεται σημαντική υποχώρηση, με τους υπολογισμούς της αγοράς να κάνουν λόγο για 220 χιλιάδες τόνους, ενώ αντίστοιχα μειωμένη αναμένεται να είναι η παραγωγή σε Ισπανία – Ιταλία.

Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν τον Ιούλιο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η παραγωγή ελαιόλαδου στην Ευρώπη εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 40% τη σεζόν 2022-2023 σε σύγκριση με την προηγούμενη, ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, τον Ιούλιο η τιμή του ελαιόλαδου αυξήθηκε κατά 18,9% στην Ελλάδα, κατά 30,7% στην Ιταλία και κατά 38,8% στην Ισπανία.

Για τους παραγωγούς η επίτευξη τόσο αυξημένης τιμής σε πρώτη ανάγνωση δημιουργεί ευφορία, ωστόσο εγκυμονεί και τον κίνδυνο για ραγδαία υποχώρηση της κατανάλωσης, με αντικατάσταση του ελαιόλαδου με ηλιέλαια ή άλλες φθηνότερες επιλογές. Μια τέτοια εξέλιξη εκτιμάται ότι θα επηρεάσει και τις εξαγωγές ελαιόλαδου -οι οποίες στην πλειονότητά τους αφορούν τη χύμα διάθεση-, καθώς τα διεθνή ράφια περιορίζουν τις παραγγελίες τους στη βιομηχανία υπό τον φόβο των υψηλών αποθεμάτων λόγω ακρίβειας.

Είδος πολυτελείας

Ο κίνδυνος απόρριψης προϊόντων είναι ορατός και για την περίπτωση των ειδών που περιέχουν κακάο, οι τιμές του οποίου εκτοξεύονται.

Η βιομηχανία σοκολάτας είδε τεράστια κέρδη τα τελευταία χρόνια, καθώς η ζήτηση της σοκολάτας παρέμεινε ψηλά παρά την παράλληλη αύξηση των τιμών, όμως δεδομένα που αξιολόγησε το Reuters από τους ερευνητές της αγοράς, δείχνουν ότι αυτή η τάση ίσως πάψει να υπάρχει, αφού οι τιμές στο κακάο σπάνε ρεκόρ 46 χρόνων στις αγορές εμπορευμάτων του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης, με τη τιμή του να έχει φτάσει τα 3,38 δολάρια το κιλό, καταγράφοντας άνοδο που ξεπερνά το 45% μόνο για φέτος.

Ταυτόχρονα, η τιμή της ζάχαρης πλησιάζει κι αυτή το υψηλότερο ρεκόρ της τελευταίας δεκαετίας.

«Υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα που αφορά την απόρριψη προϊόντων ή ολόκληρων κατηγοριών από πλευράς καταναλωτή. Για παράδειγμα, οι αυξανόμενες τιμές στο κακάο καθιστούν τα προϊόντα σοκολάτας πολύ ευάλωτα γιατί δεν αποτελούν είδος πρώτης ανάγκης στη διατροφή. Ο καταναλωτής αναζητά εναλλακτικές και ήδη η στροφή στην ιδιωτική ετικέτα εμφανίζει χαρακτήρα μονιμότητας. Αυτή η εξέλιξη δεν χαροποιεί ούτε τη βιομηχανία αλλά ούτε τις αλυσίδες – δεδομένου ότι στη συγκεκριμένη κατηγορία έχουν πολύ μικρή κερδοφορία» σημειώνουν στη «Ν» υψηλόβαθμα στελέχη της οργανωμένης λιανικής.

Σημείο αναφοράς

Για νέα άνοδο στην τιμή του ψωμιού και στα αρτοσκευάσματα προειδοποιούν οι αρτοποιοί, από τον Σεπτέμβριο, λόγω της αύξησης κατά 10% των τιμών χονδρικής στα άλευρα. Από την πλευρά τους οι αλευροβιομηχανίες επικαλούνται τη διεθνή συγκυρία με τις αυξήσεις των σιτηρών παγκοσμίως, λόγω της αποχώρησης της Ρωσίας από τη διεθνή «Συμφωνία για τα Σιτηρά», και την άρνηση της Μόσχας να εγγυηθεί την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας στη Μαύρη Θάλασσα, γεγονός που δημιουργεί κλίμα ανησυχίας για τη διακίνηση των ουκρανικών σιτηρών. Σύμφωνα με την ομοσπονδία αρτοποιών Ελλάδος, η αύξηση της τιμής των αλεύρων μέχρι και 10% σημαίνει ότι οι αρτοποιοί θα προμηθεύονται άλευρα κοντά στα 20 ευρώ το σακί, από 17-18 ευρώ που είναι η μέση τιμή τώρα.

Ένας νέος κύκλος ανατιμήσεων στα άλευρα σηματοδοτεί ότι μια διευρυμένη γκάμα αρτοσκευασμάτων και συναφών προϊόντων θα επηρεαστεί αυτόματα.

Σε υποσχετική

Προσδοκία για αρχή μιας αποκλιμάκωσης στις τιμές των γαλακτοκομικών στο ράφι δημιουργεί η υποχώρηση στις τιμές παραγωγού, ωστόσο, μέχρι στιγμής, αυτή δεν έχει «περάσει» στις τελικές τιμές καταναλωτή.

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία από το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Αγοράς Γάλακτος, η μέση τιμή παραγωγού αγελαδινού γάλακτος στη χώρα μας ήταν τον Ιούνιο φέτος 49,9 λεπτά του ευρώ, μειωμένη κατά 13,5% σε σχέση με την αντίστοιχη τιμή τον Ιανουάριο. Τον Ιούλιο υποχώρησε περαιτέρω στα 49,5 λεπτά του ευρώ, ήτοι μείωση κατά 14,2% από την αρχή του έτους.

Σε σχέση με τον περσινό Ιούλιο οι τιμές παραγωγού τον φετινό Ιούλιο καταγράφουν μείωση κατά 8,3%.

Ωστόσο, με βάση τα στοιχεία της Eurostat, η τιμή του φρέσκου γάλακτος στη χώρα μας εμφανίζεται τον Ιούλιο αυξημένη σε ετήσια βάση κατά 9,9%, του γιαουρτιού κατά 11,4% και του βουτύρου κατά 7,4%.

Πάντως, από πλευράς γαλακτοβιομηχανίας αναφέρεται ότι, τόσο σε επίπεδο προσφορών όσο και τελικών τιμών έχουν αρχίσει να περνάνε διορθώσεις στους τιμοκαταλόγους, οι οποίες όμως κινούνται σε πολύ ήπια ποσοστά.

«Ακόμα και όταν υπάρχει διόρθωση τιμής στις πρώτες και δεύτερες ύλες, η βιομηχανία τροφίμων δεν προχωρά αυτόματα σε ανάλογη διόρθωση στους τιμοκαταλόγους, καθώς υπάρχει έντονη ανασφάλεια για το πώς θα εξελιχθούν τα δεδομένα βραχυπρόθεσμα, με αποτέλεσμα οι προμηθευτές να μην αναπροσαρμόζουν προς τα κάτω τα τιμολόγιο υπό τον φόβο μήπως πολύ σύντομα χρειαστεί να αυξήσουν και πάλι τις τιμές. Η πρακτική η οποία ωστόσο υιοθετείται αφορά την άμεση αντίδραση της βιομηχανίας στο πεδίο των προσφορών και στις προωθητικές ενέργειες.

Ο βαθμός των προσφορών βαίνει αυξανόμενος και αυτό επιβεβαιώνεται από τις μετρήσεις των εταιρειών ανάλυσης του κλάδου. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι «με βάση τα στοιχεία της Nielsen IQ το πρώτο εξάμηνο του 2023 η ένταση των προωθητικών ενεργειών, στο σύνολο των βασικών καταναλωτικών προϊόντων FMCGs, ανήλθε στο 57,1%» σημειώνουν τα ίδια στελέχη.

Σε ισχύ από τις 30/8 το «Καλάθι των Μαθητών» – Τι αλλάζει στο «Καλάθι του Νοικοκυριού»

Στη… σέντρα έχει μπει ο πληθωρισμός απληστίας

Ο κύκλος παραγωγός – προμηθευτής βρίσκεται πλέον στο μικροσκόπιο του υπουργείου Ανάπτυξης, το οποίο με συντονισμένες κινήσεις και με «εργαλείο» τη ΔΙΜΕΑ προχωρά σε ελέγχους, που αφορούν την αισχροκέρδεια και τις παραβιάσεις του νόμου για τον ανταγωνισμό σε βάρος των προμηθευτικών επιχειρήσεων. Πρόκειται για τις επιχειρήσεις των οποίων τα προϊόντα είναι ευρείας κατανάλωσης και εκτιμάται ότι συνιστούν τον σκληρό πυρήνα του «πληθωρισμού της απληστίας».

Στον τελευταίο κρίκο

Μέχρι στιγμής οι έλεγχοι επικεντρώνονταν στον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας που αφορά τη λιανική, δεδομένου ότι σαν διαδικασία ήταν πιο εύκολη διαχειριστικά, αφού με στοιχεία από πέντε μεγάλες αλυσίδες μπορεί να ελεγχθεί περί το 85% της αγοράς. «Από τα στοιχεία των ισολογισμών των σούπερ μάρκετ, που μέσα στον Σεπτέμβρη θα γνωστοποιηθούν από όλη την αγορά, θα διαφανεί ότι ο κλάδος δεν εμφανίζει υψηλές κερδοφορίες. Από τα νούμερα στους ισολογισμούς του 2022 δεν προκύπτουν παραβατικές πρακτικές που οδηγούν σε αισχροκέρδεια. Κάθε άλλο, τα νούμερα είναι πολύ μικρά», σημειώνουν οι εκπρόσωποι των αλυσίδων, προσθέτοντας ότι «τα σούπερ μάρκετ αποτελούν σε κάποιο βαθμό τους κομιστές των ανατιμήσεων, δεδομένου ότι “υποδέχονται” την τιμολόγηση της βιομηχανίας».

Από πλευράς αγροτικού κόσμου τονίζεται ότι οι αυξήσεις στις τιμές στο ράφι δεν ξεκινούν από το χωράφι, με εξαίρεση το ελαιόλαδο, που αποτελεί ευρωπαϊκό ζήτημα. Μιλώντας στη «Ν» ο πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών, Παύλος Σατολιάς, αναφέρει: «Η μόνη αύξηση στις τιμές παραγωγού καταγράφεται σήμερα στο ελαιόλαδο, που επηρεάζεται από διεθνείς συνθήκες και την κλιματική κρίση, με την αγορά της Ισπανίας να είναι το βαρόμετρο των εξελίξεων. Πραγματικά στην περίπτωση του ελαιόλαδου ο παραγωγός για πρώτη φορά εξασφαλίζει υψηλές τιμές. Θα δούμε τι θα βγει από αυτό βέβαια. Για το θέμα πρέπει να υπάρξει παρέμβαση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα σιτηρά, πέρυσι το σιτάρι είχε 45-50 λεπτά/ κιλό τιμή παραγωγού και σήμερα έχει μειωθεί στα 30-35 λεπτά. Ο παραγωγός δεν είναι η αιτία για τις αυξήσεις. Να ψάξουν να βρουν αλλού τις αιτίες. Στα γαλακτοκομικά υπάρχει στασιμότητα στις τιμές, δεν υπάρχει αύξηση στις τιμές στο γάλα. Ελπίζουμε ότι οι τιμές θα εμφανίσουν μια μικρή υποχώρηση στο προσεχές διάστημα. Τα κόστη για τους κτηνοτρόφους, όπως, ενέργεια, ανταλλακτικά, παραμένουν υψηλά, ενώ οι τιμές στις ζωοτροφές έχουν αρχίσει να υποχωρούν. Αυτή είναι η πραγματικότητα».

Στη λιανική, οι εκπρόσωποι των αλυσίδων σούπερ μάρκετ αναμένουν αποκλιμάκωση της έντασης των ανατιμήσεων, εκτιμώντας ότι το ποσοστό της μέσης αύξησης στο καλάθι θα υποχωρήσει στο 5%-6% έως τον Δεκέμβριο.

«Από τις αρχές του Αυγούστου καταγράφεται μια ύφεση στο ποσοστό αυξήσεων στα τιμολόγια χονδρικής που λαμβάνει η οργανωμένη λιανική και αφορούν την τιμολόγηση του Σεπτεμβρίου. Οι αυξήσεις στους τιμοκατάλογους δείχνουν μια τάση για μείωση σε μονοψήφιο ποσοστό. Όσο μπορεί κανείς να προχωρήσει σε κάποια πρόβλεψη βασιζόμενος στη διαφαινόμενη τάση, το ενδεχόμενο το ύψος των αυξήσεων να υποχωρήσει στο 5%-6% στο τέλος του έτους είναι πιθανό» σημειώνουν μιλώντας στη «Ν» τα ίδια υψηλόβαθμα στελέχη των σούπερ μάρκετ.

Τα ποσοστά αυξήσεων

Με βάση πληροφορίες από την αγορά, που επικαλούνται στοιχεία από τις εταιρείες ερευνών, τις δύο πρώτες εβδομάδες του Ιουλίου το ποσοστό των αυξήσεων των τιμών κυμάνθηκε στο 8,8%, όταν οι αντίστοιχες «επιδόσεις» τους προηγούμενους μήνες άγγιζαν το 11,9%, το 11,6% και το 10%.

Επισημαίνεται ότι τα ποσοστά του κλαδικού πληθωρισμού που προκύπτουν από τις μετρήσεις των εταιρειών ερευνών απέχουν από τα ποσοστά που δίνει η ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με την οποία ο Ιούλιος εμφάνισε πληθωρισμό στα τρόφιμα 12,3%, καθώς οι μετρήσεις αυτές δεν περιλαμβάνουν καθόλου τις προωθητικές ενέργειες της αγοράς.

Το τέλος του τενεκέ

Κατανάλωση το πρώτο δεκαπενθήμερο Ιουλίου

Το έντονο πληθωριστικό «άρωμα» διατηρεί ανοδικά την εικόνα των εσόδων στα βασικά καταναλωτικά προϊόντα. Σύμφωνα με πληροφορίες από την αγορά που επικαλείται στοιχεία της NielsenIQ σε επίπεδο τζίρου, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου η αύξηση στους τζίρους διαμορφώθηκε στο 12%. Ενδιαφέρον έχει ωστόσο να επισημανθεί ότι, παρά το μπαράζ ανατιμήσεων ύστερα από πολλούς μήνες, τον Ιούλιο καταγράφηκε σημαντική «τόνωση» στους όγκους πωλήσεων, που εμφανίζουν αύξηση 3,1% . Από πλευράς αλυσίδων επισημαίνεται ότι η αύξηση στην πραγματική κατανάλωση τους καλοκαιρινούς μήνες συνδέεται με το τουριστικό ρεύμα, το οποίο φέτος, σε ό,τι αφορά το αποτύπωμά του στη λιανική βασικών καταναλωτικών ειδών, ενισχύθηκε σημαντικά. Πάντως και στην ευρύτερη εικόνα που έχει να κάνει με τις επιδόσεις της πραγματικής κατανάλωσης σε διάστημα εξίμισι μηνών (από Ιανουάριο έως και 15 Ιουλίου) αποδεικνύεται ιδιαίτερα ανθεκτική. Με βάση τα ίδια στοιχεία, στο εξεταζόμενο διάστημα η συνολική πτώση στους όγκους κινείται στο διαχειρίσιμο επίπεδο του 2%, όταν κανείς θα περίμενε ότι, σε ένα τόσο πληθωριστικό περιβάλλον, η κατανάλωση θα εμφάνιζε μεγαλύτερες απώλειες. Όπως όμως προκύπτει από τα στοιχεία των μετρήσεων, το «πλεονέκτημα» της ανελαστικότητας της δαπάνης σε βασικά καταναλωτικά είδη θωρακίζει συνολικά τον κλάδο τροφίμων και ενδεχομένως αφήνει «περιθώρια» για διατήρηση του κλαδικού πληθωρισμού στα ύψη.