Από την έντυπη έκδοση
Της Άννας Δόγα
[email protected]
Χαμηλώνει για μία ακόμη χρονιά ο πήχης των προσδοκιών για τη χρηματοδότηση της οικονομίας ελέω μακροοικονομικής στασιμότητας. Με την προοπτική ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης τον περασμένο Νοέμβριο και εκκίνησης μιας σειράς θετικών εξελίξεων με επίκεντρο τη συμμετοχή στο QE, οι τραπεζίτες «έβλεπαν» αύξηση των δανείων της τάξης των 5 δισ. ευρώ.
Με τις παραδοχές να μην ισχύουν ακόμη, οι στόχοι αναθεωρούνται προς τα κάτω, χωρίς να έχει αποσαφηνιστεί ακόμη σε ποιο επίπεδο, ενώ η ασθενής χρηματοδοτική δραστηριότητα αποτυπώνεται στις προσδοκίες των ίδιων των τραπεζών, οι οποίες μετέχουν στην έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος που δημοσιοποιείται ανά τρίμηνο. Τα αυστηρά κριτήρια χορήγησης δανείων παραμένουν αμετάβλητα, όπως και η χαμηλή ζήτηση από επιχειρήσεις και ιδιώτες, τη στιγμή που η υπόλοιπη Ευρώπη κινείται στον αντίποδα.
Η αντίστοιχη έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) δείχνει ότι συνεχίζεται στις ευρωπαϊκές τράπεζες η αύξηση των χορηγήσεων, η οποία υποστηρίζεται από ισχυρή ζήτηση σε όλες τις κατηγορίες χορηγήσεων. Τα κριτήρια χορηγήσεων προς επιχειρήσεις σταθεροποιούνται, ενώ συνεχίζεται η βελτίωση των όρων δανειοδότησης, επίσης σε όλες τις κατηγορίες, με εμφανή τη θετική επίπτωση των προγραμμάτων TLTROs της ΕΚΤ.
H ΤτΕ στη δική της έρευνα αποτυπώνει διατήρηση των κριτηρίων χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις στο ίδιο επίπεδο τα τελευταία τρίμηνα, όπως επίσης και αμετάβλητη ζήτηση για τραπεζικό δανεισμό, καθώς η μικρή αύξηση της ζήτησης από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα αντισταθμιστεί από τη μείωση της ζήτησης δανείων από τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Αμετάβλητοι παρέμειναν και οι όροι χορήγησης δανείων, ενώ η αναλογία των αιτήσεων για επιχειρηματικά δάνεια που απορρίφθηκαν πλήρως παρέμεινε επίσης σταθερή σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Όσον αφορά τα νοικοκυριά, χωρίς μεταβολές είναι τα τελευταία τρίμηνα τα κριτήρια χορήγησης δανείων και η ζήτηση, ενώ οι τράπεζες δεν αναμένουν μεταβολές και στο πρώτο τρίμηνο φέτος. Χωρίς καμία βελτίωση παρέμειναν οι όροι των δανείων, ενώ και η αναλογία των αιτήσεων για δάνεια προς νοικοκυριά που απορρίφθηκαν παρέμεινε επίσης σταθερή σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Από τον Αύγουστο και μετά το υπόλοιπο των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα κινείται κάτω από τα 200 δισ. ευρώ – στα 198,1 δισ. ευρώ έκλεισε τον Νοέμβριο οπότε και τα τελευταία επίσημα στοιχεία. Έπειτα από έτη πιστωτικής συρρίκνωσης, η τραπεζική χρηματοδότηση έχει υποχωρήσει πολύ πιο κάτω από το ανώτατο σημείο των 260 δισ. ευρώ του Ιουνίου 2010, επιστρέφοντας στον Ιούλιο 2007 των δανείων ύψους 199,5 δισ. ευρώ.
Αν και επιβραδύνεται ο ρυθμός μείωσης των δανείων, ο Νοέμβριος συνοδεύτηκε, για πρώτη φορά τους τελευταίους πέντε μήνες, από θετική μηνιαία καθαρή ροή ύψους 62 εκατ. ευρώ. Στο ενδεκάμηνο του 2016, ωστόσο, έχει σχηματισθεί σωρευτική αρνητική ροή -περισσότερες αποπληρωμές από νέα δάνεια- ύψους 3 δισ. ευρώ στη χρηματοδότηση προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα, έναντι μεγαλύτερης όμως αρνητικής καθαρής ροής 4,4 δισ. την ίδια περίοδο του 2015.
Ενδεικτικό της περιορισμένης ζήτησης είναι ότι πλέον οι ίδιες οι τράπεζες απευθύνονται σε επιχειρήσεις και τους προτείνουν να χρηματοδοτήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια. Αντιστοίχως, έρχονται σε επαφή με μεσίτες ή κατασκευαστές, ζητώντας τους να τους «παραπέμψουν» πιθανούς αγοραστές ακινήτων. Καθώς τα πιστοδοτικά κριτήρια είναι πράγματι αυστηρότερα, είτε οι υποψήφιοι δανειολήπτες διστάζουν να απευθυνθούν στις τράπεζες είτε -κατά κύριο λόγο- ακόμη και υγιείς επιχειρήσεις δεν προχωρούν σε υλοποίηση επενδύσεων, αναμένοντας βελτίωση του περιβάλλοντος.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, βασικός παράγοντας που επιδρά ανασχετικά στη χορήγηση νέων πιστώσεων, και μάλιστα προς χρηματοοικονομικά υγιείς δανειολήπτες για τη χρηματοδότηση επιχειρηματικών σχεδίων με ευνοϊκές προοπτικές, είναι το απόθεμα των προβληματικών δανείων.
Κατά συνέπεια, η μελλοντική εξέλιξη της πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες: Την αντιμετώπιση του προβλήματος των NPEs, την πρόοδο στην τήρηση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και από τις μακροοικονομικές εξελίξεις, οι οποίες επίσης ασκούν επίδραση στην εμπιστοσύνη, διαμορφώνουν τη ζήτηση πιστώσεων, βαρύνουν στην αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου στην οικονομία και αμβλύνουν το πρόβλημα των επισφαλειών, ενώ επηρεάζουν και τη ρευστότητα των τραπεζών.