Skip to main content

Επιχείρηση αλλαγής της ατζέντας με 3 πακέτα μέτρων στη ΔΕΘ

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου 
[email protected]

Τρία πακέτα μέτρων με στόχο να επιστρέψει η ατζέντα στον τομέα της οικονομίας σχεδιάζει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Τα πακέτα αυτά αναμένεται να περιγραφούν από τον πρωθυπουργό στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, αν και υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να λείψουν από την ομιλία του οι λεπτομέρειες. Και αυτό διότι μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου δεν θα υπάρχει πλήρης εικόνα ούτε για την πορεία εκτέλεσης του φετινού προϋπολογισμού ούτε για την πορεία των συζητήσεων με τους θεσμούς, οι οποίες θα επεκταθούν και στο ενδεχόμενο αναβολής ή ματαίωσης της μείωσης των συντάξεων. Τα τρία πακέτα περιλαμβάνουν έκτακτες εισοδηματικές ενισχύσεις, μειώσεις φορολογικών συντελεστών, αλλά και ασφαλιστικών εισφορών. 

Το πρώτο «πακέτο» θα είναι της τάξεως των 500 έως 900 εκατ. ευρώ και θα χρηματοδοτηθεί από το πρωτογενές «υπερ-πλεόνασμα» της φετινής χρονιάς. Στο οικονομικό επιτελείο ελπίζουν το πρωτογενές πλεόνασμα και του 2018 να προσεγγίσει το 4%, δηλαδή μισή ποσοστιαία μονάδα πάνω από τον συμφωνηθέντα στόχο του 3,5%. Και αυτό παρά: 

  •  τη μειωμένη βεβαίωση φόρων στα φυσικά πρόσωπα. Μέχρι και χθες, η καθαρή βεβαίωση ήταν 3 δισ. ευρώ έναντι 3,5 δισ. πέρυσι, με τα χρεωστικά εκκαθαριστικά να υποχρεώνουν 2,537 εκατ. φορολογούμενους να πληρώσουν 3,363 δισ. και με τα πιστωτικά εκκαθαριστικά να προκύπτει ανάγκη επιστροφής φόρων 360 εκατ. ευρώ. 
  •  την πρόσθετη δαπάνη που θα προκύψει για την αποκατάσταση των πληγέντων από τις καταστροφικές πυρκαγιές σε Κινέτα και Ανατολική Αττική. Δεδομένου ότι οι διαδικασίες αιτήσεων αποζημίωσης και απογραφής συνεχίζονται, το κόστος δεν έχει υπολογιστεί, ωστόσο οι πρώτες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ένα ποσό της τάξεως των 100-150 εκατ. ευρώ. 

Στο οικονομικό επιτελείο υπάρχει η αισιοδοξία ότι τελικώς το πρωτογενές πλεόνασμα θα ανέλθει στα 7,2-7,4 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 3,9%-4% του ΑΕΠ. Επιβεβαίωση αυτού του στόχου σημαίνει ότι θα μπορεί να διανεμηθεί ένα ποσό της τάξεως των 500-900 εκατ. ευρώ χωρίς να θιγεί ο κεντρικός δημοσιονομικός στόχος. Το περιεχόμενο των μέτρων που θα χρηματοδοτηθούν με αυτά τα χρήματα θα συζητηθεί μετά το τέλος Αυγούστου προκειμένου να υπάρχουν και σαφέστερες ενδείξεις σχετικά με την πορεία της οικονομίας, αλλά και του πρωτογενούς πλεονάσματος. Σε κάθε περίπτωση θα είναι μέτρα εφάπαξ απόδοσης, δηλαδή δεν θα επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό του 2019 για τον οποίο υπάρχει άλλος σχεδιασμός. 

Το δεύτερο πακέτο θα «χρηματοδοτηθεί» με το πρωτογενές υπερπλεόνασμα του 2019, ενώ αναμένεται να φτάσει στα 800-900 εκατ. ευρώ, σύμφωνα πάντοτε με τις μέχρι τώρα εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου. 

Για να υπάρξει το δημοσιονομικό περιθώριο να χρηματοδοτηθεί αυτό το πακέτο -το οποίο θα έχει βάσει των κυβερνητικών επιθυμιών μόνιμο χαρακτήρα-, το μόνο που πρέπει να συμβεί είναι να επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη του μεσοπρόθεσμου ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα φτάσει στα 7,509 δισ. ευρώ ή στο 3,96%, δηλαδή περίπου 868 εκατ. ευρώ πάνω από τον επίσημο στόχο των 6,641 δισ. ευρώ. Οι συζητήσεις για το περιεχόμενο αυτού του πακέτου έχουν ήδη ξεκινήσει, ενώ εκτός από το υπουργείο Οικονομικών εμπλέκεται και το υπουργείο Εργασίας. Σε ευρεία σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό θα αποφασιστεί -πιθανότατα πριν από τα εγκαίνια της ΔΕΘ- η κατανομή των πόρων. Το ζητούμενο είναι να υπάρξουν μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, αλλά και κάποιες κοινωνικές δαπάνες. Τα σενάρια αφορούν τα ακόλουθα μέτρα: 

  •  Τη μείωση του κατώτερου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από το 22% που είναι σήμερα. Το μέτρο αυτό αγγίζει το σύνολο των φορολογουμένων που εμφανίζουν εισόδημα πάνω από το ύψος του αφορολογήτου με το μέγιστο φορολογικό όφελος να φτάνει στα 110 ευρώ για κάθε μια μονάδα μείωσης (π.χ. από το 22% στο 21%). Λόγω της ευρύτατης βάσης φορολογουμένων την οποία αφορά, το δημοσιονομικό κόστος είναι αρκετά μεγάλο. Η μείωση του κατώτερου συντελεστή κατά μία μονάδα, μπορεί να κοστίσει περίπου 400-430 εκατ. ευρώ. 
  •  Τη μείωση του συνολικού λογαριασμού του ΕΝΦΙΑ. Υπάρχει ήδη έτοιμο το μέτρο που ελαφρύνει τον κάθε ιδιοκτήτη περίπου κατά 70 ευρώ, με δημοσιονομικό κόστος της τάξεως των 210 εκατ. ευρώ. 
  •  Την αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για τους αυτοαπασχολούμενους που υπέστησαν και τη μεγαλύτερη επιβάρυνση λόγω της εφαρμογής του νέου συστήματος. Σύμφωνα με πληροφορίες, η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου έχει παραδώσει στον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο πέντε διαφορετικά σενάρια. Το δημοσιονομικό κόστος δεν είναι μεγάλο, καθώς έχουν απομείνει πολύ λίγοι επαγγελματίες να πληρώνουν εισφορές πάνω από το ελάχιστο όριο των 168 ευρώ. Μεταξύ των σεναρίων είναι η θέσπιση κατώτερου πλαφόν εισοδήματος για την επιβολή ασφαλιστικών εισφορών ή και θέσπιση κλίμακας συντελεστών με αντίστροφη προοδευτικότητα – όσο υψηλότερο είναι το ατομικό εισόδημα, τόσο χαμηλότερος θα είναι ο συντελεστής. 

Το τρίτο πακέτο μέτρων είναι και το πιο σημαντικό σε πολιτικό, αλλά και οικονομικό επίπεδο. Δεν έχει δημοσιονομικό κόστος, καθώς «αυτοχρηματοδοτείται». Αφορά τη μη περικοπή των συντάξεων με την ταυτόχρονη κατάργηση και του πακέτου με τα αντίμετρα. Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι οι συνταξιούχοι θα διατηρήσουν το εισόδημά τους, από την άλλη, όμως, δεν θα επεκταθεί το πρόγραμμα των σχολικών γευμάτων, δεν θα δημιουργηθούν περισσότεροι παιδικοί σταθμοί, δεν θα υλοποιηθούν επενδύσεις 300 εκατ. ευρώ μέσω του ΠΔΕ και δεν θα επιδοτηθεί η συμμετοχή των ασφαλισμένων στα συνταγογραφούμενα φάρμακα.

Επίσης, δεν θα προχωρήσουν προγράμματα του ΟΑΕΔ για τη μείωση της ανεργίας και δεν θα καταβληθεί το επίδομα στέγασης (σ.σ.: συζητείται το ενδεχόμενο να καταβληθεί ένα μειωμένο ποσό ως τμήμα του δεύτερου πακέτου μέτρων). Για να προχωρήσει το τρίτο πακέτο, οι συζητήσεις με τους θεσμούς θα ξεκινήσουν από τις αρχές Σεπτεμβρίου. Η προσπάθεια του οικονομικού επιτελείου θα επικεντρωθεί στο να αποδομηθεί το επιχείρημα ότι η μείωση των συντάξεων συνιστά «μεταρρύθμιση» η οποία συμβάλλει στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Βασικό επιχείρημα της ελληνικής πλευράς αναμένεται να είναι ότι οι περικοπές θα αφορούν συντάξεις που ούτως ή άλλως τα επόμενα χρόνια θα πάψουν να υπάρχουν λόγω της φυσικής εξέλιξης του πληθυσμού.