Από την έντυπη έκδοση
Η τρέχουσα πανδημική κρίση που προκάλεσε ο κορονοϊός δεν περιορίζεται στον τομέα της υγείας. Αντίθετα, οι επιπτώσεις της στην οικονομία είναι πολλές και ποικίλες, σε τέτοιον μάλιστα βαθμό ώστε να αναμένεται η χειρότερη ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας από την εποχή του 1929. Η καταβαράθρωση του ΑΕΠ των σύγχρονων μεταβιομηχανικών κοινωνιών μόνον με εμπόλεμες περιόδους μπορεί να συγκριθεί.
Ποιες είναι όμως οι επιπτώσεις στις καθημερινές συναλλαγές μιας επιχείρησης ή του απλού πολίτη; Σε ποιο βαθμό μπορεί νόμιμα να ζητήσει την απαλλαγή ή την αναπροσαρμογή των συμβατικών υποχρεώσεών του; Και ποιος εντέλει θα κρίνει την ύπαρξη ή μη ενός τέτοιου δικαιώματος;
Βασική αρχή των οργανωμένων κοινωνιών είναι ότι τα συμπεφωνημένα πρέπει να τηρούνται (pacta sunt servanda). Πολλές φορές, όμως, η τήρηση των συμπεφωνημένων είναι αδύνατη για λόγους που υπερβαίνουν τη βούληση των συμβαλλομένων. Η εμμονή στην εκτέλεση μιας τέτοιας σύμβασης και με τους όρους αυτής, θα ήταν κατ’ αρχήν αντίθετη με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών. Για τον λόγο αυτό διαπλάστηκε τόσο σε νομοθετικό όσο και σε νομολογιακό επίπεδο η έννοια της ανωτέρας βίας (act of God, force majeure, vis major). Ήδη από τον Εμπορικό Νόμο του 1835 χρησιμοποιούσε ο νομοθέτης τον όρο «ακαταμάχητος δύναμη» (ΕμπΝ 96, 97, 102, 103) αναφερόμενος στην έννοια της ανωτέρας βίας. Προφανώς, ακριβής νομοθετικός ορισμός της ανωτέρω έννοιας δεν υπάρχει, ώστε να μπορεί κάθε πραγματικό περιστατικό να υπαχθεί στο ρυθμιστικό της πλαίσιο. Αντιθέτως, αυτό που με σαφήνεια ρυθμίζεται είναι η απαλλαγή του οφειλέτη από την εκτέλεση μιας παροχής (λ.χ. η μη υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό (ΑΚ 656), η δυνατότητα υπαναχώρησης ή και καταγγελίας μιας σύμβασης κ.λπ.).
Το ερώτημα, συνεπώς, που προκύπτει είναι εάν η ενσκήψασα πανδημία αποτελεί λόγο ανωτέρας βίας τον οποίο μπορούν να επικαλεστούν οι οφειλέτες μιας παροχής, ώστε να απαλλαγούν από τη σχετική υποχρέωσή τους. Επιπρόσθετα χρήζει διευκρίνισης εάν η επίκληση της ανωτέρας βίας μπορεί να γίνει τόσο σε συμβάσεις στιγμιαίες (λ.χ. σύμβαση πώλησης αγαθών) όσο και σε διαρκείς (τραπεζικό δάνειο, σύμβαση leasing, εργασίας, μίσθωσης επαγγελματικών χώρων κ.λπ.).
Η απάντηση στα ανωτέρω ερωτήματα είναι θετική υπό προϋποθέσεις. Είτε λάβουμε υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έκρινε ότι αποτελούν ανωτέρα βία ασυνήθη περιστατικά που προκλήθηκαν ανεξάρτητα από τη βούληση του επιχειρηματία και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και εάν είχε επιδειχθεί κάθε δυνατή επιμέλεια, παρά μόνον με δυσανάλογες θυσίες, είτε ρητές διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος (όπως η Σύμβαση της Βιέννης για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών που κυρώθηκε και στην Ελλάδα με το Ν. 2532/1997, η οποία θεωρεί ως γεγονός ανωτέρας βίας ένα αναπότρεπτο περιστατικό που βρίσκεται εκτός της σφαίρας δράσης και ελέγχου του οφειλέτη), η πανδημία που προκάλεσε ο κορονοϊός εντάσσεται στο ανωτέρω πλαίσιο.
Ποιες θα είναι, όμως, οι προϋποθέσεις; Πρώτον, η αδυναμία εκτέλεσης της συμβατικής παροχής να προέκυψε μετά την εκδήλωση της πανδημικής κρίσης, δηλαδή η σύμβαση να είχε συναφθεί σε προγενέστερο στάδιο και όχι μετά την εκδήλωση του φαινομένου και των συνεπειών που αυτό προκάλεσε.
Δεύτερον, ο οφειλέτης να μην ήταν υπερήμερος κατά τον χρόνο που επήλθε το γεγονός ανωτέρας βίας, δηλαδή να εκτελούσε ομαλώς τη σύμβαση. Τρίτον, η εκτέλεση της σύμβασης να μη συνεπάγεται δυσανάλογες θυσίες (δηλαδή να μην είναι ιδιαίτερα επαχθής για τον οφειλέτη). Τέταρτον, να ενημερωθεί εγκαίρως ο δανειστής [μάλιστα, οι ανάδοχοι δημοσίων έργων στο πλαίσιο ρητής διάταξης νόμου (άρθρο 204 του Ν. 4412/2016) οφείλουν εντός είκοσι ημερών από την επέλευση του γεγονότος ανωτέρας βίας να αναφέρουν τούτο στην αναθέτουσα αρχή] και πέμπτον, το γεγονός ανωτέρας βίας να συνέχεται αιτιωδώς με τη μη εκτέλεση της παροχής (π.χ. η εν γένει πρόκληση οικονομικής αδυναμίας δεν συνιστά, αυτόθροα, λόγο απαλλαγής από μια συμβατική υποχρέωση).
Κάποιες από τις ανωτέρω προϋποθέσεις μπορεί να έχουν περιοριστεί ή διευρυνθεί στο πλαίσιο μιας σύμβασης. Η ανωτέρω ανάλυση δεν είναι θεωρητική αλλά αποκτά εξόχως πρακτική σημασία στη σημερινή συγκυρία. Η ίδια η πολιτεία αναγνωρίζοντας τις έκτακτες και απρόβλεπτες συνθήκες προέβη σε σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών για να περιορίσει τις αρνητικές συνέπειες της πανδημίας.
Έτσι, με την ΠΝΠ της 20.3.2020 (ΦΕΚ Α 68/2020) προβλέπεται η απαλλαγή των μισθωτών (συγκεκριμένων όμως κατηγοριών) από την υποχρέωση καταβολής του 40% του συμφωνημένου μισθώματος για τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο 2020, η επέμβαση στις εργασιακές συμβάσεις με τη θέσπιση ενός ιδιότυπου διαπλαστικού εργοδοτικού δικαιώματος για θέση των εργαζομένων σε διαθεσιμότητα για συνεχόμενο ανέκκλητο διάστημα 45 ημερών (ΠΝΠ της 20.3.2020) δίχως καταβολή μισθού (αλλά προβλεπόμενου κρατικού επιδόματος ποσού 800 ευρώ), το ιδιότυπο δικαίωμα μονομερούς επιβολής εκ περιτροπής εργασίας, η επέμβαση στις συμβάσεις αξιογράφων με την ex lege αναστολή προθεσμιών λήξης, εμφάνισης και πληρωμής αυτών (βλ. άρθρο 2 της ΠΝΠ 30.3.2020 ΦΕΚ Α’ 75/2020) για διάστημα 75 ημερών από την αναγραφόμενη ημερομηνία εκάστου αξιογράφου.
Ωστόσο, στην παρούσα συγκυρία υπάρχουν επιχειρήσεις των οποίων η δραστηριότητα έχει ανασταλεί με πράξη διοικητικής αρχής, δίχως όμως να συμπεριλαμβάνονται σε εκείνες που ευεργετήθηκαν από την πολιτεία, καθόσον η εφαρμογή του τυπικού κριτηρίου του ΚΑΔ εμφανίζει σοβαρές αδυναμίες στην πράξη και στερείται κάθε λογικής αναλογικής ισότητας. Προφανώς και εκείνες μπορούν να επικαλεστούν δικαστικώς αντίστοιχες ή ακόμη και ευρύτερες απαλλαγές (μείωση μισθώματος, αναστολή πληρωμής αξιογράφων, αναστολή εργασιακών συμβάσεων κ.λπ.), τη στιγμή, μάλιστα, που το ίδιο το κράτος με την ΚΥΑ 12998/232/2020 ρητά αναγνώρισε ότι «η απαγόρευση λειτουργίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας, με εντολή δημόσιας αρχής, συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας».
Τούτο, εξάλλου, καταδεικνύει ότι και επιχειρήσεις που ήδη εμφανίζονται ευεργετηθείσες (συμπερίληψή τους στους περιλάλητους καταλόγους των ΚΑΔ) μπορούν να επικαλεστούν λόγους ανωτέρας βίας για να απαλλαγούν της συνολικής τους υποχρέωσης τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο και όχι μόνον μέρους αυτής (π.χ. το 100% αντί του 40% του μισθώματος).
Η πρωτόφαντη πανδημία που αντιμετωπίζουμε, ελπίζουμε όλοι ότι σύντομα θα αποτελεί παρελθόν. Ωστόσο, οι επιπτώσεις της θα είναι μακροχρόνιες σε όλους τους τομείς. Ο τρόπος που θα ερμηνεύσουμε και αντιμετωπίσουμε τις νομικές και οικονομικές συνέπειές της θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό τη συλλογική επιτυχία στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου.