Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Μεγαλύτερη ευχέρεια στον εντοπισμό επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών που έχουν διαπράξει φοροδιαφυγή ή έχουν υποπέσει στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αποκτούν από φέτος οι ελεγκτικές υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Με τα πληροφοριακά στοιχεία που θα έχουν στη διάθεσή τους, μέσω του νέου εντύπου Ε3, για το σύνολο των φορολογουμένων οι οποίοι ασκούν επιχειρηματικές δραστηριότητες, θα μπορούν να προβαίνουν σε πλήθος νέων διασταυρώσεων και σε πιο στοχευμένες επιλογές υποθέσεων για τη διενέργεια φορολογικών ελέγχων.
Αναλυτική δήλωση δαπανών
Όπως είναι ήδη γνωστό, το έντυπο Ε3 έχει αναμορφωθεί από πέρυσι και απαιτεί τη συμπλήρωση πλήθους πρόσθετων πληροφοριακών στοιχείων από τους υπόχρεους υποβολής του. Μεταξύ άλλων, το έντυπο περιλαμβάνει τον πίνακα Ζ2’ στον οποίο πρέπει να δηλώνονται αναλυτικά τα έξοδα των επιχειρήσεων, των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών τα οποία αναγνωρίζονται για έκπτωση από τα έσοδά τους.
Ο πίνακας αυτός περιέχει τους κωδικούς 181, 281, 381 και 481 όπου πρέπει να αναγραφούν οι δαπάνες για παροχές προς τους εργαζόμενους, καθώς και τους κωδικούς 185, 285, 385 και 485 όπου πρέπει να δηλωθούν τα λειτουργικά έξοδα από τις 4 αντίστοιχες κατηγορίες υπόχρεων, δηλαδή από εμπορικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις παραγωγής αγαθών, αγροτικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών-ελεύθερους επαγγελματίες. Οι παραπάνω κωδικοί δεν μπορούν να συμπληρωθούν απευθείας. Συμπληρώνονται αυτόματα μόνο αφού προηγουμένως οι υπόχρεοι δηλώσουν τις επιμέρους κατηγορίες ποσών που ζητούνται, σε δύο αντίστοιχους υποπίνακες, οι οποίοι «ανοίγουν» κατά την απόπειρα ηλεκτρονικής συμπλήρωσης των πεδίων των συγκεκριμένων κωδικών.
Συγκεκριμένα, σε κάθε ένα από τα πεδία των κωδικών 181, 281, 381 και 481, όπου πρέπει να αναγραφεί κατά περίπτωση το συνολικό ποσό των παροχών προς τους εργαζόμενους, αντιστοιχεί υποπίνακας στον οποίο θα πρέπει προηγουμένως να δηλωθούν αναλυτικά:
α) Οι καταβληθείσες μικτές αποδοχές.
β) Οι καταβληθείσες εργοδοτικές εισφορές.
γ) Οι πραγματοποιηθείσες παροχές σε είδος (αξία δωρεάν παραχωρηθέντων οχημάτων προς μισθωτούς, δάνεια, δικαιώματα προαίρεσης απόκτησης μετοχών, παραχώρηση κατοικίας κ.λπ. παροχές σε είδος).
Επίσης, σε κάθε ένα από τα πεδία των κωδικών 185, 285, 385 και 485 όπου πρέπει να αναγραφεί κατά περίπτωση το συνολικό ποσό των λειτουργικών εξόδων αντιστοιχεί άλλος υποπίνακας, στον οποίο θα πρέπει να δηλωθούν προηγουμένως αναλυτικά οι ακόλουθες επιμέρους κατηγορίες εξόδων:
α) Προμήθειες διαχείρισης (management fees)
β) Δαπάνες από συνδεδεμένες επιχειρήσεις.
γ) Δαπάνες από μη συνεργαζόμενα κράτη ή από κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς.
δ) Δαπάνες για ενημερωτικές ημερίδες.
ε) Έξοδα υποδοχής και φιλοξενίας.
στ) Έξοδα ταξιδίων εξωτερικού.
ζ) Ασφαλιστικές εισφορές αυτοαπασχολουμένων.
η) Έξοδα και προμήθειες παραγγελιοδόχου, για λογαριασμό αγροτών.
θ) Λοιπές αμοιβές για υπηρεσίες ημεδαπής.
ι) Λοιπές αμοιβές για υπηρεσίες αλλοδαπής.
ια) Έξοδα για ενέργεια (ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο, πετρέλαιο θέρμανσης, καύσιμα οχημάτων κ.λπ.).
ιβ) Έξοδα για ύδρευση.
ιγ) Έξοδα για λογαριασμούς τηλεπικοινωνιών (δαπάνες για σταθερά και κινητά τηλέφωνα, internet κ.λπ.).
ιδ) Έξοδα για πληρωμές ενοικίων.
ιε) Δαπάνες για διαφήμιση και προβολή.
ιστ) Λοιπά έξοδα.
Συναλλαγές άνω των 10.000 ευρώ
Επιπλέον, φέτος για πρώτη φορά ορισμένες κατηγορίες ελευθέρων επαγγελματιών και εμπόρων αντικειμένων μεγάλης αξίας υποχρεούνται να δηλώσουν σε ξεχωριστό πίνακα -στον πίνακα Ι’ της 4ης σελίδας- του εντύπου E3 τον αριθμό και τα ποσά των συναλλαγών αξίας άνω των 10.000 ευρώ που είχαν το 2018 με πελάτες τους. Τις υποχρεώσεις αυτές έχουν, συγκεκριμένα, οι ακόλουθες κατηγορίες υπόχρεων υποβολής του Ε3:
α) Οι μεσίτες ακινήτων, για κάθε συναλλαγή άνω των 10.000 ευρώ που αφορά αγορά, πώληση ή μηνιαίο μίσθωμα εκμίσθωσης ακινήτου, και
β) οι έμποροι και εκπλειστηριαστές αγαθών μεγάλης αξίας, για κάθε συναλλαγή αξίας τουλάχιστον 10.000 ευρώ, ανεξάρτητα από το εάν αυτή διενεργήθηκε με μία μόνο πράξη ή με περισσότερες, μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση.
Ως «έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας» νοούνται ιδίως:
i) Οι επιχειρήσεις εξόρυξης, παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων, πολύτιμων μετάλλων και παράγωγων προϊόντων, οι επιχειρήσεις εμπορίας μαργαριταριών και κοραλλιών και οι επιχειρήσεις κατασκευής και εμπορίας κοσμημάτων και ρολογιών,
ii) οι επιχειρήσεις εμπορίας παλαιών αντικειμένων αξίας (αντίκες), αρχαιοτήτων, μεταλλίων, παλαιών γραμματοσήμων και νομισμάτων και λοιπών συλλεκτικών ειδών αξίας, καθώς και οι επιχειρήσεις ή επαγγελματίες παραγωγής ή κατασκευής και εμπορίας έργων και αντικειμένων τέχνης γενικά, καθώς και μουσικών οργάνων,
iii) πρόσωπα που εμπορεύονται ή ενεργούν ως μεσάζοντες στο εμπόριο έργων τέχνης, συμπεριλαμβανομένου του εμπορίου που πραγματοποιείται σε αίθουσες έργων τέχνης και οίκους δημοπρασιών,
iv) επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας ταπήτων και χαλιών, ειδών γουνοποιίας, δερμάτινων ειδών και ενδυμάτων γενικά,
v) επιχειρήσεις εμπορίας επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, ελικοπτέρων, αεροσκαφών και σκαφών αναψυχής γενικά.
Οι παραπάνω κατηγορίες ελευθέρων επαγγελματιών και επιχειρήσεων οφείλουν επίσης να δηλώσουν σε ξεχωριστά πεδία του ίδιου πίνακα τα ποσά των συναλλαγών αξίας άνω των 10.000 ευρώ που διενεργήθηκαν με μετρητά.
Στόχος των υποχρεώσεων αυτών είναι να παρασχεθούν προς την Α.Α.Δ.Ε. πληροφορίες σχετικές με συναλλαγές ύποπτες για «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος».
Στοχευμένοι έλεγχοι
Αξιοποιώντας την υποχρέωση που έχουν φέτος, για πρώτη φορά, όλες οι επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες να δηλώσουν αναλυτικά στο Ε3 τις δαπάνες προσωπικού και τα λειτουργικά τους έξοδα, οι φοροελεγκτικές υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Ελεγκτικά Κέντρα και ΔΟΥ) θα αποκτήσουν σε ηλεκτρονική μορφή πλήρη στοιχεία για τις επιμέρους κατηγορίες δαπανών όλων των φορολογουμένων που ασκούν επιχειρηματικές δραστηριότητες και θα μπορούν να διαμορφώνουν, με αυτόματο τρόπο, επιμέρους στοιχεία με μέσους όρους συγκεκριμένων δαπανών ανά κατηγορία επαγγελματικής δραστηριότητας.
Έτσι, οι φορολογικοί έλεγχοι θα γίνουν πιο στοχευμένοι, καθώς θα εστιάζουν σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου θα παρουσιάζονται σημαντικές αποκλίσεις από τους καταγεγραμμένους μέσους όρους.
Για την επίλυση ορισμένων δυσκολιών στην ορθή συμπλήρωση του Ε3, η ΑΑΔΕ ανήρτησε στην ιστοσελίδα της κείμενο ερωταπαντήσεων, μέσω του οποίου παρέχονται ορισμένες διευκρινίσεις:
1. Πώς υποβάλλεται το έντυπο Ε3 της συζύγου σε περίπτωση εγγάμων;
Στην περίπτωση εγγάμων και εφόσον η σύζυγος είναι επιτηδευματίας, έχει υποχρέωση υποβολής του εντύπου Ε3 με τους προσωπικούς της κωδικούς πρόσβασης και όχι με τους κωδικούς του υπόχρεου / συζύγου, με τους οποίους υποβάλλεται κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος (έντυπο Ε1). Σε τέτοια περίπτωση, εάν το Ε3 της συζύγου είναι το πρώτο έντυπο που θα υποβληθεί, η σύζυγος πρέπει να επιβεβαιώσει την έγγαμη σχέση (με υπόχρεο το σύζυγό της).
2. Πότε υποβάλλεται το έντυπο Ε3;
Εφόσον υπάρχει υποχρέωση υποβολής του εντύπου Ε3, αυτό πρέπει να υποβληθεί πριν από την οριστική υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (έντυπο Ε1), ακόμη και στην περίπτωση που είναι μηδενικό.
3. Εάν οριστικοποιηθεί το έντυπο Ε3, είναι δυνατό να τροποποιηθεί;
Μέχρι να γίνει η οριστική υποβολή του εντύπου Ε1, ο φορολογούμενος μπορεί να εισέρχεται στο έντυπο Ε3 και να το τροποποιεί όσες φορές επιθυμεί. Όταν όμως οριστικοποιηθεί το Ε1, δεν μπορεί να τροποποιηθεί περαιτέρω το Ε3.
Εφόσον διαπιστωθεί λάθος στο έντυπο Ε3, μπορεί ο φορολογούμενος να υποβάλει ηλεκτρονικά τροποποιητική – συμπληρωματική δήλωση.
4. Ποια στοιχεία εμφανίζονται προ-συμπληρωμένα στο έντυπο Ε3;
Με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν στο αρχείο του Μητρώου, εμφανίζονται προ-συμπληρωμένα:
* η ΔΟΥ υποβολής
* η διαχειριστική περίοδος
* η κατηγορία βιβλίων εφόσον τηρούνται βιβλία και ο κωδικός αριθμός κύριας δραστηριότητας (ΚΑΔ).
Επίσης, στην πρώτη σελίδα του εντύπου Ε3 προ-συμπληρώνονται αντίστοιχα τρία (3) πεδία, με την:
– ημερομηνία πρώτης έναρξης
– ημερομηνία έναρξης, η οποία ισχύει κατά το τρέχον φορολογικό έτος (εφόσον δηλαδή δεν έχει προηγηθεί διακοπή εργασιών πριν από το φορολογικό έτος 2018)
– ημερομηνία διακοπής εργασιών, εφόσον αυτή πραγματοποιήθηκε εντός του φορολογικού έτους 2018
Τα προ-συμπληρωμένα στοιχεία τροποποιούνται, εφόσον προηγηθεί ενημέρωση του μητρώου της αρμόδιας ΔΟΥ.
5. Ποια διαδικασία πρέπει να ακολουθείται σε περίπτωση κατά την οποία στο έντυπο Ε3 εμφανίζεται παλαιός ΚΑΔ κύριας δραστηριότητας ο οποίος δεν έχει αντιστοιχηθεί με νέο ΚΑΔ;
Όταν ο φορολογούμενος εισέρχεται στο έντυπο Ε3 και ο ΚΑΔ κύριας δραστηριότητας που εμφανίζεται στον κωδικό 021 δεν έχει αντιστοιχηθεί, εμφανίζεται μήνυμα στον αντίστοιχο πίνακα, όπου ενημερώνεται για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει.
Ο φορολογούμενος μπορεί να αποθηκεύσει προσωρινά το Ε3, να προβεί στη διαδικασία αντιστοίχισης μέσω εφαρμογής που υπάρχει στην ιστοσελίδα της ΑΑΔΕ και σε σύντομο χρονικό διάστημα (μίας ή δύο ημερών) να συνεχίσει την υποβολή του Ε3 με το νέο ΚΑΔ.
Επισημαίνεται, ότι εάν δεν γίνει η αντιστοίχιση, ο φορολογούμενος δεν μπορεί να υποβάλει το Ε3 με τον παλαιό ΚΑΔ και εμφανίζεται σχετικό μήνυμα λάθους.
6. Ποια διαδικασία πρέπει να ακολουθείται σε περίπτωση που δεν έχει γίνει αντιστοίχιση του ΚΑΔ μεγαλύτερων ακαθάριστων εσόδων;
Ακολουθείται η διαδικασία που περιγράφεται παραπάνω.
7. Όσοι δηλώνουν εισόδημα από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά δεν εντάσσονται στο κανονικό ή ειδικό καθεστώς ΦΠΑ, ποιον ΚΑΔ συμπληρώνουν;
Σε αυτή την περίπτωση δεν συμπληρώνεται ΚΑΔ και δεν χρησιμοποιείται ο ΚΑΔ 99999998.
Συμπληρώνεται ο κωδικός 009 με την επιλογή «Αφανείς αγρότες χωρίς ΚΑΔ» (3) και οι αντίστοιχοι πίνακες που αφορούν την αγροτική-βιολογική δραστηριότητα.
8. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις συμπλήρωσης του κωδικού 050 που αφορά την ιδιότητα του προσώπου που συμπληρώνει το έντυπο;
*Εάν το έντυπο συμπληρώνεται από τον δηλούντα επιχειρηματία, νόμιμο εκπρόσωπο κ.λπ., επιλέγεται το (1)
* Εάν το έντυπο συμπληρώνεται από τον μισθωτό λογιστή της επιχείρησης, επιλέγεται το (2)
* Εάν το έντυπο συμπληρώνεται από λογιστή όχι μισθωτό της επιχείρησης, επιλέγεται το (3) και προϋποθέτει την εξουσιοδότηση μέσω TAXISnet του λογιστή από τον επιχειρηματία (Φ.Π. ή Ν.Π.)