Skip to main content

Οι θεσμοί ζητούν «εγγυήσεις» για να επιστρέψουν στην Αθήνα

Από την έντυπη έκδοση 

Των Νίκου Μπέλλου και Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου

Το Εurogroup της 20ής Μαρτίου χάνεται οριστικά για το κλείσιμο της αξιολόγησης, στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε να αποφασιστεί η νέα επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα, αλλά μόνο εάν μέχρι τότε επιτευχθεί σημαντική πρόοδος και υπάρξουν εγγυήσεις από την ελληνική κυβέρνηση.

Ωστόσο, φαίνεται ότι ούτε στην επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup, στις 7 Απριλίου, θα μπορέσει να υπάρξει συνολική συμφωνία, που θα περιλαμβάνει και το χρέος, γιατί το ΔΝΤ έχει φορτωμένο πρόγραμμα τον επόμενο μήνα (εαρινή σύνοδος 18-22 Απριλίου).

Τα παραπάνω προκύπτουν από τις διευκρινίσεις που έδωσε χθες ανώτερος αξιωματούχος της Ευρωζώνης, σύμφωνα με τον οποίο «είναι τεχνικά δυνατόν, δεν είναι απαραίτητα και πολιτικά εφικτό». Με τον τρόπο αυτό ο αξιωματούχος «φωτογράφισε» το πού βρίσκονται οι δυσκολίες, δηλαδή το ότι η κυβέρνηση έχει δυσκολίες στο να αποδεχθεί τη συμφωνία.

Πάντως, οι επαφές και τηλεδιασκέψεις μεταξύ των θεσμών και της κυβέρνησης θα συνεχιστούν σήμερα και πιθανότατα το Σαββατοκύριακο, με στόχο την επίτευξη ουσιαστικής προόδου, από την οποία θα εξαρτηθούν τα επόμενα βήματα. Εάν η πρόοδος κριθεί από τους υπουργούς του Εurogroup σημαντική και η ελληνική κυβέρνηση διαβεβαιώσει τους εταίρους ότι είναι διατεθειμένη να συμφωνήσει σύντομα, τότε τη Δευτέρα μπορεί να αποφασιστεί η επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα, ανέφερε.

Πρόκειται ίσως για την τελευταία ευκαιρία να κλείσει η αξιολόγηση που έχει μπροστά της η κυβέρνηση, διαφορετικά θα χαθεί και ο Απρίλιος και η διαπραγμάτευση θα συρθεί μέχρι το καλοκαίρι, και όπως σημείωσε χθες ο αξιωματούχος, «η στασιμότητα δεν αποτελεί επιλογή για την Ελλάδα», εννοώντας προφανώς τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει για την οικονομία.

Αναφορικά με την ουσία, όπως είπε, δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα σε σχέση με τη συζήτηση που είχε γίνει στο τελευταίο Εurogroup, στις 20 Φεβρουαρίου, παρά το γεγονός ότι μεσολάβησε η επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα επί ένα 10ήμερο.

Τα δημοσιονομικά μέτρα για τη διασφάλιση ετήσιων πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018 παραμένουν ανοικτά, δηλαδή το «αγκάθι» της διαπραγμάτευσης, γιατί ναι μεν υπάρχει πρόοδος στη μείωση του αφορολογήτου, αλλά όχι στις συντάξεις.

Ωστόσο, ο αξιωματούχος αναφέρθηκε και σε άλλα προβλήματα που δεν έχουν επιλυθεί ακόμη και τα οποία έχουν να κάνουν με την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και τις ιδιωτικοποιήσεις, για τα οποία προειδοποίησε ότι δεν πρέπει να υποτιμώνται, γιατί χωρίς αυτά δεν κλείνει η δεύτερη αξιολόγηση.

Σχετικά με το χρονοδιάγραμμα, με δεδομένο ότι «χάθηκε» η συνεδρίαση της Δευτέρας, οι προσπάθειες πλέον εστιάζονται, όπως είπε, στην επίτευξη συμφωνίας στο επόμενο Εurogroup, στις 7 Απριλίου. Οριοθετώντας το τι θα πρέπει να περιμένουμε, αφού ανέφερε ότι παραδοσιακά λόγω ατζέντας ο Απρίλιος είναι δύσκολος μήνας, τόνισε ότι στόχος θα πρέπει να είναι μέχρι τη συνεδρίαση στη Βαλέτα να επιτευχθεί συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο και «μετά τα δούμε τα υπόλοιπα».

Κι αυτό γιατί μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης σε τεχνικό επίπεδο θα αναλάβουν δράση οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι θα πρέπει να συμφωνήσουν μεταξύ τους σε σχέση με τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους, κάτι που ζητάει το ΔΝΤ για να συμμετάσχει στο πρόγραμμα. Στο πλαίσιο αυτό, η ευκαιρία για επαφές μεταξύ των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ θα δοθεί στο περιθώριο της εαρινής συνόδου του διεθνούς οργανισμού (18-22 Απριλίου). Εκεί θα μπορούσε να συμφωνηθεί η συμμετοχή του στο πρόγραμμα. Συνεπώς η συνολική συμφωνία θα μπορούσε να επιτευχθεί μεταξύ του τελευταίου δεκαήμερου του Απριλίου και του Εurogroup της 22ας Μαΐου.

Ωστόσο, όλα αυτά είναι μακρινά και γίνονται πιο μακρινά όσο δεν κλείνει η δεύτερη αξιολόγηση σε τεχνικό επίπεδο.

ΥΠΟΙΚ: Χάνεται το στοίχημα για το QE

Εν τω μεταξύ, ελάχιστες προσδοκίες για την επίτευξη συμφωνίας με τους εταίρους στο Eurogroup της Δευτέρας διατηρεί πλέον η κυβέρνηση, όπως αποκάλυψε χθες στη Βουλή ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, μεταθέτοντας τον στόχο για συμφωνία στις 7 Απριλίου. Ταυτόχρονα, αναγνώρισε ότι παραμένει υπό αίρεση το ζήτημα της ένταξης της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ακόμη και εντός μιας ενδεχόμενης συμφωνίας.

Ενημερώνοντας χθες την επιτροπή οικονομικών υποθέσεων της Βουλής για την πορεία της διαπραγμάτευσης, ο κ. Τσακαλώτος παραδέχτηκε ότι πλέον το πιθανό σενάριο για συμφωνία σε όλα τα θέματα δεν είναι η 20ή Μαρτίου αλλά η 7η Απριλίου. «Αυτό θεωρώ το πιο πιθανό σενάριο. Μπορεί να γίνει πιο γρήγορα και καλύτερα, αλλά νομίζω ότι αυτός είναι ένας εφικτός στόχος» τόνισε στους βουλευτές. Όσον αφορά, πάντως, το Eurogroup της Δευτέρας, ανέφερε ότι εκεί είναι πολύ πιθανόν να γίνει μια συζήτηση για όλο το πακέτο, δηλαδή για τις μεταρρυθμίσεις μετά το πρόγραμμα, τα μέτρα και τα αντίμετρα, τα πλεονάσματα, και το μεσοπρόθεσμο πακέτο για το χρέος. «Η καλύτερη εκδοχή είναι τη Δευτέρα να έχουμε μια συνολική λύση για σχεδόν όλα τα θέματα, αν και ένα από αυτά μπορεί να μην έχει λυθεί» σημείωσε ο κ. Τσακαλώτος χωρίς να ξεκαθαρίσει αν εννοεί τα εργασιακά όπου καταγράφεται η μεγαλύτερη διάσταση απόψεων με τους θεσμούς.

Αίσθηση προκάλεσε όμως και το ότι ο κ. Τσακαλώτος άφησε ανοικτό το θέμα ένταξης της ελληνικής οικονομίας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ακόμη και αν υπάρξει συμφωνία. «Εάν η συμφωνία ανοίξει δρόμο για την ποσοτική χαλάρωση, αυτό θα δώσει χώρο στην ελληνική οικονομία» είπε στους βουλευτές της επιτροπής. Τόνισε, πάντως, ότι ο ίδιος είναι αρκετά αισιόδοξος για την ένταξη στο πρόγραμμα. Πρόσθεσε δε ότι το κυριότερο ζήτημα δεν είναι τι θα γίνει τα δύο επόμενα χρόνια, αλλά να διασφαλιστεί η βιώσιμη ανάπτυξη σε μακροπρόθεσμο επίπεδο. «Είμαι αισιόδοξος για το 2017 και το 2018, αλλά το πιο σημαντικό είναι το μακροπρόθεσμο. Δεν αρκεί να έχουμε δύο καλά χρόνια και μετά ξαναπέσουμε σε καταστάσεις στασιμότητας. Πρέπει η ανάπτυξη να είναι βιώσιμη και δίκαιη» είπε ο υπουργός Οικονομικών.

«Θετικές εκπλήξεις»

Κληθείς από βουλευτές να δώσει το στίγμα των επιδιώξεών του για τη συμφωνία, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος τόνισε ότι αναμένει μια «δύσκολη συμφωνία» αλλά με «θετικές εκπλήξεις».

Ο υπουργός Οικονομικών τόνισε εν τω μεταξύ ότι δεν υπάρχει διάσταση μεταξύ όσων υποστηρίζει η κυβέρνηση για την εφαρμογή των αντίμετρων και των δηλώσεων του προέδρου του Eurogroup Γ. Ντέισελμπλουμ.

«Η συμφωνία προβλέπει ότι αν είμαστε εντός των στόχων, τότε περνούν και τα καλά και τα κακά μέτρα» ανέφερε. «Ας πούμε ότι αυτή η πρόβλεψη είναι 3,5%. Τότε θα ισχύσουν και τα καλά και τα κακά μέτρα. Επειδή είμαστε στον στόχο, θα πάρουμε 2% αναπτυξιακά μέτρα και 2% υφεσιακά μέτρα» είπε και καταλόγισε στον πρόεδρο της Ν.Δ., Κυριάκο Μητσοτάκη, ότι δεν αληθεύει ο ισχυρισμός του πως θα ληφθούν αντίμετρα μόνο σε περίπτωση υπέρβασης των στόχων.

Διάψευση μετάθεσης εργασιακών

Ανώτερος αξιωματούχος της Ευρωζώνης, στο πλαίσιο της παροχής διευκρινίσεων για την πορεία των διαπραγματεύσεων μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών, αναφερόμενος μεταξύ άλλων στο σκέλος των εργασιακών, άφησε σαφέστατα να εννοηθεί ότι οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σχετικά εύκολα και με βάση της βέλτιστες πρακτικές στην Ε.Ε. και διεθνώς, ωστόσο επισήμανε ότι δεν υπάρχει προς το παρόν κοινή θέση με το ΔΝΤ στο θέμα αυτό, που φαίνεται ότι κρατάει και τη σκληρή στάση. Ερωτηθείς σχετικά, διέψευσε δημοσιεύματα στον ελληνικό Τύπο τα οποία έφεραν τους θεσμούς να συζητούν το θέμα της μεταφοράς των εργασιακών στην επόμενη αξιολόγηση. «Δεν έχουν καμία βάση αυτές οι φήμες», είπε.

Από την πλευρά του, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, μιλώντας χθες στην επιτροπή οικονομικών υποθέσεων της Βουλής για τις επαφές με τους θεσμούς, επανέλαβε την προσήλωση της κυβέρνησης στο θέμα της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων προκειμένου να αναστραφεί η τάση της επιβολής βαρών στον κόσμο της εργασίας. «Ο κόσμος της εργασίας και ο πιο φτωχός κόσμος και τα μεσαία στρώματα επλήγησαν πολύ στην κρίση. Χωρίς συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν έχουν καμία εγγύηση ότι θα συμμετέχουν στην καμπή της ανάπτυξης και είναι σημαντικό να έχουν τις εγγυήσεις ότι η ανάπτυξη δεν θα είναι για τους λίγους» ανέφερε.