Skip to main content

Θ. Φέσσας: Η συμφωνία για το χρέος δεν λειτουργεί καταλυτικά στην επιτάχυνση των επενδύσεων

Η συμφωνία του Eurogroup της 21ης Ιουνίου 2018 για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας δεν λειτουργεί καταλυτικά στην επιτάχυνση των επενδύσεων, καθώς τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα στερούν απαραίτητους πόρους από την οικονομία, τονίζει σε δήλωσή του ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θεόδωρος Φέσσας, σημειώνοντας πως είναι μονόδρομος η δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας με φιλοεπενδυτικές πολιτικές.

Όπως αναφέρει, η συμφωνία μειώνει σημαντικά τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους για την επόμενη 15ετία. «Έτσι δημιουργείται σχετική ασφάλεια σε επιχειρήσεις και επενδυτές ως προς την ικανότητα της χώρας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της», προσθέτει.

Συμπληρώνει ωστόσο ότι η συμφωνία είναι προϊόν συμβιβασμών στο ευρωπαϊκό επίπεδο. «Αντανακλά, από τη μια πλευρά, την αναγνώριση της σημαντικής δημοσιονομικής προσαρμογής που έχει επιτευχθεί τα προηγούμενα χρόνια. Αναδεικνύει, από την άλλη, το έλλειμμα εμπιστοσύνης, που θα επέτρεπε τη λήψη γενναιότερων μέτρων, ώστε να υποστηριχθεί η επιστροφή της οικονομίας σε δυναμικούς ρυθμούς ανάπτυξης», εξηγεί ο κ. Φέσσας.

Υπογραμμίζει δε, πως, «η συμφωνία αυτή δεν λειτουργεί καταλυτικά στην επιτάχυνση των επενδύσεων, καθώς τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα στερούν απαραίτητους πόρους από την οικονομία. Έχοντας διευθετήσει μεσοπρόθεσμα τον “αριθμητή” στο λόγο χρέος/ΑΕΠ, επιβάλλεται πλέον να εστιάσουμε τις προσπάθειές μας στον “παρονομαστή”, δηλαδή στην αύξηση του ΑΕΠ, με την συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και την υπεύθυνη δημοσιονομική διαχείριση σε βάθος δεκαετιών. Η δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας με φιλοεπενδυτικές πολιτικές είναι μονόδρομος».

Ο κ. Φέσσας στέκεται στην ανάγκη:

  1. να αποφευχθεί το ξήλωμα των μεταρρυθμίσεων και η επιστροφή στις πελατειακές πολιτικές του παρελθόντος,
  2. να αλλάξει το μίγμα πολιτικής με έμφαση στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους
  3. να αποτραπεί οποιαδήποτε πολιτική πόλωση που μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική αστάθεια κατά το επόμενο κρίσιμο δεκαοχτάμηνο.

Όπως εξηγεί, η ελληνική οικονομία έχει πληρώσει ακριβά την έλλειψη πολιτικής σταθερότητας και συνεννόησης. «Οι μεγάλες θυσίες των πολιτών και των επιχειρήσεων πρέπει να πιάσουν τόπο. Αυτό είναι άλλωστε το βαθύτερο μήνυμα της συμφωνίας που επετεύχθη την περασμένη εβδομάδα. Να σταματήσουμε να πιστεύουμε ότι κάποιος, πάνω και έξω από εμάς, θα μας βγάλει από τη δύσκολη θέση που βρισκόμαστε. Η λύση για την οριστική έξοδο από την κρίση είναι πλέον στα χέρια μας», καταλήγει ο ίδιος.

Εξάλλου, όπως αναφέρεται στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο του ΣΕΒ, οι αποφάσεις που ελήφθησαν στο Eurogroup αποτελούν το επιστέγασμα των προσπαθειών που κατεβλήθησαν από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις από το 2010 και μετά, για τη δημοσιονομική «επανίδρυση» του κράτους σε σωστές βάσεις. H Ελλάδα, όπως τονίζει ο ΣΕΒ, εισέρχεται σε μια περίοδο μετά-μνημονιακής εποπτείας, με απώτερο σκοπό την απρόσκοπτη επιστροφή στην κανονικότητα της κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών της από τις αγορές.

Κατά τον Σύνδεσμο, εφόσον τηρούνται οι συνθήκες δημοσιονομικής πειθαρχίας που έχουν συμφωνηθεί (3,5 π.μ. του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα την περίοδο μέχρι το 2022 και 2,2 π.μ. του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2023-2060), τότε διασφαλίζονται και ad hoc συνθήκες οιονεί βιωσιμότητας του χρέους. Ο ΣΕΒ επισημαίνει εξάλλου πως η έξοδος από το 3ο μνημόνιο συντελείται υπό καλούς οιωνούς, καθώς η χώρα έχει επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ και των ιδιωτικών επενδύσεων, με τις εξαγωγές αγαθών (μεταποίηση) και υπηρεσιών (τουρισμός, μεταφορές, logistics) να επεκτείνονται με ταχείς ρυθμούς.

Πάντως, όπως προειδοποιεί ο Σύνδεσμος, οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν δεν είναι αμελητέοι και συνδέονται, κυρίως, με παρεκκλίσεις από τους συμφωνηθέντες στόχους, που θα μπορούσαν να προκύψουν λόγω δυσμενών πολιτικών εξελίξεων και ασυνεχειών στο μίγμα πολιτικής που εφαρμόζεται. Παράλληλα, συνεχίζει ο ΣΕΒ, εάν ατονήσει η δημοσιονομική προσαρμογή και η μεταρρυθμιστική προσπάθεια, είναι σίγουρο ότι οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων θα διαμορφωθούν σε υψηλά, και μη συμβατά με τη σταθεροποίηση του ελληνικού χρέους, επίπεδα, καθιστώντας την πρόσβαση στις αγορές απαγορευτική, και θέτοντας ταυτόχρονα σε δοκιμασία τη δέσμευση των δανειστών για περαιτέρω διευκολύνσεις στην εξυπηρέτηση του χρέους.