Skip to main content

Πιο επιθετικοί οι στόχοι του 2021 στα «κόκκινα» δάνεια

Από την έντυπη έκδοση

Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]

Διάπλατα άνοιξε η συζήτηση με τις ευρωπαϊκές αρχές σε ό,τι αφορά τους νέους στόχους των τραπεζών για τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα το 2021, στόχοι που θα καθοριστούν μέσα στον Σεπτέμβριο και έρχονται σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη περίοδο για τις τράπεζες.

Σύμφωνα με έγκυρους τραπεζικούς παράγοντες, το ευκταίο για τις τράπεζες είναι τον Δεκέμβριο του 2021 τα «κόκκινα» δάνεια να φθάσουν τα 50 δισ. ευρώ, από 64,9 δισ. ευρώ που είναι ο στόχος για τον Δεκέμβριο του 2019. 

Ωστόσο, η συζήτηση κινείται σε μία εξόχως πιο ευρεία κλίμακα και οι καινούργιοι στόχοι για το 2021 θα προσδιοριστούν μεταξύ 40 δισ. και 50 δισ. ευρώ, αναφέρουν πηγές με γνώση των συζητήσεων. Με αυτόν τον τρόπο θα επιτευχθεί άλλη μία μείωση της τάξεως του 21% έως 38% από το επίπεδο που τα «κόκκινα» δάνεια θα έχουν φθάσει το 2019. 

Οι νέοι στόχοι θα τεθούν και με βάση την πρόβλεψη των τραπεζών για περαιτέρω χορηγήσεις, παρατηρούν χρηματοοικονομικοί παράγοντες, καθώς εάν δοθούν νέα δάνεια σημαίνει πως η οικονομία ανακάμπτει. Σε μια τέτοια περίπτωση, άλλα θα είναι και τα δεδομένα σε ό,τι αφορά την εξυγίανση των προβληματικών χαρτοφυλακίων. Δεν αποκλείεται πάντως οι τράπεζες να πιεσθούν και για περαιτέρω μειώσεις, κάτι που δημιουργεί πρόβλημα σε ό,τι αφορά την κεφαλαιακή τους επάρκεια.

Στο τέλος Ιουνίου του 2018 το ύψος των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ) εμφανίζεται μειωμένο κατά 4,1% συγκριτικά με το τέλος Μαρτίου του 2018 και κατά 6,1% συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2017, αγγίζοντας τα 88,6 δισ. ευρώ ή το 47,6% των συνολικών ανοιγμάτων. 

Σε σχέση με τον Μάρτιο του 2016, μήνα κατά τον οποίο καταγράφηκε το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΑ, παρατηρείται μείωση κατά 17,3% ή 18,6 δισ. ευρώ. Οι νέοι στόχοι, λοιπόν, ενδέχεται να θέλουν τα «κόκκινα» δάνεια κάτω από το 25% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.

Ποιοι είναι οι κίνδυνοι

Το θέμα των τραπεζών είναι ένα από αυτά που ιδιαίτερα απασχόλησαν και όχι με ευχάριστο τρόπο τους θεσμούς. 
Άλλωστε, τα αποτελέσματα των τραπεζών όπως φάνηκε και από την πορεία των μετοχών τους στο Χρηματιστήριο το τελευταίο διάστημα αλλά και από τις εκθέσεις των διεθνών οίκων (Citi, Deutsche Bank, BofA) δημιούργησαν μεγάλο προβληματισμό στους διεθνείς αναλυτές. 

 Στις συζητήσεις τους εξάλλου με τους φορείς οι θεσμοί στην πρόσφατη επίσκεψή τους ούτε αυτοί έκρυψαν την ανησυχία τους για τα κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν δύο κυρίαρχα προβλήματα: τον κίνδυνο νέας απομείωσης από τις διαγραφές «κόκκινων» δανείων και τον κίνδυνο να μην παραχθούν νέες πραγματικές εργασίες για τις τράπεζες, ώστε τελικώς να ενισχυθεί η κερδοφορία τους και βέβαια και τα αποτελέσματά τους.

Οι θεσμοί παρατηρούν πως η πιστωτική επέκταση παραμένει αρνητική και η αλλαγή αυτής της τάσης είναι ίσως ο μόνος τρόπος οι τράπεζες να επανέλθουν σε πραγματική κερδοφορία, η οποία θα βοηθήσει και την κεφαλαιακή τους εικόνα.

Βεβαίως, οι θεσμοί υποστήριξαν πως οι ελληνικές τράπεζες στην παρούσα τουλάχιστον φάση δεν πρόκειται να χρειασθούν νέα κεφάλαια, ενώ, όπως σημειώνουν τραπεζικοί κύκλοι, τα νέα stress tests θα διενεργηθούν το 2020 με στοιχεία του τέλους του 2019.

Προκειμένου πάντως να μην υπάρξουν κεφαλαιακές ανάγκες για τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να μην πιεστούν οι τράπεζες να εξυγιάνουν μεγαλύτερο τμήμα του προβληματικού τους χαρτοφυλακίου με πωλήσεις «κόκκινων» δανείων, αλλά τούτο να γίνει μέσω ανακτήσεων, ώστε οι προβλέψεις που έχουν ήδη ληφθεί να μην εμφανιστούν υποδεέστερες των αναγκών των τραπεζών.

Οι τράπεζες εκτιμούν πως οι πωλήσεις προβληματικών χαρτοφυλακίων δεν θα πρέπει να ξεπεράσουν το 1/3 του συνολικού χαρτοφυλακίου ΜΕΑ. Οτιδήποτε πάνω από αυτό απομειώνει την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, σημειώνουν έγκυροι τραπεζικοί παράγοντες.

Συγχρόνως, το ύψος των προβλέψεων που οι τράπεζες πρέπει να λάβουν με βάση και τα καινούργια ΜΕΑ που δημιουργούνται και με βάση τα όσα ισχύουν ήδη γι’ αυτά (διαγραφή στη 2ετία για τα χωρίς εγγυήσεις δάνεια και 7ετία για τα εγγυημένα) καθοδηγεί τελικώς τις τράπεζες να πραγματοποιήσουν υπέρτερες προβλέψεις.

Μέσα λοιπόν σε αυτό το πλαίσιο πραγματοποιούνται οι διαπραγματεύσεις με την ΕΚΤ και τον SSM, προκειμένου να επιτευχθούν οι νέες ισορροπίες σε ό,τι αφορά τους καινούργιους στόχους για τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών. 

Η στοχοθεσία θα συμφωνηθεί με τους θεσμούς και θα ανακοινωθεί περί το τέλος του τρέχοντος μήνα.