Skip to main content

Θα «πατήσει το κουμπί» ο Ντράγκι; Και ποιο θα είναι το αποτέλεσμα;

Της Νατάσας Στασινού
[email protected] 

Έχει πιστωθεί το «ό,τι χρειαστεί» που κράτησε όρθια την Ευρωζώνη στην μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία της, κόντρα στις ενστάσεις των «γερακιών» της ΕΚΤ (με μεγαλύτερο τον Γερμανό Γενς Βάιντμαν) ή ακόμη και τις νομικές προσφυγές. Ο Μάριο Ντράγκι καλείται και πάλι να κάνει τα «μαγικά» του και να σώσει την πληγωμένη από εμπορικές αντιπαραθέσεις, γεωπολιτικές εντάσεις και αβεβαιότητες νομισματική ένωση από το τέλμα ή και την ύφεση. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Όχι μόνο γιατί απομένουν κάτι λιγότερο από δύο μήνες έως ότου παραδώσει τα ηνία στην διάδοχό του, Κριστίν Λαγκάρντ. Αλλά και γιατί πληθαίνουν οι φωνές που αναγνωρίζουν ότι αυτό που έχει ανάγκη η οικονομία δεν έχει τόσο να κάνει με τη νομισματική πολιτική. 

Είναι λοιπόν πραγματικά έτοιμος ο Ιταλός τραπεζίτης «να πατήσει το κουμπί»; Και τι πρέπει να περιμένουμε εάν το κάνει; Οι αγορές έχουν προεξοφλήσει τη μείωση του καταθετικού επιτοκίου από το -0,4% στο -0,5% και κάποιοι ελπίζουν σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση στο -0,6% στη συνεδρίαση της Πέμπτης. Σίγουρα μεταξύ αυτών δεν είναι οι τράπεζες που προειδοποιούν ότι τα αρνητικά επιτόκια σφίγγουν επικίνδυνα τον κλοιό γύρω τους και αντί να τους δίνουν κίνητρα στήριξης της πραγματικής οικονομίας κινδυνεύουν να κλείσουν τις στρόφιγγες. 

Θα υπάρξει σίγουρα και ένα πακέτο μέτρων, που θα έχει ως στόχο να μετριάσει τις παρενέργειες αυτές, αλλά η αποτελεσματικότητά του αμφισβητείται εντόνως. Αυτό που πιστεύεται ότι θα μπορούσε να βοηθήσει περισσότερο την ανάπτυξη είναι ένας νέος γύρος ποσοτικής χαλάρωσης. Με τη Γερμανία να είναι επίμονα αντίθετη σε μία τέτοια προοπτική, το QE 2 θα έρθει, αλλά μάλλον δεν θα είναι ιδιαίτερα δυναμικό- σε πρώτη φάση τουλάχιστον. Οι Financial Times εκτιμούν ότι θα γίνει ένα προαναγγελία για ένα πρόγραμμα αγοράς ενεργητικού, που δεν θα υπερβαίνει τα 20 δισ. ευρώ μηνιαίως, ενώ αναλυτές επενδυτικών οίκων ανεβάζουν το ποσό στα 30 δισ. ευρώ.

Σε πρόσφατη δημοσκόπηση του Reuters επίσης το 90% των οικονομολόγων έβλεπαν επιστροφή στο QE με αγορές 30 δισ. ευρώ από τον Οκτώβριο. Όσοι ήλπιζαν πάντως να επαναληφθούν οι «ενέσεις» των 60 δισ. ευρώ, πιθανότατα θα απογοητευθούν. 

Ωστόσο δεν μπορεί κανείς παρά να παρατηρήσει πως αυτή τη στιγμή το μεγάλο πρόβλημα στη ζώνη του ευρώ, αυτό που έχει φέρει και την μεγαλύτερη οικονομία της στο χείλος της ύφεσης, δεν είναι η έλλειψη φθηνού χρήματος, αλλά ο αντίκτυπος των εμπορικών πολέμων. «Λεφτά υπάρχουν», αφού επί μία δεκαετία τα επιτόκια είναι σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και οι «ενέσεις» συνεχείς. Επιπλέον το ποσοστό της ανεργίας, αν και υψηλότερο σε σχέση με τις ΗΠΑ, έχει στα περισσότερα κράτη- μέλη υποχωρήσει επίσης σε ναδίρ 11 ετών και οι μισθοί βαίνουν αυξανόμενοι. Η εσωτερική κατανάλωση παραμένει έτσι ανθεκτική, παρά τις πιέσεις που δέχεται από παράγοντες αβεβαιότητες. 

Είναι πρωτίστως το πλήγμα στις εξαγωγές και τη μεταποίηση εκείνο, που καθηλώνει το ΑΕΠ. Η ζήτηση από το εξωτερικό κάνει βουτιά πληγώνοντας σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τις εξαρτημένες από τις εξαγωγές οικονομίες όπως η Γερμανία, ενώ η αβεβαιότητα για την εξέλιξη του Brexit και του σινο-αμερικανικού πολέμου ωθεί ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις να παγώσουν τα σχέδιά τους. Το φθηνό ευρώ θα βοηθήσει, αλλά όχι όσο στο παρελθόν, δεδομένου ότι μία σειρά ανταγωνιστικών νομισμάτων βρίσκονται επίσης σε τροχιά υποτίμησης. 

Αυτό που απαιτείται σε αυτές τις συνθήκες μπορούν να το δώσουν πρωτίστως η δημοσιονομική πολιτική και οι διαρθρωτικές αλλαγές. Και για τα δύο αυτά στοιχεία υπεύθυνες είναι οι κυβερνήσεις και όχι η ΕΚΤ. Ο Μάριο Ντράγκι το γνωρίζει καλά και έχει επανειλημμένα τον τελευταίο χρόνο πετάξει το μπαλάκι στα κράτη- μέλη, διαμηνύοντας πως η νομισματική πολιτική έχει όρια. 

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ίδιος δεν θα δράσει έως και την τελευταία στιγμή, πριν εγκαταλείψει το πόστο του. Σημαίνει όμως πως δεν μπορεί πια μόνος να «σώσει» το ευρώ. Η οικονομία δεν μπορεί να επιστρέψει σε υγιείς ρυθμούς ανάπτυξης όσο το Βερολίνο επιμένει στην υπερβολικά αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία. Η Γερμανία έχει μεγαλύτερα περιθώρια, αλλά και μάλλον μεγαλύτερη ανάγκη, από κάθε άλλη χώρα να προωθήσει ένα σχέδιο δημοσιονομικής τόνωσης και θα πρέπει να διώξει φαντάσματα και φόβους του παρελθόντος για να το πράξει. 

Σε διαφορετική περίπτωση η ΕΚΤ θα μπορούσε μεν να αποτρέψει την ύφεση, αλλά δεν θα βγάλει τη ζώνη από μία παρατεταμένη περίοδο αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης και υποτονικού πληθωρισμού. 

naftemporiki.gr