Τη βεβαιότητα ότι η ελληνική οικονομία θα εξέλθει ισχυρότερη από την κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού, εξέφρασε ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, μιλώντας στο 10ο επενδυτικό συνέδριο στη Νέα Υόρκη.
Το συνέδριο έγινε για δεύτερο συνεχόμενη χρονιά διαδικτυακά, λόγω της πανδημίας. Η μεγάλη διαφορά αυτή τη φορά, είπε ο υπουργός, είναι ότι «παρά την παραμένουσα αβεβαιότητα, είμαστε σε καλύτερη κατάσταση, χάρη στα εξελισσόμενα προγράμματα εμβολιασμών και τη βελτίωση των οικονομικών προοπτικών».
«Η πανδημία της COVID-19, επεσήμανε, ήταν μεγάλο σοκ για την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία, όπως και για την ελληνική. Ωστόσο, πρόσθεσε, μία σειρά θετικών δεικτών και οι πρόσφατες εξελίξεις, δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία σημείωσε μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ανθεκτικότητα και ότι εισέρχεται στον δρόμο της ανάκαμψης.
–Πρώτον, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 2,3% στο πρώτο τρίμηνο του 2021 σε ετήσια βάση, καλύτερα από ό,τι ανέμενε η κυβέρνηση, καθιστώντας ρεαλιστική την επίτευξη της πρόβλεψής της για ανάπτυξη 3,6% φέτος. Ο υπουργός ανέφερε επίσης, ότι τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και ο ΟΟΣΑ, έχουν κάνει ακόμη υψηλότερες εκτιμήσεις, προβλέποντας ρυθμό ανάπτυξης 4,1% και 3,8%, αντίστοιχα.
-Δεύτερον, παρά τις πιέσεις από την πανδημία, τα αποτελεσματικά μέτρα της κυβέρνησης για τη στήριξη της απασχόλησης, απορρόφησαν τις επιπτώσεις στην αγορά εργασίας. Η ανεργία, είπε, μειώθηκε το 2020 στο 16,4%, από 17,3% το 2019.
-Τρίτον, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) στις ελληνικές τράπεζες, μειώθηκε σημαντικά στα 47,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2020, από 75,3 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019.
-Τέταρτον, τους τελευταίους 9 μήνες, η Ελλάδα αναβαθμίστηκε από δύο οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, τον Moody’s και τον S&P.
-Πέμπτον, η Ελλάδα άντλησε συνολικά 25 δισ. ευρώ από τις αγορές, με ιστορικά χαμηλό κόστος από τον Ιούλιο του 2019.
-Έκτον, οι τραπεζικές καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 25 δισ. ευρώ από την αρχή της κρίσης της πανδημίας.
-Έβδομον, ο δείκτης PMI, που αντανακλά την πορεία της μεταποίησης, αυξήθηκε τον Μάιο στις 58 μονάδες από 54,4 τον Απρίλιο, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη αύξηση από τον Απρίλιο του 2000. Επιπλέον, ο γενικός δείκτης βιομηχανικής παραγωγής αυξήθηκε κατά 5,5% τον Μάρτιο σε ετήσια βάση.
-Όγδοον, ο δείκτης οικονομικού κλίματος που ανακοινώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ESI) έφτασε σχεδόν στα προ της πανδημίας επίπεδα, σημειώνοντας αύξηση στις 108,6 μονάδες από 97,9 τον Απρίλιο.
-Ένατον, ολοκληρώθηκε με επιτυχία η αύξηση κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς και υπήρξαν ξένες άμεσες επενδύσεις, παρά την πανδημία, όπως της Microsoft που επέλεξε την Ελλάδα για το νέο data center της, της Pfizer που ανακοίνωσε τη δημιουργία δεύτερου κόμβου στη Θεσσαλονίκη και της Volkswagen (και του πιλοτικού προγράμματός της) για ηλεκτροκίνηση στην Αστυπάλαια.
-Δέκατον, παρά τις δυσκολίες της περιόδου, ολοκληρώθηκαν επιτυχώς πέντε αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας της.
Οι παραπάνω θετικοί δείκτες και εξελίξεις, σημείωσε ο υπουργός Οικονομικών, είναι ο καρπός μίας υπεύθυνης, καλά σχεδιασμένης και αποτελεσματικής εφαρμογής της στρατηγικής της κυβέρνησης, η οποία διαμορφώνει στέρεη βάση για την ανάκαμψη της οικονομίας. Αναφέρθηκε, ειδικότερα, στην εφαρμογή συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, προσαρμοσμένης στις απαιτήσεις της κρίσης, στη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς και στην ενίσχυση πολιτικών φιλικών στις επενδύσεις και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Οι παραπάνω εξελίξεις, συνέχισε, εμπνέουν αισιοδοξία για την επίτευξη ισχυρής ανάκαμψης, αλλά πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση δεν κλείνει τα μάτια στο γεγονός ότι παραμένουν πολλές δυσκολίες στο μέλλον. «Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες που απαιτούν συνεχείς διαρθρωτικές προσπάθειες. Προσπάθειες που ήδη κάνουμε και είμαστε αποφασισμένοι να εντείνουμε περαιτέρω, καθώς δημιουργούμε σταδιακά αλλά σταθερά, την μετά τον κρορονοϊό εποχή», τόνισε.
Ο υπουργός αναφέρθηκε στους «ρεαλιστικούς αλλά φιλόδοξους μεσοπρόθεσμους στόχους» που έχει θέσει η κυβέρνηση, όπως την επίτευξη υψηλών και βιώσιμων ρυθμών ανάπτυξης από το 2021, την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία το 2022, την επίτευξη μονοψήφιων ποσοστών μη εξυπηρετούμενων δανείων το 2022, την επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας το 2022 και ικανοποιητικών αλλά ρεαλιστικών πρωτογενών πλεονασμάτων το 2023, καθώς και την επίτευξη επενδυτικής διαβάθμισης της ελληνικής οικονομίας το 2023..
Αναλύοντας τις πολιτικές της κυβέρνησης, με τις οποίες επιδιώκονται οι παραπάνω στόχοι, ο υπουργός τόνισε ιδιαίτερα, ότι η κυβέρνηση επιδιώκει την καλύτερη δυνατή χρήση των ευρωπαϊκών πόρων του νέου κοινοτικού προϋπολογισμού 2021-27, που περιλαμβάνει τα διαρθρωτικά ταμεία και την Κοινή Αγροτική Πολιτική, και βέβαια το πρόγραμμα «Επόμενη Γενιά, ΕΕ», που είναι πιο γνωστό ως Ταμείο Ανάκαμψης και ότι η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες που παρουσίασε το εθνικό της σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, γνωστό ως «Ελλάδα, 2.0».
Οι πόροι του προγράμματος αυτού, είπε, ανέρχονται σε 30,5 δισ. ευρώ, από τους οποίους τα 17,8 δισ. ευρώ θα είναι επιχορηγήσεις και τα 12,7 δισ. ευρώ δάνεια, ενώ συνολικά είπε ότι οι πόροι που θα είναι διαθέσιμοι για την Ελλάδα (μαζί με τις επενδύσεις που θα κινητοποιηθούν) θα φθάσουν τα 60 δισ. ευρώ.
Εφαρμόζοντας την παραπάνω στρατηγική, είπε ο υπουργός, θα είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες συνθήκες για να εισέλθει η Ελλάδα σε έναν νέο δρόμο ανάπτυξης και να προσελκύσει σημαντικές ξένες επενδύσεις.