Επιμένει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην ανάγκη διεύρυνσης της φορολογικής βάσης στην Ελλάδα και στην περαιτέρω μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, όπως φαίνεται στο τεχνικό σημείωμα που περιέχεται στο άρθρο του διευθυντή Πολ Τόμσεν. Το τεχνικό σημείωμα «απαντά» στον αντίλογο που είχε αναπτυχθεί από τον Ευρωπαίο Επίτροπο Πιερ Μοσκοβισί μετά τη δημοσίευση του άρθρου στις 12 Δεκεμβρίου και έχει τη μορφή ερώτησης – απάντησης.
Σημειώνεται ότι ο Ευρωπαίος Επίτροπος είχε υποστηρίξει μεταξύ άλλων ότι: α) τα στοιχεία των κρατών-μελών της ΕΕ δείχνουν πως οι μέσες δημόσιες συντάξεις το 2013 ήταν 1.233 ευρώ μηνιαίως στη Γερμανία, 45% υψηλότερα από τα 846 ευρώ μηνιαίως στην Ελλάδα. β) ο ισχυρισμός πως οι μισοί Έλληνες φορολογούμενοι εξαιρούνται από τον φόρο εισοδήματος αγνοεί το γεγονός πως ο γενικός φορολογικός συντελεστής στα εισοδήματα, περιλαμβανομένων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, είναι άνω του μέσου όρου της Ε.Ε. Και η φετινή μεταρρύθμιση της φορολογίας εισοδήματος έχει διευρύνει σημαντικά τη φορολογική βάση.
Ερώτηση 1: Δεδομένου ότι οι συντελεστές φορολόγησης εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, είναι πάνω από το μέσο όρο στην Ε.Ε., είναι δίκαιο να υποστηρίζει κανείς ότι οι μισοί Έλληνες φορολογούμενοι εξαιρούνται από το φόρο εισοδήματος;
Απάντηση: Τα στοιχεία από τις ελληνικές αρχές και τη Eurostat δείχνουν ότι περισσότεροι από τους μισούς μισθωτούς απαλλάσσονται από την καταβολή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων στην Ελλάδα, έναντι ενός μέσου όρου 8% στην Ευρωζώνη (εξαιρουμένης της Ελλάδας). Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα είναι σύμπτωμα ενός σοβαρού προβλήματος και είναι λάθος να παρουσιάζονται ως πλεονέκτημα. Έχουν βλαβερές επιπτώσεις για τις θέσεις εργασίας και την ανάπτυξη στην οικονομία, είναι ο λόγος που τασσόμαστε υπέρ μιας μείωσης των συντελεστών στους φόρους και στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, που θα χρηματοδοτηθεί από μια μείωση στο αφορολόγητο εισόδημα φυσικών προσώπων.
Προειδοποιεί ότι η συνέχιση αυτής της πορείας απλά δεν μπορεί να θεωρηθεί καλή για την ανάπτυξη.
Ερώτηση 2: Η φορολογική μεταρρύθμιση δεν διεύρυνε σημαντικά τη φορολογική βάση, φέρνοντας το επίπεδο της φορολογικής απαλλαγής στην Ελλάδα σε ευθυγράμμιση με αυτό των άλλων κρατών της Ευρωζώνης;
Απάντηση: Το επιχείρημα ότι το επίπεδο του αφορολόγητου στην Ελλάδα είναι κατάλληλο επειδή αφορά τον ίδιο αριθμό ευρώ όπως και σε άλλες χώρες στην Ευρωζώνη αποτελεί κατά την γνώμη μια εντελώς ακατάλληλη σύγκριση, γιατί αγνοεί το γεγονός ότι τα επίπεδα εισοδήματος στην Ελλάδα είναι σχετικά χαμηλά. Η σχέση του ορίου του αφορολόγητου εισοδήματος προς το μέσο μισθό μειώθηκε εξαιτίας της μεταρρύθμισης κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες, στο 49% από 54%, έναντι μέσου όρου 24% στην ευρωζώνη, εξαιρουμένης της Ελλάδας.
Ερώτηση 3: Σύμφωνα με στοιχεία από τα κράτη μέλη της Ε.Ε., η μέση δημόσια σύνταξη το 2013 ήταν 1.233 ευρώ το μήνα στη Γερμανία έναντι 846 ευρώ στην Ελλάδα. Και αν προσθέσει κανείς και τα επιδόματα, που ήταν αρκετές φορές υψηλότερα στη Γερμανία, η διαφορά είναι ακόμα μεγαλύτερη. Γιατί υποστηρίζετε ότι οι συντάξεις στην Ελλάδα είναι δυσανάλογα υψηλές;
Απάντηση: Για εργαζόμενους με παρόμοια χαρακτηριστικά – για παράδειγμα με εισφορές 45 ετών – οι συντάξεις είναι σχεδόν ίδιες σε ονομαστικούς όρους (1.287 ευρώ στη Γερμανία και 1.152 ευρώ στην Ελλάδα).
Αλλά κάτι ακόμα πιο σημαντικό, για να ληφθούν υπ’ όψιν τα σχετικά εισοδήματα όταν αξιολογούνται τα ασφαλιστικά συστήματα, οι ειδικοί εξετάζουν το λόγο της μέσης κύριας σύνταξης με το μέσο μισθό κατά τη συνταξιοδότηση (γνωστό και ως “ποσοστό αναπλήρωσης”). Η σχέση αυτή είναι 81% στην Ελλάδα, σχεδόν διπλάσια από το επίπεδο της Γερμανίας (43%), καταδεικνύοντας ένα πολύ γενναιόδωρο ασφαλιστικό σύστημα.
Όταν υποστηρίζει κανείς ότι οι υψηλές συντάξεις στην Ελλάδα δικαιολογούνται εν μέρει γιατί τα κοινωνικά επιδόματα είναι τόσο χαμηλά, αγνοεί την ουσία του προβλήματος: τα κοινωνικά επιδόματα είναι ανεπαρκή ακριβώς επειδή οι συντάξεις διατηρούνται σε τόσο υψηλά επίπεδα.
Ερώτηση 4: Δεν έχει αυξηθεί η φορολογική συμμόρφωση; Στους πρώτους εννιά μήνες του 2016, το ποσοστό συλλογής εσόδων από τους τέσσερις βασικούς φόρους αυξήθηκε στο 81% από 77% το 2015.
Απάντηση: Ο ισχυρισμός αυτός είναι λάθος, γιατί βασίζεται σε έναν στενό ορισμό και σε στοιχεία για μόνο ένα μέρος των φόρων. Με βάση ένα πιο διευρυμένο ορισμό το ποσοστό συλλογής βρίσκεται στο 37% για τους πρώτους εννιά μήνες του έτους (αμετάβλητο σε σχέση με το 2015). Το ποσό που αναφέρεται στο ερώτημα αφορά μόνο τους τέσσερις βασικούς φόρους και δεν λαμβάνει υπόψη πρόστιμα και ποινές, που είναι πολύ υψηλά στην περίπτωση της Ελλάδας.