Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Αρκεί ένας ισχνός ρυθμός ανάπτυξης της τάξεως του 1,5% κατά τη διάρκεια του 4ου τριμήνου της φετινής χρονιάς ώστε να κλείσει το 2019 με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 2%, όπως ακριβώς προβλέπεται στον κρατικό προϋπολογισμό. Μετά την αναθεώρηση προς τα πάνω των εκτιμήσεων για την πορεία της οικονομίας στο α’ εξάμηνο, αλλά και την καταγραφή ρυθμού ανάπτυξης 2,3% στο τρίτο τρίμηνο, η ελληνική οικονομία «τρέχει» στο διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου με ρυθμό ανάπτυξης 2,16%. Το ΑΕΠ της χώρας έχει υπερβεί το αντίστοιχο περσινό κατά 3,085 δισ. ευρώ, καθώς διαμορφώθηκε στα 145,7 δισ. ευρώ στο 9μηνο από 142,6 δισ. ευρώ πέρυσι.
Έτσι, για να επιτευχθεί ο ετήσιος στόχος (δηλαδή να φτάσει το ΑΕΠ στα 194,3 δισ. ευρώ) αρκεί το μέγεθος της οικονομίας κατά το 4ο τρίμηνο να διαμορφωθεί στα 48,6 δισ. ευρώ από 47,9 δισ. ευρώ που ήταν στο διάστημα Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2019. Ο στόχος θεωρείται απολύτως εφικτός -καθώς πρακτικά αναζητείται πρόσθετη ανάπτυξη 725 εκατ. ευρώ στο τέταρτο τρίμηνο- και πλέον είναι πιθανό ο ρυθμός ανάπτυξης σε ετήσια βάση να ξεπεράσει το 2% που είναι και ο επίσημος στόχος για φέτος.
Διπλή θετική έκπληξη επεφύλασσαν τελικώς οι ανακοινώσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για την πορεία της ελληνικής οικονομίας μέσα στο 2019. Κατά το τρίτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς -και το πρώτο μετεκλογικό- καταγράφηκε ισχυρός ρυθμός ανάπτυξης 2,3% εν μέσω θερινής περιόδου, ενώ η πορεία της οικονομίας ήταν σαφώς καλύτερη συγκριτικά με το τι είχε εκτιμηθεί τον Σεπτέμβριο. Έτσι, ειδικά κατά το β’ τρίμηνο, η πορεία της οικονομίας επανεκτιμήθηκε στο +2,8%, όταν τον περασμένο Σεπτέμβριο είχε υπολογιστεί σε +1,9%. Τη μεγάλη διαφορά έκανε ο εκ νέου υπολογισμός της κατανάλωσης και ειδικά της ιδιωτικής η οποία «διορθώθηκε» κατά περίπου 0,4%. Να σημειωθεί ότι το β’ τρίμηνο είναι η περίοδος καταβολής της λεγόμενης 13ης σύνταξης που ισοδυναμεί με ενίσχυση της ρευστότητας των νοικοκυριών κατά περίπου 800 εκατ. ευρώ (ή κατά περίπου 0,4% του ΑΕΠ).
Επιμέρους μεταβολές
Το +2,3% κατά το 3ο τρίμηνο της φετινής χρονιάς προήλθε από τις ακόλουθες επιμέρους μεταβολές:
1. Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη παρουσίασε αύξηση 0,5% σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2018. Η κατανάλωση των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 0,2% και η κατανάλωση της γενικής κυβέρνησης υποχώρησε κατά 0,5%. Η πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης -αν και καλύτερη συγκριτικά με το β’ τρίμηνο- είναι ένα μέγεθος που προβληματίζει καθώς προς το παρόν τουλάχιστον δεν διαφαίνεται σημαντική τόνωση. Να σημειωθεί δε ότι στο γ’ τρίμηνο υπήρξε και η ευχάριστη είδηση της μείωσης του ΕΝΦΙΑ κατά περίπου 570 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το 2018.
2. Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου υποχώρησε κατά 5%, ενώ ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (που αποτυπώνει την πορεία των επενδύσεων) έκλεισε με αύξηση 2% σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2018.
3. Πολύ θετική ήταν στο τρίτο τρίμηνο η πορεία των εξαγωγών καθώς αυξήθηκαν με ρυθμό 9,5%. Οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 6,2% και οι εξαγωγές υπηρεσιών κατά 14,5%, προφανώς λόγω της θετικής πορείας του τουρισμού. Στο ίδιο τρίμηνο οι εισαγωγές υποχώρησαν κατά 2,9%. Αρνητικό πρόσημο στις εισαγωγές έχει να καταγραφεί από το πρώτο τρίμηνο του 2018. Οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 4,9% και οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 8,6%.
Συγκρίνοντας το 3ο τρίμηνο του 2019 με το β’ τρίμηνο της φετινής χρονιάς, η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε τις ακόλουθες μεταβολές:
1. Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 0,4% συγκριτικά με το β’ τρίμηνο.
2. Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 5% σε σχέση με το β’ τρίμηνο του 2019.
3. Αύξηση κατά 4,5% παρουσίασαν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 1%, ενώ οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 8,1%.
Οι «διορθώσεις» που έκανε η Ελληνική Στατιστική Αρχή στις οικονομικές επιδόσεις της χώρας κατά το β’ τρίμηνο είναι πολύ μεγάλες. Ο ρυθμός ανάπτυξης του β’ τριμήνου είχε εκτιμηθεί αρχικά στο +1,9% και τώρα ο πήχης ανέβηκε στο +2,8%. Πρόκειται για πολύ μεγάλη διαφορά, της τάξεως του +0,9%, η οποία προήλθε κατά κύριο λόγο από την επανεκτίμηση της πορείας της κατανάλωσης. Οι επανεκτιμήσεις στα επιμέρους μεγέθη που συνθέτουν το ΑΕΠ ανέδειξαν τις ακόλουθες διαφορές όσον αφορά τις οικονομικές επιδόσεις του β’ τριμήνου:
1. Η τελική καταναλωτική δαπάνη διαμορφώθηκε στο +1,7% κατά το β’ τρίμηνο της φετινής χρονιάς, ενώ αρχικά είχε υπολογιστεί στο +1,2%. Τον Σεπτέμβριο είχε υπολογιστεί αρνητικός ρυθμός -0,7% για την κατανάλωση των νοικοκυριών και τώρα το ποσοστό περιορίστηκε στο -0,3%. Από την άλλη, η κατανάλωση της γενικής κυβέρνησης για το β’ τρίμηνο «διορθώθηκε» σε +9,4% από +5,3% που είχε ανακοινωθεί τον περασμένο Σεπτέμβριο.
2. Στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου δεν επήλθε ουσιαστική διόρθωση της εκτίμησης. Τον Σεπτέμβριο η ΕΛΣΤΑΤ είχε υπολογίσει μείωση 5,8% για το β’ τρίμηνο και τώρα η μείωση εκτιμήθηκε στο 6,1%.
3. Στις εξαγωγές το ποσοστό αύξησης του β’ τριμήνου επανεκτιμήθηκε σε 5,4% από 5,8% που είχε εκτιμηθεί αρχικά, ενώ στις εισαγωγές αρχικά είχε υπολογιστεί αύξηση 3,7% και τώρα το ποσοστό παραμένει ακριβώς στα ίδια επίπεδα.
«Ορθολογικές προσδοκίες»
Σκωπτικά σχολίασε τις εξελίξεις στο ΑΕΠ ο πρώην υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος.
«Η ΕΛΣΤΑΤ σήμερα αναθεώρησε την ανάπτυξη του πρώτου τριμήνου του έτους από 1,1% στο 1,4% και του δεύτερου τριμήνου από το 1,9% στο 2,8%. Συμπάσχουμε με τον κύριο Σταϊκούρα που τώρα πρέπει να ξαναγράψει από την αρχή την ομιλία του και να σβήσει όλα όσα θα έλεγε για την αναιμική ανάπτυξη που του παρέδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ», αναφέρει στη δήλωσή του ο τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ Ευκλείδης Τσακαλώτος.
«Μέχρι τώρα η Ν.Δ. ισχυριζόταν ότι από τη στιγμή που ο κ. Μητσοτάκης έγινε πρωθυπουργός όλα πάνε καλύτερα ως διά μαγείας, ακόμη και το δήθεν δημοσιονομικό κενό που βρήκαν εξαφανίστηκε χωρίς κανένα δικό τους μέτρο.
Βέβαια κανείς δεν αμφιβάλλει για τις ικανότητες του κ. Μητσοτάκη. Παρακολουθήσαμε άλλωστε και ένα εκπληκτικό ρεπορτάζ σε χθεσινοβραδινό δελτίο ειδήσεων που τις ανέλυε με βάση τη φυσιογνωμία του. Τώρα φαντάζομαι θα ισχυριστούν ότι οι πολίτες έχουν ορθολογικές προσδοκίες για την κυβέρνηση Μητσοτάκη και έτσι επηρεάστηκαν και τα δύο πρώτα τρίμηνα» συμπλήρωσε ο κ. Τσακαλώτος.