Skip to main content

Έρχεται το «μίνι ΣΔΟΕ»

Από την έντυπη έκδοση

Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]

Έως το τέλος του τρέχοντος έτους ή το αργότερο στις αρχές του 2019 θα έχει ξεκινήσει η λειτουργία της νέας ελεγκτικής Υπηρεσίας που θα εποπτεύεται από τους Οικονομικούς Εισαγγελείς, θα απαρτίζεται από 135 ελεγκτές και θα έχει την αρμοδιότητα να ερευνά εξονυχιστικά μεγάλες υποθέσεις φοροδιαφυγής και άλλων οικονομικών εγκλημάτων ποινικού χαρακτήρα.

Η νέα αυτή Υπηρεσία, η οποία θα λειτουργεί υπό τη μορφή ενός νέου, μικρού και ευέλικτου, ΣΔΟΕ, ονομάζεται «Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος», υπάγεται απ’ ευθείας στον υπουργό Οικονομικών, εποπτεύεται από την Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος και θα μπορεί να ανακρίνει υπόπτους για την τέλεση ποινικών φορολογικών αδικημάτων, να διενεργεί έρευνες στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις τους, στα αρχεία, τα φορολογικά βιβλία και τα στοιχεία που τηρούν. Επίσης θα έχει το δικαίωμα να αίρει το τραπεζικό απόρρητο, να ανοίγει τους τραπεζικούς λογαριασμούς των φορολογουμένων και να ελέγχει τις κινήσεις τους, αλλά δεν θα έχει κανένα δικαίωμα να επιβάλλει φόρους και πρόστιμα στους ελεγχόμενους ούτε καν να ζητά την ποινική τους δίωξη.

Στη νέα αυτή Υπηρεσία έχουν ήδη μεταφερθεί και συγκεντρωθεί 3.979 υποθέσεις-δικογραφίες που ήταν διεσπαρμένες στο Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ), στο Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕΜΕΕΠ), στην Υπηρεσία Ελέγχου και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (ΥΕΔΔΕ) και στις ΔΟΥ της χώρας. Πρόκειται για υποθέσεις που εκκρεμούν προς έρευνα έπειτα από παραγγελίες των Οικονομικών Εισαγγελέων, για τη διενέργεια ελέγχων σε υπόπτους για φοροδιαφυγή και αδικαιολόγητο πλουτισμό. Οι παραγγελίες αυτές έχουν μείνει ακόμη ανεκτέλεστες. Στις υποθέσεις αυτές δεν περιλαμβάνονται ορισμένες περιπτώσεις που αντιστοιχούν σε 1.300 ΑΦΜ και οι οποίες παρέμειναν για έλεγχο στην ΑΑΔΕ.

Ήδη με αποφάσεις του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου, οι οποίες εκδόθηκαν στις 20 Ιουλίου και στις 10 Αυγούστου, τοποθετήθηκαν ο προϊστάμενος της ΔΕΟΕ και δύο τμηματάρχες. Συγκεκριμένα, διευθυντής της νέας Υπηρεσίας ανέλαβε ο Ιωάννης Καθαρός, εφοριακός υπάλληλος-ελεγκτής του ΚΕΦΟΜΕΠ και τμηματάρχες οι Βασίλειος Νικολάου, εφοριακός, και Θεόδωρος Δημητρίου, υπάλληλος του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

Οι αρμοδιότητες

Οι αρμοδιότητες της νέας υπηρεσίας καθορίστηκαν από τον ν. 4512/2018 και προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

1 Αποστολή της νέας Υπηρεσίας θα είναι αποκλειστικά η διενέργεια ερευνών, προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης για την εξακρίβωση τέλεσης μείζονος ποινικής απαξίας φορολογικών εγκλημάτων και οποιωνδήποτε άλλων απολύτως συναφών οικονομικών εγκλημάτων, που βλάπτουν σοβαρά τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν, υπό την εποπτεία του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.

2 Η Υπηρεσία θα είναι αρμόδια για:

α) τη διενέργεια ερευνών, προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης για την εξακρίβωση τέλεσης φορολογικών εγκλημάτων και οποιωνδήποτε άλλων συναφών οικονομικών εγκλημάτων, αποκλειστικά κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν,

β) τη σύνταξη πορισματικών εκθέσεων σε εκτέλεση των εισαγγελικών παραγγελιών που της απευθύνονται,

γ) τη διοικητική υποστήριξη και μέριμνα και την εξασφάλιση των υλικών και μέσων, που απαιτούνται για την εύρυθμη λειτουργία της σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες.

3 Το προσωπικό της Υπηρεσίας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του θα έχει την ιδιότητα των ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων και κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν θα μπορεί να:

α) προβαίνει στη διενέργεια ανακριτικών πράξεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ισχύουσες κάθε φορά ειδικές διατάξεις και τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για τα αδικήματα που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία και εμπίπτουν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.

β) λαμβάνει γνώση και διενεργεί έρευνες επί φορολογικών δεδομένων, ήτοι φορολογικών δηλώσεων, φορολογικών στοιχείων.

γ) καλεί εγγράφως τον ελεγχόμενο ή άλλο πρόσωπο να δώσει πληροφορίες για τη διευκόλυνση της έρευνας

δ) ενεργεί κάθε αναγκαία εξέταση ή έρευνα στην επαγγελματική εγκατάσταση του ελεγχόμενου.

ε) κατάσχει βιβλία και στοιχεία που τηρούνται ή διαφυλάσσονται σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία, οποιαδήποτε άλλα ανεπίσημα βιβλία, έγγραφα, αρχεία, στοιχεία, ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων.

4 Οι ελεγκτές της Υπηρεσίας, στο πλαίσιο εκτέλεσης παραγγελιών των εισαγγελικών λειτουργών, θα έχουν πρόσβαση στα πληροφοριακά συστήματα που διαχειρίζεται η ΑΑΔΕ.

5 Οι ελεγκτές της Υπηρεσίας θα έχουν πρόσβαση και στο «Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών» και στα λοιπά πληροφοριακά συστήματα και τις βάσεις δεδομένων που διαχειρίζονται άλλες δημόσιες υπηρεσίες σύμφωνα με τις προδιαγραφές ασφαλείας του κάθε συστήματος, μη υποκείμενοι σε περιορισμούς διατάξεων περί τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου και απορρήτου των στοιχείων.

6 Οι αρμοδιότητες της Υπηρεσίας θα ασκούνται παράλληλα και ανεξάρτητα από τις λοιπές υπηρεσίες του ΥΠΟΙΚ.

7 Η Υπηρεσία θα συνεργάζεται και θα ανταλλάσσει πληροφορίες και στοιχεία, που έχουν σχέση με το αντικείμενο της αποστολής της, με άλλες αρχές, υπηρεσίες και φορείς του εσωτερικού και του εξωτερικού.

8 Για τη συγκρότηση της υπηρεσίας έχουν συσταθεί 135 θέσεις ελεγκτών. Η πλήρωση των θέσεων των ελεγκτών ολοκληρώνεται αυτές τις ημέρες με αποσπάσεις και μετατάξεις υπαλλήλων από το υπουργείο Οικονομικών, την ΑΑΔΕ κι από άλλα υπουργεία και φορείς του Δημοσίου.

Οι προτεραιότητες της ΑΑΔΕ

Σε προτεραιότητα για έλεγχο και έκδοση πράξεων οριστικού διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου τίθενται, με την υπ’ αριθμόν ΔΕΛ Α 1127921 ΕΞ 2018, απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ Γ. Πιτσιλή, οι εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις 1.300 φυσικών και νομικών προσώπων που προέκυψαν από εισαγγελικές παραγγελίες, εντολές ανακριτικών και προανακριτικών πράξεων και δεν μεταφέρθηκαν στους Οικονομικούς Εισαγγελείς τον περασμένο Φεβρουάριο, αλλά παρέμειναν στην ΑΑΔΕ, καθώς βρίσκονταν στο τελικό στάδιο του ελέγχου, δηλαδή είχαν εκδοθεί για αυτές πράξεις προσωρινού διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή αιτήματα παροχής πληροφοριών του άρθρου 14 του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών.

Επιπλέον, με την ίδια απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ:

* Προτεραιοποιούνται άμεσα για τη διενέργεια ελέγχων:

α) υποθέσεις που αφορούν σε επιβολή προστίμων,

β) υποθέσεις φορολογουμένων οι οποίοι διενεργούν διασυνοριακές συναλλαγές με συνδεδεμένες επιχειρήσεις, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του ν. 2238/1994 (Α’ 151) ή συνδεδεμένα πρόσωπα κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου ζ΄ του άρθρου 2 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167) και έχουν υποχρέωση κατάρτισης φακέλου τεκμηρίωσης τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών και μόνο για τον έλεγχο ορθής τήρησης της αρχής των ίσων αποστάσεων στις ενδοομιλικές συναλλαγές τους,

γ) υποθέσεις που αφορούν σε ανακλήσεις αδειών λειτουργίας γραφείων ή υποκαταστημάτων αλλοδαπών εταιρειών που έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975.

* Καλούνται οι προϊστάμενοι των φοροελεγκτικών υπηρεσιών να αιτιολογήσουν τυχόν αποφάσεις τους για προτεραιοποίηση υποθέσεων οι οποίες δεν είχαν προτεραιοποιηθεί κεντρικά από την ΑΑΔΕ.