Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Περιθώρια δημοσιονομικών αστοχιών δεν υπάρχουν καθώς το «μαξιλάρι ασφαλείας» του προϋπολογισμού είναι μόλις 164 εκατ. ευρώ -ποσό που κινείται στα όρια του στατιστικού σφάλματος σε έναν προϋπολογισμό των 90 δισ. ευρώ-, ενώ ο μεγάλος αστάθμητος παράγοντας λέγεται «αναδρομικές διεκδικήσεις συνταξιούχων».
Επίσης, μετά τη διόρθωση των «οροφών» στις δαπάνες του προϋπολογισμού, έχει φύγει από τη μέση και αυτό το «μαξιλάρι ασφαλείας» το οποίο δημιούργησε το μεγαλύτερο κομμάτι από τα υπερπλεονάσματα της τελευταίας 3ετίας.
Το οικονομικό επιτελείο προσδοκά σε μια σειρά από θετικές εξελίξεις μέσα στο 2020 προκειμένου όχι μόνο να εκτελέσει τον προϋπολογισμό εντός στόχων, αλλά -ιδανικά- να μπορέσει να επισπεύσει και κάποιες από τις μειώσεις φόρων, που σε διαφορετική περίπτωση θα υλοποιούνταν από το 2021 και μετά. Τι θα μπορούσε να αλλάξει την εικόνα προς το καλύτερο;
* Μια ευνοϊκή απόφαση για την αλλαγή χρήσης των κερδών από τα ANFAs και τα SMPs ώστε πόροι της τάξεως του 1,2 δισ. ευρώ να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων. Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να μεταφραστεί είτε σε δημιουργία πρόσθετου δημοσιονομικού χώρου είτε σε ισχυρότερο ρυθμό ανάπτυξης.
* Η αύξηση της δηλωθείσας φορολογητέας ύλης κάτι που μπορεί να προκύψει και εξαιτίας της μείωσης των φορολογικών συντελεστών, ειδικά για τις επιχειρήσεις. Η διεύρυνση της φορολογικής βάσης είναι το ζητούμενο τόσο στους φόρους ακινήτων (καθώς μπορεί να επιφέρει μη προϋπολογισμένη μείωση των συντελεστών του ΕΝΦΙΑ) όσο και στα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα ή άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος.
* Η ταχύτερη του αναμενομένου μείωση της ανεργίας. Το 2020 δημιουργούνται προϋποθέσεις και για περισσότερες θέσεις μισθωτής απασχόλησης (σ.σ.: καθώς οι επιχειρήσεις θα καρπωθούν τη μερίδα του λέοντος από τα μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης της επόμενης χρονιάς και με μείωση του συντελεστή φορολόγησης αλλά και με μείωση των εργοδοτικών εισφορών) αλλά και για σύσταση νέας επαγγελματικής δραστηριότητας, δεδομένου ότι θα μειωθούν και οι φόροι αλλά και οι ασφαλιστικές εισφορές των αυτοαπασχολούμενων.
Στο οικονομικό επιτελείο αναγνωρίζουν ότι ο προϋπολογισμός του 2020 θα είναι δυσκολότερος από τον αντίστοιχο του 2019 και σίγουρα θα είναι δυσκολότερος από αυτόν του 2021 (ειδικά αν μέσα στο 2020 συμφωνηθεί να μειωθούν οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων του 2021). Και αυτό για μια σειρά από λόγους:
Ο ρυθμός ανάπτυξης
Για το 2020 αναζητείται παραγωγή ΑΕΠ ύψους τουλάχιστον 7,3 δισ. ευρώ καθώς ο στόχος είναι να ανακτηθεί επίπεδο οικονομίας της τάξεως των 197,3 δισ. ευρώ. Ο ρυθμός ανάπτυξης εκτιμάται από την κυβέρνηση στο 2,8%, πρόβλεψη με την οποία -προς το παρόν- δεν συμφωνεί κανένας εγχώριος ή ξένος οργανισμός. Και η Τράπεζα της Ελλάδος, και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάζουν τον πήχη περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερα στην περιοχή του 2,3%-2,5%. Βέβαια, από την προηγούμενη εβδομάδα, η κυβέρνηση έχει ένα επιπλέον χαρτί στα χέρια της. Ανεξάρτητα αν στο εσωτερικό της χώρας η αναθεώρηση προς τα πάνω της πορείας της οικονομίας για το α’ και το β’ τρίμηνο της φετινής χρονιάς έγινε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης (σ.σ.: Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ ξιφουλκούν για το ποια κυβέρνηση έφερε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη), το γεγονός είναι ότι υπάρχουν πλέον πολλές πιθανότητες η χρονιά να κλείσει με ρυθμό ανάπτυξης άνω του 2%, που είναι και ο επίσημος στόχος. Το μόνο που χρειάζεται είναι στο τέταρτο τρίμηνο να καταγραφεί ρυθμός ανάπτυξης 1,5% και το 2019 θα κλείσει με ΑΕΠ άνω των 190 δισ. ευρώ και ρυθμό ανάπτυξης άνω του 2%. Έτσι, πλέον, είναι πολύ πιθανό το 2020 να ξεκινήσει από μια «υψηλότερη βάση» κάτι που θα φέρει λίγο πιο κοντά και τον πολυπόθητο στόχο για ρυθμό ανάπτυξης 2,8%.
Τα δημοσιονομικά περιθώρια
Ο προϋπολογισμός του 2020 είναι ο πρώτος των τελευταίων ετών κατά τη σύνταξη του οποίου υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια: τα όποια θετικά μέτρα ενεργοποιούνται από την αρχή της χρονιάς εξαντλώντας προκαταβολικά τον όποιο διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο. Η κυβέρνηση θέλησε να εξαντλήσει προκαταβολικά τα όποια περιθώρια χρηματοδότησης φορολογικών ή άλλων ελαφρύνσεων και έτσι συνέταξε το σχέδιο ώστε το πρωτογενές πλεόνασμα να φτάνει στο 3,58%, δηλαδή μόλις 0,08% ή 164 εκατ. ευρώ πάνω από τον επίσημο στόχο του 3,5% ή των 6,906 δισ. ευρώ. Το λεγόμενο «υπερπλεόνασμα» μηδενίστηκε καθώς στον προϋπολογισμό ενσωματώθηκαν εξαρχής και οι φορολογικές ελαφρύνσεις ύψους περίπου 1 δισ. ευρώ (σ.σ.: μείωση συντελεστή φορολόγησης επιχειρήσεων, νέα φορολογική κλίμακα, μείωση συντελεστή φορολόγησης μερισμάτων) και οι μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών για τους μισθωτούς πλήρους απασχόλησης (σ.σ.: μείωση 0,9% για εργοδοτικές εισφορές και εισφορές εργαζομένων που θα ενεργοποιηθούν από τον Ιούλιο), αλλά και το κονδύλι για το επίδομα γέννας ύψους 2.000 ευρώ για όσους αποκτήσουν παιδί μετά την 1η/1/2020.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο δεν υπάρχουν πολλά δημοσιονομικά περιθώρια μέσα στο 2020 έχει να κάνει με τον εκ νέου προσδιορισμό των οροφών για τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού. Μέχρι και το 2019 ο πήχης των δαπανών έμπαινε πολύ υψηλότερα από ό,τι πραγματικά χρειαζόταν. Αυτό οδηγούσε στο φαινόμενο τελικώς να κλείνουν οι χρονιές με υποεκτέλεση στο σκέλος των δαπανών και τελικώς να γεννιέται το λεγόμενο υπερπλεόνασμα το οποίο και χρηματοδοτούσε έκτακτα μερίσματα και παροχές της τελευταίας στιγμής. ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία έχουν συμφωνήσει ότι αυτή η πολιτική ήταν λανθασμένη καθώς δεν επέτρεπε τον σχεδιασμό μόνιμων πολιτικών με ευεργετικότερα αποτελέσματα για την οικονομία. Από την άλλη, η υπερεκτίμηση των δαπανών στα χαρτιά λειτουργούσε και ως ένα «μαξιλάρι ασφαλείας» για τον προϋπολογισμό, το οποίο μπορούσε να καλύψει τις όποιες αστοχίες προκαλούνταν στο σκέλος των εσόδων. Πλέον αυτό το «μαξιλάρι» δεν υπάρχει και τα μόνα περιθώρια «ελιγμών» για το οικονομικό επιτελείο αφορούν τις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, η υποεκτέλεση του οποίου όμως χτυπάει κατευθείαν στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ.
Η πάταξη της φοροδιαφυγής
Η κυβέρνηση έχει ποντάρει πολλά στο μέτρο των ηλεκτρονικών πληρωμών καθώς από το υποχρεωτικό «e-30%» (πληρωμές με πιστωτική ή χρεωστική κάρτα έως το ύψος του 30% του δηλωθέντος εισοδήματος) προσβλέπει σε πρόσθετα έσοδα της τάξεως των 550 εκατ. ευρώ. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος θα πρέπει οι ηλεκτρονικές πληρωμές να αυξηθούν κατά περίπου 6-7 δισ. ευρώ μέσα στο 2020, φτάνοντας τουλάχιστον στα 42-43 δισ. ευρώ έως το τέλος της χρονιάς. Ακόμη και αν επιτευχθεί η αύξηση των ηλεκτρονικών πληρωμών στο επίπεδο που έχει προϋπολογίσει το υπουργείο Οικονομικών, δεν είναι βέβαιο ότι θα επιτευχθεί ο δημοσιονομικός στόχος. Πρέπει αυτά τα πρόσθετα 6-7 δισ. ευρώ να αποτελέσουν πληρωμές σε επαγγελματικές ομάδες που έως σήμερα αποφεύγουν την έκδοση αποδείξεων. Δηλαδή, αν απλώς αυξηθούν οι ηλεκτρονικές πληρωμές προς τα supermarket, τα βενζινάδικα και τα εμπορικά κέντρα -σημεία πώλησης στα οποία ούτως ή άλλως εκδίδονται αποδείξεις- ναι μεν οι πολίτες θα εγγράφουν περισσότερες ηλεκτρονικές πληρωμές, αλλά το Δημόσιο δεν θα εισπράττει περισσότερο ΦΠΑ. Ο φόρος προστιθέμενης αξίας είναι το μοναδικό πεδίο από το οποίο μπορούν να αντληθούν έσοδα μέσα στο 2020.
Ασφαλώς η έκδοση περισσότερων αποδείξεων μπορεί να οδηγήσει και στην αύξηση των δηλωθέντων εσόδων από την πλευρά των επιχειρήσεων και των αυτοαπασχολουμένων. Ωστόσο, ακόμη και να συμβεί αυτό, τα πρόσθετα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών ή νομικών προσώπων θα εγγραφούν στον προϋπολογισμό του 2021 και όχι στον προϋπολογισμό του 2020. Το μέτρο των υποχρεωτικών ηλεκτρονικών πληρωμών είναι πολύ πιθανό ότι θα κριθεί στα φορολογικά δικαστήρια, καθώς έχει ήδη τεθεί θέμα αντισυνταγματικότητας στο να επιβάλλεται φόρος 22% σε έναν πολίτη επειδή δεν… καταναλώνει το 30% του εισοδήματός του. Σε κάθε περίπτωση, επειδή η έκδοση δικαστικών αποφάσεων απαιτεί χρόνο οι πολίτες εκτιμάται ότι θα ξεκινήσουν να προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα με την αλλαγή της χρονιάς. Επίσης, το υπουργείο Οικονομικών θα επιχειρήσει να εφαρμόσει και την πολιτική του… καρότου και όχι μόνο του μαστίγιου (δηλαδή της επιβολής προστίμου 22%). Στις αρχές του 2020 θα ανακοινωθούν οι αλλαγές στο πλαίσιο της φορολοταρίας η οποία θα επιδιωχθεί να γίνει πολύ πιο ελκυστική με την κλήρωση αυτοκινήτων ή ακόμη και ακινήτων. Έχει προταθεί μέχρι και το ενδεχόμενο να μπαίνουν στη φορολοταρία αυτοκίνητα ή ακόμη και ακίνητα που έχουν περιέλθει στην ιδιοκτησία του Δημοσίου από κατασχέσεις και πλειστηριασμούς.
Μέσα στο 2020 θα ενεργοποιηθούν και άλλα μέτρα που αποσκοπούν στον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Για κάποια εξ αυτών έχει προβλεφθεί ότι μπορεί να αποφέρουν πρόσθετα έσοδα. Για παράδειγμα, η υποχρέωση των πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης να τροφοδοτούν τις φορολογικές αρχές με στοιχεία για τις συναλλαγές (και τα έσοδα) των πελατών τους, έχει προϋπολογιστεί ότι μπορεί να αποφέρει πρόσθετα φορολογικά έσοδα της τάξεως των 60 εκατ. ευρώ. Ο συγκεκριμένος στόχος είναι πολύ πιθανό ότι θα επιτευχθεί καθώς τα έσοδα από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις εμφανίζουν συνεχώς ανοδικές τάσεις. Από την άλλη, μέτρα όπως η ηλεκτρονική τήρηση των βιβλίων -οι νομοθετικές διατάξεις ψηφίστηκαν και πλέον μπαίνουμε σε φάση υλοποίησης του μέτρου- είναι πολύ πιθανό ότι θα οδηγήσει σε αύξηση των δηλωθέντων εσόδων, ειδικά από τη στιγμή που θα ενεργοποιηθεί και η ηλεκτρονική έκδοση των τιμολογίων.
Οι συνταξιοδοτικές δαπάνες
Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες αβεβαιότητας για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2020 είναι η εξέλιξη των συνταξιοδοτικών δαπανών. Είναι πολλές οι εκκρεμότητες που θα πρέπει να κλείσουν μέσα στην επόμενη χρονιά. Πρώτον, θα πρέπει να καταβληθούν οι αναδρομικές διεκδικήσεις των συνταξιούχων για τις αντισυνταγματικές περικοπές στις επικουρικές συντάξεις οι οποίες έφτασαν σε ποσοστό ακόμη και στο 50%. Αυτές οι διεκδικήσεις θα κοστίσουν δημοσιονομικά τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ (σ.σ.: αφορούν όσους έχουν άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης άνω των 1.300 ευρώ) και στον προϋπολογισμό δεν έχει εγγραφεί κανένα σχετικό κονδύλι. Επίσης, μέσα στο 2020 αναμένεται να κριθεί οριστικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας το θέμα και των υπόλοιπων περικοπών που κρίθηκαν αντισυνταγματικές.
Μεταξύ αυτών, η κατάργηση της 13ης και της 14ης σύνταξης, αλλά και οι περικοπές που έγιναν στις συντάξεις πριν από την εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου. Το μεγάλο ερώτημα που ουσιαστικά θα πρέπει να απαντηθεί είναι αν οι συνταξιούχοι θα πρέπει να εισπράξουν αναδρομικά τις διεκδικήσεις τους μόνο για το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του 2015 μέχρι και τον Μάιο του 2016 (σ.σ.: είναι το διάστημα που μεσολαβεί από την έκδοση της πρώτης σχετικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας μέχρι και την πρώτη εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου) ή αν οι διεκδικήσεις θα επεκταθούν για όλη την περίοδο μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2018 (σ.σ.: καθώς από 1/1/2019 έγινε ο επανυπολογισμός των συντάξεων). Στην πρώτη περίπτωση, τα αναδρομικά θα είναι της τάξεως των 2,5 δισ. ευρώ και στη δεύτερη περίπτωση το ποσό θα εκτοξευτεί σε πάνω από 8-9 δισ. ευρώ με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εκτέλεση των προϋπολογισμών όλων των επόμενων ετών.
Για την κάλυψη των πρόσθετων δαπανών που θα προκύψουν μέσα στο 2020 προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες του υπουργείου Εργασίας, ο προϋπολογισμός έχει ενσωματώσει ένα κονδύλι της τάξεως των 900 εκατ. ευρώ. Υποτίθεται ότι είναι το ίδιο ποσό που χρησιμοποιήθηκε και το 2019 για τη λεγόμενη 13η σύνταξη. Η κυβέρνηση διατήρησε αυτή τη δαπάνη και για το 2020, ωστόσο δεν έχει ανακοινώσει με ποιο τρόπο θα μοιραστεί αυτό το ποσό. Έτσι, είναι πολύ πιθανό το κονδύλι να αξιοποιηθεί για την επίτευξη μιας σειράς στόχων:
1. Να δοθούν τα αναδρομικά που θα προκύψουν από την κατάργηση των παράνομων περικοπών στις επικουρικές συντάξεις, αλλά και να χρηματοδοτηθούν οι αυξήσεις που θα πρέπει να γίνουν από εδώ και στο εξής.
2. Να χρηματοδοτηθεί μια μόνιμη οικονομική ενίσχυση τύπου ΕΚΑΣ ώστε να ενισχυθούν οι χαμηλοσυνταξιούχοι και ταυτόχρονα η σημερινή κυβέρνηση να εμφανιστεί ότι επαναφέρει ένα επίδομα το οποίο κατήργησε η προηγούμενη κυβέρνηση.
3. Να καλυφθεί ένα πρώτο κομμάτι από τα αναδρομικά που θα πρέπει να εισπράξουν οι συνταξιούχοι για τις όποιες περικοπές κριθούν οριστικά ως αντισυνταγματικές. Το να καλυφθούν όλες οι διεκδικήσεις μέσα στο 2019 είναι αδύνατον καθώς η κυβέρνηση, ό,τι και αν αποφασίσει το ΣτΕ, θα «σπάσει» τα ποσά που θα πρέπει να καταβάλει σε πολλές ετήσιες δόσεις.
Στη Ν. Υόρκη ο ΥΠΟΙΚ
Στο ετήσιο Επενδυτικό Συνέδριο της Capital Link στη Νέο Υόρκη, με τίτλο «21st Annual Capital Link Invest in Greece Forum», θα συμμετάσχει σήμερα ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας.
Στο πλαίσιο του συνεδρίου, εκτός της εναρκτήριας ομιλίας, θα συναντηθεί με εκπροσώπους μεγάλων επενδυτικών φορέων και οργανισμών (ενδεικτικά PIMCO, Goldman Sachs, Citibank, BlackRock, BlueCrest, Morgan Stanley, Helm, Nomura, Third Point κ.α). Επίσης, θα συναντηθεί με τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής κ.κ. Ελπιδοφόρο, ενώ αύριο ο κ. Σταϊκούρας θα παρευρεθεί στην «Ημέρα της Ελλάδας» στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (Greek Day at NYSE).
Καταβολή κοινωνικού μερίσματος ακόμα και πριν από τα Χριστούγεννα
Μέχρι το τέλος του μήνα θα έχει πιστωθεί στους λογαριασμούς όλων των δικαιούχων νοικοκυριών το ποσό των 700 ευρώ του κοινωνικού μερίσματος, ενώ γίνεται προσπάθεια η καταβολή του να ξεκινήσει ακόμη και πριν από τα Χριστούγεννα.
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό του υπουργείου Οικονομικών, η πλατφόρμα της ΗΔΙΚΑ για την υποβολή των αιτήσεων αναμένεται να ανοίξει στις 17 Δεκεμβρίου με στόχο να κλείσει στις 26 του μήνα προκειμένου να πιστωθούν στη συνέχεια οι λογαριασμοί των δικαιούχων με το μέρισμα πριν την 31η Δεκεμβρίου. Στο υπουργείο Οικονομικών δεν αποκλείουν η καταβολή του μερίσματος να ξεκινήσει ακόμη και πριν τα Χριστούγεννα για ορισμένες κατηγορίες δικαιούχων όπως οι μακροχρόνια άνεργοι.
Η ηλεκτρονική πλατφόρμα της ΗΔΙΚΑ είναι η ίδια με αυτήν μέσω της οποίας υποβλήθηκαν οι αιτήσεις και για το περσινό κοινωνικό μέρισμα. Από το υπουργείο Οικονομικών διευκρινίζουν ότι ο ΟΑΕΔ διαθέτει τα στοιχεία για τους μακροχρόνια ανέργους, τα οποία σε συνδυασμό με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ για τον ΑΦΜ και τα εισοδήματα, δείχνουν ποιοι είναι οι δικαιούχοι του μερίσματος των 700 ευρώ. Το ίδιο ισχύει και για τα στοιχεία για τις πολύτεκνες οικογένειες και τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Αυτό το οποίο πρέπει να δηλωθεί από τους δικαιούχους μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας είναι κυρίως το IBAN του τραπεζικού λογαριασμού τους προκειμένου να γίνει η καταβολή του ποσού.
Οι τέσσερις κατηγορίες νοικοκυριών με 953.000 μέλη που θα λάβουν την έκτακτη οικονομική ενίσχυση των 700 ευρώ είναι οι εξής:
1 Οικογένειες με 4 ή περισσότερα παιδιά και φορολογητέο οικογενειακό εισόδημα, με βάση τις δηλώσεις έτους 2019, έως 20.000 ευρώ. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν 19.140 νοικοκυριά.
2 Οικογένειες που τουλάχιστον ο ένας γονέας είναι μακροχρόνια άνεργος, δηλαδή άνω των 12 μηνών, με τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο τέκνο, και με φορολογητέο οικογενειακό εισόδημα έως 15.000 ευρώ. Λαμβάνονται υπόψη και μονογονεϊκές οικογένειες, ενώ ο αριθμός των νοικοκυριών ανέρχεται σε 163.778.
3 Οικογένειες που και οι δύο γονείς είναι βραχυχρόνια άνεργοι, κάτω δηλαδή των 12 μηνών, με τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο τέκνο, και φορολογητέο οικογενειακό εισόδημα έως 15.000 ευρώ. Και στην περίπτωση αυτή λαμβάνονται υπόψη μονογονεϊκές οικογένειες με τον αριθμό των νοικοκυριών που θα ωφεληθούν να υπολογίζονται σε 40.927.
4 Οικογένειες με εξαρτώμενα τέκνα ΑΜΕΑ, δικαιούχοι του σχετικού επιδόματος, έως 24 ετών. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν 25.632 νοικοκυριά.
Για να λάβουν τα νοικοκυριά την έκτακτη ενίσχυση θα πρέπει επιπλέον να πληρούν τα εξής κριτήρια:
* Τουλάχιστον ένας από τους δύο γονείς του νοικοκυριού θα πρέπει να διαμένει, νόμιμα και μόνιμα, στην ελληνική επικράτεια τα τελευταία 10 έτη, όπως προκύπτει από την υποβολή φορολογίας εισοδήματος κατά την τελευταία δεκαετία.
* Και οι δύο γονείς του νοικοκυριού θα πρέπει να είναι φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας.
* Το άθροισμα των καταθέσεων όλων των μελών του νοικοκυριού, σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας ή του εξωτερικού, καθώς και η τρέχουσα αξία μετοχών και ομολογιών, να μην υπερβαίνει τις 20.000 ευρώ.