Την πρότασή του για έξοδο από το πρόγραμμα χωρίς προληπτική γραμμή επαναλαμβάνει ο Μιχάλης Σάλλας, εκτιμώντας ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες να εξέλθει η ελληνική οικονομία από την βαθύτατη κρίση, που βίωσε τα προηγούμενα χρόνια.
«To τέλος του τρίτου μνημονίου μπορεί να σηματοδοτήσει την αρχή μιας νέας εποχής για την χώρα μας και να θέσει σε τροχιά ανάπτυξης την ελληνική οικονομία. Μετά από την σκληρή περίοδο της ύφεσης και τα χρόνια της σταθεροποίησης που ακολούθησαν, θεωρώ ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για να βγούμε από τον φαύλο κύκλο» αναφέρει χαρακτηριστικά σε άρθρο του στο Foreign Affairs o κ. Σάλλας, ιδρυτής και πρώην πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, πρόεδρος του Lyktos Group και στρατηγικού επενδυτή στην Παγκρήτια Συνεταιριστική Τράπεζα, σε εκτενές άρθρο στο Foreign Affairs.
«Εχω ταχθεί υπέρ της εξόδου της χώρας από τα μνημόνια χωρίς προληπτική γραμμή στήριξης. Πιστεύω ότι έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για μια τέτοια εξέλιξη» επισημαίνει στο άρθρο με τίτλο «Η ελληνική οικονομία και η επόμενη ημέρα- πώς θα επιστρέψει η Ελλάδα στην υγιή ανάπτυξη». Όπως εξηγεί είναι εφικτό να σχηματιστεί το απαραίτητο «μαξιλάρι ασφαλείας» της τάξης των 18 – 20 δισ. ευρώ και να προχωρήσει η χώρα στην επόμενη ημέρα χωρίς νέο μνημόνιο.
«Ας μην κρυβόμαστε πίσω από τις λέξεις, μια χρησιμοποίηση της προληπτικής γραμμής θα σήμανε ένα νέο σκληρό μνημόνιο, νέα μέτρα, επιβολή καινούργιων περιορισμών, που δύσκολα θα δεχθεί η κοινωνία, η οποία έχει κουραστεί από περίπου 10 χρόνια μνημονίων, και ακόμα πιο δύσκολα θα διαχειριστούν την κατάσταση οι πολιτικοί» αναφέρει και υπογραμμίζει ότι αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν πρέπει να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και ο εκσυγχρονισμός της οικονομίας. ‘
Έχουν ήδη αναληφθεί, σημειώνει, οι δεσμεύσεις που πρέπει να υλοποιηθούν, όπως η δημοσιονομική εξυγίανση, η διατήρηση των πλεονασμάτων, οι ιδιωτικοποιήσεις κλπ. «Όλα αυτά θα υπάρχουν και στο μέλλον και εμείς πρέπει να τα εφαρμόζουμε με συνέπεια. Αν όμως μπούμε σε ένα νέο πρόγραμμα με άμεσο τρόπο ως επακόλουθο της προληπτικής γραμμής, τότε τα πράγματα για την χώρα γίνονται αρκετά χειρότερα. Πιστεύω σθεναρά, όπως έχω υποστηρίξει και άλλες φορές, πως η μοναδική σοβαρή λύση για να αλλάξουμε σελίδα είναι η κατάρτιση ενός προγράμματος διευκόλυνσης χρέους, το οποίο θα διαθέτει τους απαραίτητους αυτοματισμούς, και η υλοποίησή του θα συνδέεται με συγκεκριμένες παραμέτρους» τονίζει.
Προϋπόθεση, όπως αναφέρει, είναι το ΑΕΠ της χώρας να κινείται με ρυθμό ανάπτυξης άνω του 2% κατά μέσο όρο ετησίως για τα επόμενα χρόνια, και μια αποτελεσματική διαχείριση που θα φροντίζει την διαμόρφωση των απαραίτητων δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Σε αυτή την συγκυρία οφείλουμε, προσθέτει, να λύσουμε και τον γόρδιο δεσμό των «κόκκινων δανείων», που φρενάρουν την πιστωτική επέκταση και συνεπώς την ανάπτυξη. «Πρέπει να δώσουμε τώρα την λύση για να απεγκλωβιστεί το τραπεζικό σύστημα και να επανέλθει στον πραγματικό του ρόλο στην οικονομία» αναφέρει.
Ο κ. Σάλλας αναφέρεται εκτενώς στη δημιουργία επενδυτικού αναπτυξιακού περιβάλλοντος. «Μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει, αλλά δεν αρκούν. Πρέπει να συνεχιστούν. Για την δημιουργία ενός διατηρήσιμου και αξιόπιστου αναπτυξιακού περιβάλλοντος πρέπει να βρεθεί λύση στο φορολογικό ζήτημα. Οι επενδύσεις που θα υποστηρίξουν την ανάπτυξη της οικονομίας χρειάζονται ένα σταθερό και αξιόπιστο φορολογικό πλαίσιο που να δίνει την βεβαιότητα στον επενδυτή – με δέσμευση 15ετούς ισχύος συγκεκριμένων βασικών διατάξεων – ότι τα σχέδιά του δεν θα ανατραπούν στον προβλέψιμο χρόνο ζωής της επένδυσής του».
Και αναφέρει μεταξύ των άλλων πως «Για την τόνωση των επενδύσεων θα μπορούσε επίσης να θεσπισθεί η δυνατότητα απόσβεσης του συνόλου των νέων επενδύσεων, από τις πρώτες μετά την επένδυση κερδοφόρες χρήσεις της επιχείρησης, ενώ για την γενικότερη ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας, να νομοθετηθεί η πρόβλεψη – δέσμευση συγκεκριμένης μείωσης του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, ετήσια μείωση κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες, ώστε το 2020 να περιορισθεί στο 20% η φορολόγηση των επιχειρήσεων θα ήταν ένα γεγονός που θα προσέδιδε στην παρούσα φάση ιδιαίτερη δυναμική στην επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις, την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Ένα μεγάλο ζήτημα αναφορικά με την δημιουργία επενδυτικού – αναπτυξιακού περιβάλλοντος είναι και αυτό της διοικητικής δικαιοσύνης και των κρατικών φορέων που συμμετέχουν. Οι χρονοβόρες διαδικασίες που σχετίζονται με την εκδίκαση οικονομικών υποθέσεων και διαφορών είναι από τους μεγαλύτερους ανασταλτικούς παράγοντες στην ανάπτυξη. Το βιώνουμε τελευταία σε μια σειρά μεγάλων επενδύσεων, των οποίων η υλοποίηση καθυστερεί λόγω νομικών – δικαστικών εκκρεμοτήτων. Θεωρώ ότι η πολιτεία θα πρέπει να αντιμετωπίσει με τόλμη το ζήτημα αυτό, θεσμοθετώντας άμεσα μέτρα για την εξομάλυνση αυτής της κατάστασης».
Για τις ιδιωτικοποιήσεις τονίζει πως «η πολιτεία θα πρέπει να ξαναδεί από άλλη οπτική το ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων και ιδιαίτερα των δραστηριοτήτων που απαιτούν σημαντικές επενδύσεις κεφαλαίου για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξή τους, όπως και των έργων υποδομής, κυρίως αυτών που σχετίζονται με τις διεθνείς μεταφορές, τα δίκτυα ενέργειας, κλπ. Η επιτάχυνση του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων θα σηματοδοτούσε και την πολιτική βούληση για ταχύτερη ολοκλήρωση των μνημονιακών δεσμεύσεων, με θετικό αντίκτυπο στις διεθνείς αγορές και τους επενδυτές. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με την επίσπευση της ανάπτυξης των υποδομών θα αναβάθμιζαν την γεωπολιτική σημασία της ελληνικής οικονομίας με σημαντικά (συμπληρωματικά) οφέλη για την χώρα από την αξιοποίηση της. Τα παραπάνω αποτελούν ένα προνομιακό πεδίο για την προσέλκυση φρέσκων κεφαλαίων στην οικονομία και την άμεση ενίσχυση της απασχόλησης».
«Στο πνεύμα αυτό απαιτείται να προσαρμόσουμε και το ευρύτερο θεσμικό περιβάλλον που διέπει επιχειρήσεις και επενδύσεις. Οφείλουμε να απαλλάξουμε τις επιχειρήσεις και τους επενδυτές από το υπέρογκο διοικητικό – γραφειοκρατικό κόστος. Επειδή η απαιτούμενη μεταρρύθμιση των δομών του δημοσίου είναι μια μακρόχρονη διαδικασία, μια ιδέα θα ήταν να δημιουργηθούν εξειδικευμένα κέντρα – στα πρότυπα των ΚΕΠ – που θα λειτουργούν ως ανεξάρτητη υπηρεσία αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση επιχειρήσεων και επενδύσεων, αναλαμβάνοντας την διεκπεραίωση σε προκαθορισμένο χρόνο του συνόλου των ενεργειών που απαιτούνται σε σχέση με τις επιμέρους δημόσιες αρχές. Π.χ. μετά την συμπλήρωση ενός ολοκληρωμένου φακέλου, ο απαιτούμενος χρόνος για την έκδοση των αιτούμενων αδειών της επένδυσης να είναι σε συγκεκριμένο χρόνο, ανάλογα με την περίπτωση: Μήνας, τρίμηνο, εξάμηνο», προσθέτει μεταξύ άλλων.
Ο Μιχάλης Σάλλας κάνει εκτενή αναφορά στον επαναπροσδιορισμό του παραγωγικού και αναπτυξιακού προτύπου επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι «το παραδοσιακό μοντέλο, στηριζόμενο σε υπερβολικό βαθμό στην κατανάλωση και με κινητήριο δύναμη την οικοδομική δραστηριότητα, ανήκει στο παρελθόν».
«Πρέπει να διαφοροποιηθούμε από τους διεθνείς ανταγωνιστές και να στραφούμε στην ποιότητα, ακόμη και αν συνεπάγεται σε ορισμένες περιπτώσεις υψηλότερο παραγωγικό κόστος. Συνεπώς, για ένα μέρος της οικονομίας, η αδυναμία αντιμετώπισης του πιθανώς υψηλού παραγωγικού κόστους θα μπορούσε να εξισορροπηθεί μέσω της αναβαθμισμένης ποιότητας και της επιλογής κλάδων, επιχειρήσεων ή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Επιλογή που μας επιτρέπει να μετατρέψουμε σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και την χαμηλή παραγωγικότητα – γιατί περί αυτού πρόκειται – σε οικονομικό πλεονέκτημα, αποφεύγοντας ή ξεπερνώντας γραφειοκρατικά βάρη. Βέβαια αυτό δεν μπορεί να είναι το κυρίαρχο γνώρισμα της οικονομίας. Το κυρίαρχο γνώρισμα είναι η δυνατότητα διεθνούς παρουσίας με απόλυτα ανταγωνιστικούς όρους» εξηγεί.
Έμφαση δίνει και στον κλάδο ενέργειας, επισημαίνοντας ότι «η Ελλάδα αναδεικνύεται σε πύλη εισόδου φυσικού αερίου από εναλλακτικές πηγές και οδεύσεις, στο πνεύμα ακριβώς της ευρωπαϊκής πολιτικής για την ενεργειακή ασφάλεια».
Σημειώνει μεταξύ των άλλων πως «σε πλήρη εξέλιξη βρίσκονται οι εργασίες κατασκευής του αγωγού Trans Αdriatic Pipeline, TAP, του πρώτου έργου για τη μεταφορά αερίου από το Αζερμπαϊτζάν στην Ευρώπη. Ο αγωγός TAP, είναι το τελευταίο σκέλος του περίφημου «Νότιου Διαδρόμου Αερίου», ενός μεγαλόπνοου πρότζεκτ που ξεκινά από την ανάπτυξη και εκμετάλλευση του κοιτάσματος Σαχ Ντενίζ ΙΙ στην Κασπία και μέσω μιας σειράς αγωγών που διασχίζουν την Γεωργία και την Τουρκία, φθάνει στα σύνορα με την Ελλάδα. Στους Κήπους του Έβρου, την σκυτάλη παραλαμβάνει ο αγωγός ΤΑΡ, ο οποίος μέσω Αλβανίας καταλήγει στην Ιταλία.
Για την Ελλάδα σημασία δεν έχουν μόνον τα περίπου 550 χλμ. από τα συνολικά 878 χλμ. που διανύει ο ΤΑΡ μέχρι να φθάσει στον τελικό προορισμό του ή τα περίπου 1,5 δισ. ευρώ, που «ρίχνονται» στην κατασκευή του. Η μεγάλη σημασία του έργου είναι ότι από το 2020, οπότε προγραμματίζεται η εμπορική λειτουργία του, ο ΤΑΡ θα μπορεί να τροφοδοτήσει με αέριο όχι μόνον την Ελλάδα, την Αλβανία και την Ιταλία αλλά και τα Βαλκάνια και, γιατί όχι, την κεντρική Ευρώπη.
Και τούτο γιατί μια σειρά από άλλα έργα που σχεδιάζονται έρχονται να δημιουργήσουν στην χώρα μας ένα διαμετακομιστικό κόμβο αερίου, ικανού να τροφοδοτήσει την ευρύτερη περιοχή. Πρόκειται για τον ελληνο-βουλγαρικό αγωγό IGB και τον πλωτό τερματικό σταθμό υγροποιημένου αερίου της Αλεξανδρούπολης (FSRU). O IGB θα ενώνεται με τον ΤΑΡ σε ελληνικό έδαφος και θα μπορεί να μεταφέρει στην Βουλγαρία για πρώτη φορά αέριο από εναλλακτικές πηγές. Επιπρόσθετα το FSRU της Αλεξανδρούπολης δίνει πρόσβαση και σε υγροποιημένο αέριο (LNG), που μπορεί να καταφθάνει στον πλωτό σταθμό από διάφορους παραγωγούς, ακόμα και από τις ΗΠΑ. Σε συνδυασμό με την αναβάθμιση των εγκαταστάσεων της Ρεβυθούσας, που o ΔΕΣΦΑ ολοκληρώνει την φετινή χρονιά, η χώρα μας αποκτά μέσα στην ερχόμενη τριετία εγκαταστάσεις αερίου, που αναδεικνύουν τον μοναδικό ρόλο που μπορεί να παίξει στην περιοχή. Δεν πρόκειται για τα μόνα έργα. Το ενεργειακό προφίλ αλλάζει ταχύτατα. Τις ημέρες αυτές περιμένουμε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού για την πώληση του 66% των μετοχών του ΔΕΣΦΑ, μιας από τις πιο εμβληματικές και περιπετειώδεις ιδιωτικοποιήσεις των τελευταίων ετών. Η Κρήτη αποκτά νέο ρόλο και σταματά ο «απομονωτισμός» της, καθώς προγραμματίζονται δύο ηλεκτρικές διασυνδέσεις, η μία με την Πελοπόννησο και η άλλη με την Αττική, η οποία, μάλιστα σχεδιάζεται να αποτελέσει και το τελευταίο σκέλος της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ισραήλ- Κύπρου – Ελλάδας, ενώ συζητείται και αγωγός αερίου στην ίδια περίπου διαδρομή. Σταδιακά, η Ελλάδα εισέρχεται στο πριβέ κλαμπ των τράνζιτ- χωρών ενέργειας, μια εξέλιξη που αν συνδυαστεί και με την επιτυχή έκβαση των ερευνών για πετρέλαιο και φυσικό αέριο στα νερά της Κρήτης και του Ιονίου, μπορεί να αλλάξει θεαματικά την πορεία της χώρας».
Δεν παραλείπει να αναφερθεί και στον Τουρισμό, επισημαίνοντας ότι «ήταν και παραμένει μοχλός ανάπτυξης. Υπάρχουν μονάδες και ελληνικοί τουριστικοί προορισμοί που τους ζηλεύουν πολλά πασίγνωστα διεθνή τουριστικά θέρετρα», τονίζοντας ότι «ο επιχειρηματικός κόσμος μέσα από τις οργανωμένες εκφράσεις του (Επιμελητήρια, Επαγγελματικοί Σύλλογοι) θα πρέπει να έχει ενεργό ρόλο στην καθοδήγηση των επαγγελματιών και των επιχειρηματιών. Δεν μπορούμε να περιμένουμε από το κράτος να επιβάλει μέσω ελέγχων την απαιτούμενη ποιότητα ώστε να καταστήσουν τις τουριστικές υπηρεσίες ποιοτικά ανταγωνιστικές και μακροχρόνια βιώσιμες».
Ο κ. Σάλλας αναφέρεται επίσης στην σημασία του γεωργικού τομέα, τονίζοντας πως «τα τελευταία χρόνια πολύς λόγος έχει γίνει για την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας. Όμως, με εξαίρεση την Πειραιώς, καμία άλλη τράπεζα δεν μπήκε δυναμικά στην ουσιαστική οικονομική στήριξη, στην χρηματοδότηση δηλαδή της αγροτικής οικονομίας, από την οποία εξαρτάται και ένα μεγάλο ποσοστό της μεταποίησης στην χώρα μας.
Ο αγροτικός τομέας μαζί με τη μεταποίηση αγροτικών προϊόντων (αγροτοδιατροφικός τομέας) συνεισέφεραν, όπως υπενθυμίζει, το 2014 το 7,2% της συνολικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας και καλύπτουν μαζί το 15% της συνολικής απασχόλησης. Επιπλέον, τα προϊόντα του αγροτικού τομέα και της μεταποίησής τους, παρά το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο με το εξωτερικό, καλύπτουν το 19% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών. Χρειαζόμαστε νέα εργαλεία ανάπτυξης όπως το πρόγραμμα Συμβολαιακής Γεωργίας και Κτηνοτροφίας, μέσα από το οποίο αντιμετωπίζεται δραστικά η έγκαιρη και ομαλή πληρωμή των αγροτών και διασφαλίζονται οι ανάγκες ρευστότητας αγροτών και επιχειρήσεων του αγροτοδιατροφικού τομέα.
ΠΗΓΗ: ΑΜΠΕ