«Είναι φοβερό, είναι τέλειο» αναφωνεί ο Τομ Ντρίσενμπεργκ, μέλος του Συνδέσμου Γερμανικών Διακεκριμένων Οινοκτημάτων (VDP) πίνοντας μια γουλιά ασύρτικο κρασί. Μαλαγουζιά, ξινόμαυρο και νεγκόσκα συμπληρώνουν τη γευστική του απόλαυση στη μέρα οινογευσίας σε Νάουσα και Γουμένισσα Κιλκίς.
Προηγουμένως στη Θεσσαλονίκη είχε μια πρώτη επαφή με κρασιά από την Επανομή, τη Δράμα και το Αμύνταιο. «Είναι ένα κι ένα», λέει χαρακτηριστικά. Ακόμα και η ρετσίνα που δοκίμασε είναι διαφορετική από αυτήν που ήξερε.
«Τα βρίσκω καταπληκτικά, δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα τα άλλα κρασιά στη διεθνή αγορά», δήλωσε στη Deutsche Welle, συνεχίζοντας: «Έχω πολλά κρασιά στο κελάρι μου απ’ όλο τον κόσμο. Σίγουρα πλέον θα έχω και ελληνικά!»
Διασφάλιση ποιότητας και εκπαίδευση
Η υψηλή ποιότητα είναι το κλειδί της επιτυχίας. «Απαιτούμε από τα μέλη μας αυστηρότερες προδιαγραφές ποιότητας από αυτές που προβλέπει η γερμανική οινική νομοθεσία. Για παράδειγμα στην περίπτωση των ξηρών κρασιών υψηλής ποιότητας απαιτούμε διαλογή σταφυλιών με το χέρι και όχι με μηχανικά μέσα, κάτι που δεν προβλέπει ο νόμος» αναφέρει ο Ντρίσενμπεργκ. Το γερμανικό κρασί βρισκόταν στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως στις αρχές του 20ου αιώνα.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αυτό χάθηκε και η παραγωγή εστίασε στο γλυκό και φθηνό κρασί. «Αυτό ήταν προς τη λάθος κατεύθυνση. Τα τελευταία είκοσι χρόνια κατευθυνόμαστε στην υψηλή ποιότητα με σαφές προφίλ. Το καλό brand είναι μια υπόσχεση ποιότητας», επισημαίνει ο Γερμανός ειδικός.
Χρειάζεται κάποιος να εκπαιδευτεί για να ασχοληθεί με το κρασί; Το Πανεπιστήμιο του Γκαϊσενχάιμ που συνδυάζει έρευνα και πράξη δίνει την απάντηση. «Η παράδοση της αμπελουργικής περιοχής με οικογενειακές επιχειρήσεις ωθεί τα παιδιά να επιθυμούν σπουδάσουν τη δουλειά των γονιών τους. Η εκπαίδευση βοηθάει στη βελτίωση του προϊόντος αλλά και στην εμπορική εκμετάλλευση», τονίζει η Έβελυν Δήμκου, οινολόγος, από το Πανεπιστήμιο του Γαϊσενχάιμ.
«Για να σπουδάσει κάποιος οινολογία στο πανεπιστήμιο του Γκαϊσενχάιμ απαιτείται προηγουμένως να έχει κάνει πρακτική σε οινοποιείο, κάτι που δε συμβαίνει στην Ελλάδα. Η σύνδεση με την πράξη γίνεται από νωρίς όπως και η επαφή με το εξωτερικό», τόνισε η Ελληνίδα επιστήμονας.
Το ελληνικό κρασί στη Γερμανία
Για χρόνια οι εξαγωγές του ελληνικού κρασιού στη Γερμανία απευθύνονταν στην ελληνική γαστρονομία με κύριο προϊόν τη ρετσίνα. Με την κρίση έγινε ένα σημαντικό άλμα: οι εξαγωγές ποιοτικού ελληνικού κρασιού αυξήθηκαν με μία μικρή άνοδο στα πρώτα χρόνια της κρίσης η οποία όμως δε συνεχίστηκε. Η συνολική ποσότητα των εξαγωγών μειώνεται αλλά ο συνολικός τζίρος αυξάνεται.
Ο λόγος; Η μεγαλύτερη πώληση ποιοτικών κρασιών με υψηλότερη τιμή. «Η εικόνα του ελληνικού κρασιού στο μέσο Γερμανό καταναλωτή είναι ακόμη μέτρια γιατί υπάρχει η παλιά εικόνα του φθηνού και χαμηλής ποιότητα κρασιού. Δε γνωρίζει πολλά για το ελληνικό κρασί επειδή υπάρχει περιορισμένη δυνατότητα να το βρει, κυρίως σε ελληνικά εστιατόρια και εκπτωτικά σούπερ-μάρκετ» επισημαίνει ο καθηγητής Γκέργελευ Σολνόκι από το Πανεπιστήμιο του Γκάισενχάιμ.
Πώς θα μπορούσε να αλλάξει αυτό; «Χρειάζεται καλύτερο μάρκετινγκ, βελτίωση σχέσης ποιότητας-τιμής ώστε τα ελληνικά κρασιά να γίνουν πιο γνωστά στο μέσο καταναλωτή. Οι εξαγωγές και η άνοδος του τουρισμού έχουν βοηθήσει αρκετά», δήλωσε ο Γερμανός ειδικός στην ημερίδα, που πραγματοποιήθηκε με αφορμή την επίσκεψη -σε αυτή πήραν μάλιστα μέρος 140 συμμετέχοντες.
«Απευθυνόμαστε λόγω της ποιότητας σε πιο εξειδικευμένο κοινό που πίνει συχνά κρασί, τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα και θέλει κάτι ιδιαίτερο. Δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε π.χ. το χιλιανό κρασί σε ποσότητες και τιμή», εξηγεί ο Στέλιος Μπουτάρης, πρόεδρος της Ένωσης Οινοπαραγωγών «Οίνοι Βορείου Ελλάδος». Παρά τα φορολογικά βάρη, το ενωτικό κλίμα στους Έλληνες οινοπαραγωγούς τον καθιστά αισιόδοξο για τη χάραξη στρατηγικής εξαγωγών σε βάθος χρόνου. «Εξ’ άλλου αμπέλι βάζεις για τον εγγονό σου» λέει χαρακτηριστικά.
Η ειδική αγορά
Ο Αντώνης Ασκητής, Sommelier, γόνος Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία ακούει το χτύπο της αγοράς. «Η εποχή της αποκλειστικής εξαγωγής κρασιού με κάποια τρόφιμα σε ‘γκέτο’ Ελλήνων έχει παρέλθει. Θα πρέπει να βρεθούν νέα κανάλια διάθεσης με επαφές με τους παίκτες της αγοράς, χονδρέμπορους αλλά και στη λιανική πώληση», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος καταφέρνει να βάλει το ελληνικό κρασί σε πολλά εστιατόρια στη Γερμανία. «Στόχος οι οινοκατάλογοι σε κάθε κουζίνα. Η μεγάλη ποικιλία και η ποιότητα των ελληνικών κρασιών και ιδιαίτερα των ΠΟΠ μπορεί να σταθεί στο μεσογειακό μενού αλλά και σε οποιοδήποτε μενού» .
Το ειδικό κοινό αποτελεί ευκαιρία για τους Έλληνες οινοπαραγωγούς. «Αναζητούμε πρωτότυπα και αυθεντικά κρασιά για ξεχωριστούς πελάτες, τη γαστρονομία και για τη διάθεση στα πρατήρια μας σε όλον το κόσμο. Οι τρεις ξεχωριστοί οινοκατάλογοι που έχουμε ετησίως μας δίνουν τη δυνατότητα ψάχνουμε το κάτι διαφορετικό ακόμη και σε μικρή ποσότητα. Ένα ελληνικό κόκκινο κρασί για τα Χριστούγεννα ή ένα ροζέ για τη λίστα μας το καλοκαίρι θα μπορούσαν να έχουν κάλλιστα θέση στο κελάρι μας», αναφέρει η Ρενάτε Φλάισερ αγοραστής διεθνών κρασιών για το κελάρι της BASF.
«Οι Γερμανοί μπορούν να γίνουν οι καλύτεροι πρεσβευτές του ελληνικού κρασιού. Ήδη ετοιμάζονται νέες εμπορικές συναλλαγές με σκοπό πλέον και την αύξηση της ποσότητας των εξαγωγών στη Γερμανία», δήλωσε μιλώντας στη Deutsche Welle o Σταύρος Τσουρουκίδης, από το φορέα «ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ», για την προώθηση των σχέσεων με το γερμανόφωνο χώρο.
Η επίσκεψη διοργανώθηκε από το Γερμανικό Προξενείο Θεσσαλονίκης, την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και την Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή Θεσσαλονίκης. Ήδη ξεκίνησαν οι διεργασίες για παρόμοια δράση στην Αθήνα για γνωριμία με τα κρασιά της Νότιας Ελλάδας.