Από την έντυπη έκδοση
Των Θάνου Τσίρου και Νίκου Μπέλλου
Την ώρα που ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών κλιμακώνει -με νέες δηλώσεις- τις πιέσεις προς την Ελλάδα για να ενταχθεί το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, η ελληνική κυβέρνηση «καθαρογράφει» τη συμβιβαστική πρόταση με την οποία θα προσέλθει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στο Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου. Μάλιστα, σε μια προσπάθεια να φανούν οι «καλές προθέσεις της ελληνικής πλευράς για την τήρηση των συμφωνηθέντων», θα γίνει προσπάθεια να κλείσουν ακόμη περισσότερα προαπαιτούμενα μέσα στις λίγες ημέρες που μας χωρίζουν μέχρι το Eurogroup της επόμενης εβδομάδας.
Μεταξύ αυτών των προαπαιτούμενων αναμένεται να είναι και η επιλογή των μελών του διοικητικού συμβουλίου του υπερταμείου αποκρατικοποιήσεων. Κλιμακώνοντας τις πιέσεις προς την ελληνική πλευρά, προκειμένου αυτή να υποκύψει στα αιτήματα του ΔΝΤ -δηλαδή την άμεση νομοθέτηση μέτρων πολλών δισ. ευρώ που θα υιοθετηθούν μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου για να διατηρηθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018-, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ουσιαστικά απείλησε χθες με «κενό χρηματοδότησης» σε περίπτωση που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αποχωρήσει από το ελληνικό πρόγραμμα. Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, με συνέντευξή του στο πρακτορείο Bloomberg, τόνισε ότι το γερμανικό κοινοβούλιο πολύ δύσκολα θα εγκρίνει ένα καινούργιο πρόγραμμα για την Ελλάδα σε περίπτωση που ακυρωθεί το υφιστάμενο πρόγραμμα λόγω μη συμμετοχής του ΔΝΤ.
«Το ελληνικό πρόγραμμα βασίζεται από τις αρχές του 2010 στη συμμετοχή του ΔΝΤ» είπε και πρόσθεσε πως αν το ΔΝΤ αρνηθεί να συμμετέχει, αυτό θα αποτελεί ένα σήμα, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα δεν τηρεί τις δεσμεύσεις της και «το πρόγραμμα θα τερματιστεί γιατί οι προϋποθέσεις ύπαρξης του προγράμματος, η βάση του, θα έχει καταστραφεί». «Δεν θα συμβούλευα να προσπαθήσουμε να εξασφαλίσουμε τη συγκατάθεση του γερμανικού κοινοβουλίου» είπε. Οι βουλευτές θα πουν ότι αν οι ελληνικές αρχές «δεν μπορούν με όλη την ευελιξία που προσφέρουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί να τηρήσουν αυτό στο οποίο έχουν δεσμευτεί, οι προϋποθέσεις για πρόγραμμα δεν υπάρχουν».
Ώρες μετά την αυστηρή προειδοποίηση Σόιμπλε, πηγές της Ευρωζώνης απηύθυναν αντίστοιχες προειδοποιήσεις: «Η μη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα προϋποθέτει ένα νέο πρόγραμμα, κάτι το οποίο είναι δύσκολο και θα πάρει χρόνο, διότι απαιτείται η επικύρωσή του από εθνικά κοινοβούλια» υποστήριζαν πηγές της Ευρωζώνης, χαρακτηρίζοντας τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα εκ των ων ουκ άνευ.
Είναι πλέον προφανές ότι μέρα με τη μέρα οι πιέσεις θα γίνονται εντονότερες, ενώ σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις οι θεσμοί κινούνται στην κατεύθυνση αποστολής «τελεσιγράφου» προς την Ελλάδα μέχρι το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου. Έτσι, αναμένεται ότι μέσα στις επόμενες ημέρες θα γίνει προσπάθεια «σύγκλισης» των θέσεων των ευρωπαϊκών θεσμών με αυτές του ΔΝΤ ώστε ο Έλληνας ΥΠΟΙΚ να βρεθεί αντιμέτωπος με μια ενιαία στάση. Γνωρίζοντας ότι οι πιθανότητες να υλοποιηθεί αυτό το σενάριο είναι αυξημένες, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος αναμένεται να παρουσιάσει στους θεσμούς την ελληνική συμβιβαστική πρόταση η οποία πρέπει να ικανοποιήσει όλες τις πλευρές:
* την ελληνική, η οποία δεν θέλει να νομοθετήσει μέτρα για το 2019 εδώ και τώρα,
* τη γερμανική (αλλά και πολλών άλλων ευρωπαϊκών χωρών), η οποία απαιτεί υψηλά πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% για μετά το 2018 και
* την πλευρά του ΔΝΤ, που θέλει περισσότερες εγγυήσεις για την επίτευξη των πρωτογενών αποτελεσμάτων και ζητεί ακόμη περισσότερα μέτρα για μετά το 2018.
Κορμός της ελληνικής πρότασης θα είναι ο «εξειδικευμένος» δημοσιονομικός κόφτης, ο οποίος θα περιλαμβάνει ρητές αναφορές στη μείωση του αφορολόγητου αλλά και της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις σε περίπτωση που παρατηρηθούν αποκλίσεις από τους δημοσιονομικούς στόχους. Σε αντάλλαγμα της αποδοχής των αυξημένων πλεονασμάτων για μετά το 2018, η ελληνική πλευρά θα ζητήσει περαιτέρω εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους.
Συνεδριάζει ο ESM για το χρέος
Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους βρίσκονται στην «ατζέντα» της προσεχούς συνεδρίασης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM).
Το διοικητικό συμβούλιο του Μηχανισμού θα συγκληθεί μέσω τηλεδιάσκεψης τη Δευτέρα 23 Ιανουαρίου και επί τάπητος θα τεθούν οι βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις στο ελληνικό χρέος, καθώς και το κόστος τους. Στόχος αποτελεί η εξέταση των κανόνων για τα συγκεκριμένα μέτρα, η απομόνωση του κόστους και η μη ανάληψη επιπλέον κόστους από τις χώρες-μέλη του ESM.
Ειδικότερα, η συνεδρίαση του δ.σ. του ESM θα αφορά τις επιπτώσεις μέτρων που θα μειώσουν το επιτοκιακό ρίσκο για την Ελλάδα:
- Έκδοση νέων ομολόγων, σταθερού επιτοκίου.
- Παρέμβαση στις συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίου.
- Χρηματοδότηση μελλοντικών εκταμιεύσεων, μέσω μακροπρόθεσμων ομολόγων.
Ασκήσεις ισορροπίας σε αναζήτηση ενιαίας στάσης
Καθοριστική για την τύχη της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος θεωρείται η προσεχής εβδομάδα, με αποκορύφωμα τη συνεδρίαση του Εurogroup στις 26 Ιανουαρίου, δεδομένου ότι όλες οι πλευρές θα πρέπει να ανοίξουν τα χαρτιά τους, οπότε θα φανεί αν υπάρχουν ή όχι προοπτικές συμφωνίας εντός του Φεβρουαρίου που είναι και το ζητούμενο. Όπως ανέφερε χθες κοινοτική πηγή στις Βρυξέλλες, στη διάρκεια της προσεχούς εβδομάδας και μέχρι τη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, οι δανειστές θα πρέπει να καταλήξουν σε μια ενιαία στάση, που σήμερα δεν υπάρχει, ώστε στη συνέχεια να θέσουν τις απαιτήσεις τους στην ελληνική κυβέρνηση.
Αυτή τη στιγμή οι θέσεις του ΔΝΤ και της Κομισιόν είναι διαμετρικά αντίθετες και αν δεν «γεφυρωθούν» δεν μπορούν να κάνουν σοβαρή συζήτηση με την ελληνική πλευρά. Η Κομισιόν είναι σήμερα η μόνη που υποστηρίζει και μάλιστα δημόσια ότι το πρόγραμμα μπορεί να διασφαλίσει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018, ενώ συμμερίζεται απόλυτα τη θέση της κυβέρνησης κατά της νομοθέτησης τώρα προληπτικών δημοσιονομικών μέτρων. Θεωρεί ότι μια επέκταση του δημοσιονομικού «κόφτη» είναι αρκετή. Από εκεί και πέρα, η ΕΚΤ δεν αναμιγνύεται σε αυτές τις συζητήσεις αφήνοντας τους άλλους θεσμούς να βρουν λύση, εκείνο που την ενδιαφέρει είναι η διαβεβαίωση ότι διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του χρέους, ώστε να εντάξει την Ελλάδα στο QE.
Ο έτερος Ευρωπαίος των θεσμών, ο ΕSM, προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ Κομισιόν και ΔΝΤ. Μεταξύ των κρατών-μελών, η γαλλική κυβέρνηση που θα μπορούσε να στηρίξει αποτελεσματικά την ελληνική πλευρά είναι αποδυναμωμένη, αφού σε τρεις μήνες θα γίνουν οι εκλογές και οι σοσιαλιστές αποχωρούν χωρίς καμία τύχη να επανέλθουν. Συνεπώς, το ερώτημα που τίθεται είναι αν θα κρατήσει η Κομισιόν τη σημερινή θέση πετυχαίνοντας έναν συμβιβασμό με τους άλλους δανειστές που θα μπορούσε να γίνει δεκτός από την Αθήνα ή αν θα υποχωρήσει έχοντας όντως παραμείνει μόνη της μεταξύ των θεσμών με θέση κοντά σε αυτή της ελληνικής κυβέρνησης. Το άλλο ερώτημα που τίθεται είναι αν το ΔΝΤ, από την πλευρά του, θα παραμείνει ανένδοτο στη θέση για νομοθέτηση δημοσιονομικών μέτρων τώρα από την Ελλάδα ή θα δεχθεί κάτι πιο χαλαρό, διευκολύνοντας την κυβέρνηση να το περάσει στη Βουλή.
Αυτή τη στιγμή μάλλον η σκληρή στάση έχει το προβάδισμα. Βέβαιο από την άλλη θεωρείται ότι το Βερολίνο δεν πρόκειται να διευκολύνει την κατάσταση αποδεχόμενο μια μείωση των πλεονασμάτων μετά το 2018, που σημαίνει ότι για να υπάρξει συμφωνία είτε θα πρέπει να υποχωρήσει η κυβέρνηση είτε το ΔΝΤ ή και οι δύο πλευρές. Στη βελγική πρωτεύουσα θεωρούν επίσης βέβαιο ότι αν η κυβέρνηση συμφωνήσει να νομοθετήσει προληπτικά μέτρα, το ποσό θα είναι πολύ μικρότερο από τα 4-4,5 δισ. ευρώ που αναφέρουν τα μέσα ενημέρωσης.