Skip to main content

Eurostar: Οι εταιρικοί πελάτες αποφεύγουν με τα τρένα το χάος των αεροδρομίων

Όσοι ταξιδεύουν για επαγγελματικά ταξίδια στρέφονται στα τρένα της Eurostar International, που συνδέουν τη Βρετανία με την ηπειρωτική Ευρώπη, καθώς αεροδρόμια και αεροπορικές εταιρείες ακυρώνουν χιλιάδες πτήσεις εν μέσω ελλείψεων προσωπικού.

Ενδεικτικό είναι ότι, σύμφωνα με τον σιδηροδρομικό φορέα της σήραγγας της Μάγχης, ο αριθμός των εταιρικών πελατών έχει ανέλθει στο 70% των επιπέδων πριν από τον κορωνοϊό, παρόλο που εξακολουθεί να προσφέρει μόνο το 75% του χρονοδιαγράμματος του 2019.

«Τα επαγγελματικά ταξίδια ξεκίνησαν και πάλι ταχύτερα από ό,τι περιμέναμε», δήλωσε τη Δευτέρα ο επικεφαλής εμπορικός διευθυντής Φρανσουά Λε Ντοζ. «Είμαστε σίγουροι ότι αυτή η τάση θα συνεχιστεί και μετά το καλοκαίρι».

Τα αεροδρόμια σε πολλές πόλεις που εξυπηρετούνται από τη Eurostar αντιμετωπίζουν δυσκολίες προσλάβουν με ελλείψεις και απεργίες εργαζομένων. Τα αεροδρόμια του Χίθροου και του Γκάτγουικ του Λονδίνου, μαζί με το Άμστερνταμ Σίπχολ, έχουν ακυρώσει προγραμματισμένα δρομολόγιά τους για το υπόλοιπο καλοκαίρι, ενώ το Παρίσι Σαρλ ντε Γκωλ, το πιο πολυσύχναστο γαλλικό αεροδρόμιο, αντιμετώπισε μια σειρά απεργιών.

Η Eurostar ελέγχει ήδη το 80% της αγοράς απευθείας ταξιδιών μεταξύ Λονδίνου και Παρισιού και Βρυξελλών, και στοχεύει σε μεγαλύτερο μερίδιο στη νέα της διαδρομή στο Άμστερνταμ που από τον Σεπτέμβριο ξεκινάει τέταρτο καθημερινό δρομολόγιο μετ’ επιστροφής, γεγονός που της δίνει χωρητικότητα ίση με 18 αεροπλάνων. 

Εκπρόσωπος της Eurostar είπε ότι ο σιδηροδρομικός φορέας θα μπορούσε εύκολα να επαναφέρει περισσότερα τρένα με βάση την τρέχουσα ζήτηση, αλλά θα συνεχίσει να ακολουθεί τα σχέδια για τη σταδιακή ανάπτυξη υπηρεσιών για να αποφευχθούν τα προβλήματα που πλήττουν τον κλάδο των αερομεταφορών.

Οι κινήσεις των επιχειρήσεων για τη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα οδηγούν επίσης τους πελάτες στη Eurostar, σύμφωνα με τη σιδηροδρομική εταιρεία, η οποία λέει ότι ο αριθμός των εταιρικών λογαριασμών που διαχειρίζεται άμεσα είναι τώρα 40% υψηλότερος από το 2019.

Με πληροφορίες από Bloomberg