Από την έντυπη έκδοση
Στον Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
H Eυρωζώνη δεν επιθυμεί να χορηγήσει νέα δάνεια στην Ελλάδα, η οποία δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Tην άποψη αυτή διατυπώνει στη «Ν» ο οικονομολόγος Χρήστος Ιωάννου, συγγραφέας του βιβλίου «Το επιπλέον ναυάγιο». Περιγράφοντας τη διαφαινόμενη νέα μορφή συνδυαστικής εποπτείας της ελληνικής οικονομίας, χωρίς χρήματα μετά τον Αύγουστο 2018, τονίζει ότι η Ελλάδα θα έρθει πλέον αντιμέτωπη με την ουσία του προβλήματος, δηλαδή την «κυριαρχία του πελατειακού αντιπαραγωγικού παρασιτισμού» και τη «συστηματική περιθωριοποίηση της ανταγωνιστικής παραγωγής». Στην περίπτωση υποτροπής; «Ό,τι συνέβη το 2010, το 2012, το 2015, και το οποίο δεν προσφέρεται παρά μόνον εάν ζητηθεί». Ο ίδιος παραθέτει στοιχεία που συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα παραμένει σε καθεστώς αποεπένδυσης, την ώρα που η μεταφορά πόρων στον τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών είναι «αργή, βασανιστική και παρεμποδιζόμενη».
Βρισκόμαστε στην τελική ευθεία του -τρίτου κατά σειρά- προγράμματος προσαρμογής που ολοκληρώνεται τον Αύγουστο 2018. Σε ποιον βαθμό θα λέγατε ότι αντιμετωπίσαμε τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας; Θέσαμε τις προϋποθέσεις για ένα άλλο μοντέλο, που θα διασφάλιζε, πριν απ’ όλα, την οικονομική αυτονομία μας;
Προς αποφυγήν της άτακτης χρεοκοπίας και για την παραμονή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, οι ελληνικές κυβερνήσεις, το 2010, το 2012, και το 2015 έπραξαν ό,τι προηγουμένως εξόρκιζαν. Αιτήθηκαν τρία δάνεια με μνημόνια. Η Ελλάδα άρχισε να διορθώνει τις πρωτόγνωρες διεθνώς μακροοικονομικές ανισορροπίες της – το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και το δημοσιονομικό έλλειμμα. Αναδιαρθρώθηκε και το δημόσιο χρέος της το 2012, το 2016, το 2017.
Έγιναν μόνο οι αναγκαίες, αναπόφευκτες, διορθώσεις, κι αυτές με αλλεπάλληλες καθυστερήσεις, με λάθος μίγμα. Κυριότερο, οι -αντί ελέγχου των δαπανών του δημοσίου- αλλεπάλληλες φορολογικές επιδρομές και η υπερφορολόγηση. Οι ικανές αλλαγές για τις προϋποθέσεις ενός νέου, παραγωγικού, μοντέλου δεν έγιναν. Οι θεμελιώδεις σχέσεις στην οικονομία δεν διασφαλίζουν την οικονομική αυτονομία μας.
Δείτε τη σχέση τομέα διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών και μη διεθνώς εμπορευσίμων στο ΑΕΠ. Τα εμπορεύσιμα είναι χαμηλά, στο 22%, και η μεταποίηση καθηλωμένη στο 8-9%. Τις σχετικές τιμές και αμοιβές μεταξύ των δύο τομέων. Μόνο στο εσωτερικό του ιδιωτικού τομέα υπάρχει διόρθωση υπέρ των εμπορευσίμων. Η μεταφορά πόρων στον τομέα διεθνώς εμπορευσίμων είναι αργή, βασανιστική και παρεμποδιζόμενη – η προσαρμογή επιχειρείται σε βάρος του. Τη σχέση κατανάλωσης – επενδύσεων στο ΑΕΠ. Ιδιωτική κατανάλωση 70% (έναντι 56% μέσο όρο στην ΕΕ) συν 20% δημόσια (εδώ, ευτυχώς, συγκλίναμε στον μέσο όρο της ΕΕ) σημαίνει καθεστώς αποεπένδυσης. Τη σχέση οικονομικά ενεργών, απασχολουμένων και συνταξιούχων στον πληθυσμό. Το ποσοστό απασχόλησης της Ελλάδας (53,9% έναντι 66,5% της Ευρωζώνης) στη σύγκριση του ΟΟΣΑ υπερβαίνει μόνο της Νότιας Αφρικής και της Τουρκίας. Η συνταξιοδοτική δαπάνη στο 17-18% του ΑΕΠ είναι η υψηλότερη στην ΕΕ (μέσος όρος 13%) και πιθανότατα στον κόσμο. Δείτε το ύψος και τον χαμηλό ρυθμό μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τη συνεχιζόμενη αύξηση του ιδιωτικού χρέους. Αυτές είναι όψεις του «επιπλέοντος ναυαγίου».
Εντοπίζετε ενδεχομένως κάποια ρίσκα στη λεγόμενη μεταμνημονιακή εποχή; Ορισμένοι, για παράδειγμα, εκφράζουν επιφυλάξεις για τη δυνατότητα της Ελλάδας να σταθεί μόνη στις αγορές και κατ’ επέκταση δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο υποτροπής στην ελληνική υπόθεση. Από την άλλη πλευρά, αυτό δεν είναι κάτι που θα προσμετρήσουν και οι θεσμοί στις επιλογές τους;
Ρίσκα αλλά και μία «ευκαιρία» υψηλού ρίσκου. Με το τέλος του 3ου μνημονίου θα έρθουμε αντιμέτωποι με την ουσία της ελληνικής κρίσης: την κυριαρχία του πελατειακού αντιπαραγωγικού παρασιτισμού, τη συστηματική περιθωριοποίηση της ανταγωνιστικής παραγωγής. Δεν θα μπορούμε πια να παίξουμε άλλο «διαπραγμάτευση». Κανείς δεν θέλει να συνεχίσει μαζί μας αυτό το παιχνίδι.
Τα κράτη-μέλη που βρίσκονται πίσω από τους θεσμούς έχουν μετρήσει τις επιλογές τους. Δεν επιθυμούν χορήγηση νέων δανείων στην Ελλάδα. Έχει ήδη προσφερθεί το μεγαλύτερο ύψος δανείων στην παγκόσμια ιστορία (μέχρι τώρα καθαρά 266,2 δισ. €, στο τέλος του προγράμματος ίσως φθάσουν τα 280 δισ. €). Και το μεγαλύτερο «κούρεμα» δημοσίου χρέους επίσης – το PSI το 2012, τα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα μέτρα αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, το 2016 και το 2017. Οι ίδιοι έχουν λάβει τα μέτρα τους. Για την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα προτείνουν το «αποθεματικό μετρητών» 18-19 δισ. €.
Οι ιδιωτικοί διεθνείς δανειστές ομοίως. Τα νέα ομόλογα, για συμπλήρωση του «αποθεματικού μετρητών» και ανανέωση ληγόντων, είναι σε αγγλικό δίκαιο. Η αγορά τα αποτιμά. Σε περίπτωση υποτροπής δεν θα συμβεί κάτι πρωτότυπο: όπως το 2010, το 2012, το 2015, θα ζητηθεί ό,τι τώρα εξορκίζεται και καταγγέλλεται από επίσημα και αρμόδια χείλη. Το οποίο δεν προσφέρεται παρά μόνον εάν ζητηθεί, τηρώντας τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Η υποτροπή ενέχει και το ρίσκο βύθισης του «επιπλέοντος ναυαγίου».
Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το επικρατέστερο σενάριο για την επόμενη μέρα του προγράμματος; Ποια μορφή θα λάβει πιθανότατα η συνέχιση της εποπτείας των θεσμών στην ελληνική οικονομία;
Τα ισχύοντα θα συντεθούν σε κάποια νέα μορφή μηχανισμού εποπτείας. Του αναθεωρημένου «Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης» και του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου», στα οποία η Ελλάδα δεν είχε ενταχθεί λόγω των Μνημονίων όπου είχε προσφύγει. Του ESM έως ότου εξοφληθεί το 75% των συνολικών δανείων από EFSF, ESM και κράτη-μέλη (του EFSF αρχίζουν να εξοφλούνται το 2023 έως το 2056, του ESM από το 2034). Του ΔΝΤ, καθώς εκκρεμεί νέα αίτησή μας για πρόγραμμά του. Του ΔΝΤ, επίσης, καθώς το αίτημα (και δικό του) για μακροπρόθεσμα μέτρα αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους το φέρνει επόπτη για λογαριασμό των διακρατικών δανειστών μας (των 52,9 δισ. € του 1ου Μνημονίου) που «ανταλλάσουν» την αναδιάρθρωση με μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις, τις οποίες επιθυμούν, κατά πλειοψηφία, να εποπτεύει το ΔΝΤ. Η αυξανόμενη εποπτεία του SSM στις τράπεζες. Η εποπτεία των αγορών, που ως γνωστόν επιβάλλουν μέτρα άμεσης προσαρμογής. Όμως ουδεμία εποπτεία αρκεί για την παραγωγική ανάπτυξη, εάν αυτή δεν κινείται ενδογενώς.
Τι υποδηλώνει λοιπόν ο τίτλος «Το Επιπλέον Ναυάγιο» και τι εισηγείται στον δημόσιο διάλογο;
Βρισκόμαστε στο 11ο έτος της κρίσης, και η μόνη δυνατότητα συλλογικής εθνικής σωτηρίας, όσο δύσκολη και περίπλοκη και αν φαίνεται, είναι, αλλάζοντας τη συμπεριφορά μας, να επισκευάσουμε το ναυάγιο εν πλω, τις θεμελιώδεις σχέσεις που προανέφερα, πράγμα που απαιτεί ενέργεια, αποφασιστικότητα, επαφή με την πραγματικότητα, αλλά και πλήρη συναίσθηση της δυσκολίας του εγχειρήματος.
Ο Δημήτρης Ιωάννου στο «Ανατέμνοντας την Κρίση», το 2015, ανέλυσε τα θεμελιώδη της πορείας προς τη χρεοκοπία και του πρώτου σταδίου της έως το 2013. Στο «Επιπλέον Ναυάγιο» συνδέοντας την ανάλυσή μας και με την προηγούμενη περίοδο, εξηγούμε -δυστυχώς σε πραγματικό χρόνο- αυτά που ακολούθησαν, κυρίως μετά το 2014. Τα θεμελιώδη που το 2014-2017 καθήλωσαν την ελληνική οικονομία σε μια ύφεση μέσα στην κατάρρευση. Για το χρέος, προβάλλοντας δημοκοπικά το δημόσιο, ενώ πρωτεύον ζήτημα, το 2015, ήταν το ιδιωτικό. Για τη δημοσιονομική προσαρμογή που, για να πετύχει τα αναγκαία πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του 3ου Μνημονίου, αντί να στραφεί στη μείωση δαπανών στράφηκε στην υπερφορολόγηση. Με πράγματι υφεσιακά αποτελέσματα, καθήλωση της εγχώριας παραγωγής και του ΑΕΠ, παρεμποδίζοντας τη μεταφορά πόρων στον τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων. Για τη «ζήτηση» των 18,7 δισ. € το 2016, των 21,4 δισ. € το 2017, του εμπορικού ελλείμματος που δεν καλύπτεται από την εγχώρια παραγωγή και προσφορά. Για το ασφαλιστικό, αντίθετα στη διαγενεακή αλληλεγγύη. Εξυπηρετώντας την επιβίωση του πελατειακού κράτους που από το 2010 αλλάζει κάθε 2-3 χρόνια πολιτικές εκπροσωπήσεις, κόμματα και χρώματα.
Έκανε «η κότα το αυγό» ή «το αυγό την κότα»; Την ευθύνη για το ελληνικό πρόβλημα φέρουν σε γενικές γραμμές οι εκάστοτε κυβερνήσεις ή οι πολίτες που τις εκλέγουν;
Την τελική ευθύνη την έχουμε οι πολίτες, αλλά τα πράγματα είναι λίγο πιο σύνθετα. Κυβερνήσεις είχαμε και έχουμε, όχι διακυβέρνηση. Πολίτες τύποις είμαστε όλοι, αλλά κατ΄ ουσίαν, με συνείδηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ένα μέρος. Οι πελάτες και οι κρατιστές υπερτερούν των πολιτών. Ευθύνη έχουν και οι κατ’ ευφημισμόν ελίτ και ηγεσίες που έμειναν μέρος της χρεοκοπίας.
Υπάρχει μια άποψη την οποία συχνά υιοθετούν απλός κόσμος και αναλυτές ανεξαρτήτως σχολής σκέψης. «Δεν πάει άλλο. Ό,τι κάναμε, κάναμε. Ό,τι έγινε, έγινε. Να τελειώσουν τα μνημόνια, να επιστρέψουμε σε μια κανονικότητα. Σε τελική ανάλυση, αυτή είναι η Ελλάδα». Ποια είναι η γνώμη σας;
Αυτή η «κανονικότητα» δεν υπήρξε. Δεν υπάρχει και ως δυνατότητα «επιστροφής». Οι «κανονικότητες» του 1949-2009 και οι πιο «κανονικές» του 1974-2009 έφεραν την Ελλάδα στην κατάσταση χρεοκοπίας και παρακμής. Η ελληνική κοινωνία και οικονομία παραμένει μια «μοναδική και εξαιρετική περίπτωση» στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην Ευρωζώνη, στην παγκόσμια οικονομία. Η παραγωγική Ελλάδα, η οποία κρατάει την οικονομία στα πόδια της, είναι ισχνή και μειοψηφική. Στη δημόσια σφαίρα κυριαρχεί η παρασιτική και παρακμιακή. Το «Επιπλέον Ναυάγιο», εκτός από ένα “Ερμηνευτικό εγκόλπιο για την κρίση”, φιλοδοξεί να είναι μία, έστω και ελάχιστη, συμβολή στην εθνική συλλογική μας αφύπνιση και ενηλικίωση.