Μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΝΤ για την Ελλάδα, ο γερμανόφωνος τύπος βρίθει από εκτιμήσεις και αναλύσεις για το τι μέλλει γενέσθαι σε Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εκτενές άρθρο δημοσιεύεται στην online εκδοχή της Neue Zürcher Zeitung, στο οποίο δεν αναλύεται μόνον η αμιγώς πολιτική και οικονομική διάσταση του θέματος αλλά και οι κοινωνικές του προεκτάσεις. Υπό το ερώτημα «Επιστροφή στη δραχμή;», αναφέρει: «Η κατάσταση μοιάζει αδιέξοδη – έτσι τουλάχιστον αισθάνονται οι Έλληνες, οι οποίοι παρά τα αμέτρητα μέτρα λιτότητας των περασμένων ετών ή μάλλον εξαιτίας αυτών, δεν μπορούν να ορθοποδήσουν. Αντ’ αυτού επανέρχεται το φάντασμα του “Grexit“. (…) Ο λαός βρίσκεται στα όρια της υπομονής του. Η κατανάλωση και η οικονομία βρίσκονται στον πάτο, οι επενδύσεις είναι σχεδόν μηδαμινές και η ανεργία παραμένει υψηλή».
Στη συνέχεια επισημαίνεται ότι μέρος του ελληνικού πληθυσμού αντιδρά με πείσμα και θεωρεί ότι η επιστροφή στη δραχμή θα ήταν προτιμότερη από τη σημερινή κατάσταση. Την άποψη αυτή φαίνεται να συμμερίζεται και ο Γερμανός ευρωβουλευτής των Φιλελευθέρων Αλεξάντερ Λάμπσντορφ, ο οποίος δήλωσε χαρακτηριστικά: «Πρέπει να βρούμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα ένα τρόπο να κρατήσουμε την Ελλάδα μεν στην Ε.Ε. και στην κοινότητα αλληλεγγύης, αλλά να την συνοδεύσουμε εκτός Ευρωζώνης».
Η εφημερίδα επισημαίνει ωστόσο ότι για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς το Grexit δεν αποτελεί θέμα προς συζήτηση. Δυο οι δυνατότητες που έχει τώρα ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, σύμφωνα με την ΝΖΖ: «Ή θα περάσει όλα τα μέτρα λιτότητας που του έχουν ζητηθεί (…) ή θα πάει σε εκλογές». (…) «Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον ελάχιστη στήριξη από τους πολίτες. Πριν εξαφανιστεί σε μια πολιτική νιρβάνα θα μπορούσε να πετάξει την καυτή πατάτα στους συντηρητικούς για να μπορέσει τουλάχιστον να επιβιώσει πολιτικά μετά την αναπόφευκτη αποτυχία του. Μόνο που αυτό δεν βοηθά καθόλου τον ελληνικό λαό», καταλήγει το άρθρο.
Η Ε.Ε. σε «αδιέξοδο»
Η εφημερίδα Rheinische Post δημοσιεύει άρθρο που αναφέρεται στις επικείμενες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας αλλά και στο ότι η χώρα δεν υλοποίησε ή υλοποίησε μόνο εν μέρει τις συμπεφωνημένες μεταρρυθμίσεις. «Πώς να αντιδράσουν οι Ευρωπαίοι σε αυτό, όταν διανύουμε μια χρονιά κατά την οποία ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τραμπ δημιουργεί ανασφάλεια στον κόσμο, πρέπει να διαπραγματευτούν το Brexit και στη Γαλλία η δεξιά λαϊκίστρια Λεπέν μπορεί να γίνει πρόεδρος της χώρας;» διερωτάται η αρθρογράφος για να απαντήσει: «Η απάντηση μπορεί να είναι μόνο μια: σε καμία περίπτωση η Ευρώπη δεν μπορεί να διακινδυνεύσει τώρα και μια κορύφωση της ελληνικής κρίσης».
Στη συνέχεια συμπεραίνει ότι αυτή η κατάσταση ευνοεί την ελληνική κυβέρνηση: (σ.σ. Η κυβέρνηση) «ρισκάρει και την όγδοη χρονιά προκλητικά πολλά. Η Αθήνα προσπαθεί να καθυστερήσει, να θολώσει, να αγνοήσει συμπεφωνημένες μεταρρυθμίσεις. Και πάλι θα της περάσει, γιατί ένα σενάριο χρεοκοπίας είναι φέτος ακόμη πιο αδιανόητο απ’ ό,τι ήταν το 2009. Η Ελλάδα θα διατηρηθεί στο ευρώ – με οποιοδήποτε κόστος». Κατά την άποψη της αρθρογράφου η Ελλάδα απολαμβάνει ειδικής μεταχείρισης. «Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρωζώνη, στην οποία η συνταγή “Δισεκατομμύρια στήριξης έναντι μεταρρυθμίσεων“ δεν λειτούργησε. Είναι άδικο απέναντι στις άλλες χώρες, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία ή η Ιρλανδία, να συνεχίζει να ταΐζεται η Ελλάδα παρότι αθετεί συνεχώς τις δεσμεύσεις». Αξίζει να αναφερθεί ότι στο άρθρο γίνεται μνεία και στον ρόλο του ΔΝΤ: «Το ερώτημα εάν το ΔΝΤ θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα στήριξης ή όχι δεν είναι πρωτίστης σημασίας. Ακόμη και εάν αποφασίσει να μη συμμετάσχει, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να διασώζεται».
«Τι θέλει ο Ντόναλντ Τραμπ;»
Μια διαφορετική ανάλυση παρουσιάζεται στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung. Εκεί ο αρθρογράφος εξηγεί και τεκμηριώνει ποια θα μπορούσαν να είναι τα επόμενα βήματα του ΔΝΤ: «Όπως έγινε και μέχρι τώρα έτσι το Ταμείο θα αποφασίσει βάσει πολιτικών κριτηρίων και όχι οικονομικών. Χωρίς τη συγκατάθεση του μεγαλύτερου μετόχου, δηλαδή των ΗΠΑ, το ΔΝΤ δεν θα αποφασίσει νέο δανειακό πρόγραμμα. Και εκεί που το ΔΝΤ βοηθούσε ευχαρίστως τους Ευρωπαίους (και φυσικά το Βερολίνο) στην ευρωκρίση, τώρα δεν μπορεί να αγνοήσει τις προτεραιότητες του Ντόναλντ Τραμπ. Και σ’ αυτές σίγουρα δεν συγκαταλέγεται η Ελλάδα. Αυτό το κατάλαβε και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών. Μέχρι τώρα ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε υποστήριζε ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ είχε αποφασιστεί κατά κάποιον τρόπο από το Eurogroup και ήταν αμετάκλητη. Τώρα προβλέπει τα χειρότερα υποστηρίζοντας ότι χωρίς το ΔΝΤ το ευρωπαϊκό πρόγραμμα τελειώνει. Αυτό από μόνο του μπορεί να μη σημαίνει πολλά. Το να τραβήξει όμως αυτή η διαμάχη μέχρι τις γερμανικές εκλογές φαντάζει πλέον αδιανόητο».
Τα ασφυκτικά χρονικά πλαίσια υπογραμμίζει στην ιστοσελίδα της η εφημερίδα Die Welt. «Ο χρόνος για μια συμφωνία πιέζει. Σύμφωνα με ευρωπαϊκούς κύκλους, εάν μέχρι την ερχόμενη Παρασκευή δεν υπάρξει διάθεση για συμβιβασμό και από τις δύο πλευρές, τότε θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί μια συμφωνία μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου στη συνάντηση του Eurogroup. Στις Βρυξέλλες η ημερομηνία θεωρείται καταλυτική για να βρεθεί λύση. Διότι στη συνέχεια θα διεξαχθούν εκλογικές αναμετρήσεις στην Ολλανδία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Μέχρι τότε, όπως εκτιμούν ειδικοί, θα πρέπει η Ευρώπη και το ΔΝΤ να βρουν τρόπο να ευθυγραμμίσουν τις οικονομικές τους προγνώσεις».