Από την έντυπη έκδοση
Του Σταμάτη Ζησίμου
[email protected]
Απλήρωτους, λόγω οικονομικής αδυναμίας, αφήνει τους λογαριασμούς ενέργειας το 20% των πολύ μικρών επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών με ετήσιο τζίρο έως 50.000 ευρώ. Αυτό καταγράφεται στην ανάλυση έρευνας του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ (αναλυτής Λεωνίδας Βατικιώτης) με αντικείμενο την ενεργειακή φτώχεια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Όπως αναφέρεται στην ανάλυση, η ενεργειακή φτώχεια αποτέλεσε έναν από τους παράγοντες επιδείνωσης της θέσης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα ευρήματα ποιοτικής και ποσοτικής έρευνας που διενεργήθηκε μεταξύ Μαΐου και Αυγούστου 2019.
Αιτία της εμφάνισης και της επιδείνωσης της ενεργειακής φτώχειας είναι η άνοδος των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος (κατά 28% για τις μεσαίου μεγέθους βιομηχανίες και 177% για τα νοικοκυριά από το 2006 ως το 2017) και η πτώση των εσόδων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (μμε). Ως αποτέλεσμα, το 15% των μμε έχει καθυστερημένες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας (ΔΕΗ, φυσικό αέριο κ.ά.). Παρότι είναι αδύνατο να εξαχθούν αξιόπιστοι μέσοι όροι, εξαιτίας των μεγάλων αποκλίσεων που προέρχονται από τα διαφορετικά μεγέθη και τις διαφορετικές δραστηριότητες, πολλές μμε καταβάλλουν ακόμη και το 66% του κέρδους τους για ενεργειακό κόστος (π.χ. όσες δραστηριοποιούνται στον κλάδο της εστίασης).
Τα συμπεράσματα
Με βάση τις απαντήσεις που έδωσαν οι επαγγελματίες, προερχόμενοι σχεδόν όλοι από διαφορετικούς κλάδους, ακόμη και σήμερα σχεδόν ένας στους τρεις επιβαρύνεται με την αποπληρωμή διακανονισμών για ληξιπρόθεσμα χρέη του παρελθόντος προς ενεργειακές εταιρείες. Παρά το τέλος της οικονομικής κρίσης και ύφεσης, το σύνολο των ερωτηθέντων (100%) απάντησε ότι συνεχίζει να λειτουργεί υπό το ίδιο καθεστώς περιορισμών στην κάλυψη των ενεργειακών του αναγκών, όπως συνέβαινε και στο αποκορύφωμα της κρίσης, σε βάρος της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, των όρων ζωής και εργασίας τους.
Οι περιορισμοί αυτοί αφορούσαν και συνεχίζουν να αφορούν περιορισμένη ή ακόμη και καθόλου χρήση συσκευών κλιματισμού το καλοκαίρι και θέρμανσης τον χειμώνα, θερμοσίφωνα και λαμπτήρων φωτισμού, ενώ εντατικοποιείται η λειτουργία του υπάρχοντος παραγωγικού εξοπλισμού. Σχεδόν δύο στους τρεις συμμετέχοντες προτιμούν ένα σύστημα σταθερών κι εκ των προτέρων γνωστών τιμών για το ηλεκτρικό ρεύμα, απορρίπτοντας το σημερινό απρόβλεπτο καθεστώς συνεχών αυξήσεων. Από τις απαντήσεις των ερωτώμενων αναδεικνύονται τα κόστη που προκαλεί η πολύ κακή κατάσταση του κτηριακού αποθέματος (π.χ. το 69% των κτηρίων δεν διαθέτει μόνωση), που επιβαρύνει τους λογαριασμούς της ενέργειας, ενώ το γεγονός ότι η έδρα σχεδόν των δύο εκ των τριών επαγγελματιών δεν είναι ιδιόκτητη λειτουργεί αποθαρρυντικά για την ανάληψη του κόστους της ενεργειακής αναβάθμισης.
Ληξιπρόθεσμες οφειλές
Η έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ αποτύπωσε για πρώτη φορά την έκταση της ενεργειακής φτώχειας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Σε ερώτηση για το αν έχουν καθυστερημένες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας (ΔΕΗ, φυσικό αέριο κ.λπ.), το 15% απάντησε θετικά. Το ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που έχουν καθυστερημένες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας είναι υψηλότερο απ’ όσους χρωστούν στις τράπεζες (14,9%), απ’ όσους έχουν καθυστερημένες οφειλές ενοικίου (12%), απ’ όσους έχουν οφειλές στο πρώην ΙΚΑ σχετικά με ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων (11,4%) και απ’ όσους έχουν καθυστερημένες οφειλές σε λοιπούς λογαριασμούς (9,3%), αλλά είναι χαμηλότερο από τις οφειλές σε προμηθευτές (16,1%), εφορία (21%) και πρώην ΟΑΕΕ (22,1%).
Μια πιο ενδελεχής εξέταση στην κατανομή των απαντήσεων της ίδιας έρευνας με βάση τον ετήσιο τζίρο και τον αριθμό των εργαζομένων δείχνει ότι όσο πιο μικρή είναι μια επιχείρηση τόσο περισσότερο ενδέεται ενεργειακά. Ενώ για παράδειγμα, με βάση την περιοχή δεν παρατηρείται σημαντική απόκλιση στις απαντήσεις, με βάση τον ετήσιο τζίρο παρατηρείται ότι απ’ όσες έχουν ετήσια έσοδα μέχρι 50.000 ευρώ σχεδόν η μία στις πέντε έχει απλήρωτους λογαριασμούς. Όσο μεγαλώνει ο τζίρος, το ποσοστό των επιχειρήσεων που χρωστούν μειώνεται σταθερά, για να φτάσει στις επιχειρήσεις με έσοδα άνω των 300.000 ευρώ να χρωστά μόνο η μία στις είκοσι.
Την ίδια τάση επιβεβαιώνει και η κατανομή των απλήρωτων λογαριασμών με βάση τον αριθμό των απασχολουμένων. Στις επιχειρήσεις που δεν απασχολούν προσωπικό παρατηρείται το μεγαλύτερο ποσοστό απλήρωτων λογαριασμών (18,9%). Το ποσοστό αυτό μειώνεται κλιμακωτά στις επιχειρήσεις με μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων, με αποκορύφωμα τις επιχειρήσεις με πάνω από πέντε άτομα προσωπικό, όπου το ποσοστό όσων έχουν καθυστερημένες οφειλές συρρικνώνεται στο 7,2%.
Εξόφληση λογαριασμών
Στο πλαίσιο της έρευνας αυτό που αρχικά διερευνάται είναι η συνέπεια στην εξόφληση των τιμολογίων. Το 42% των επαγγελματιών δήλωσε πως τα προηγούμενα χρόνια άφησε απλήρωτους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας για ένα μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Πρόκειται για κριτήριο που αποτελεί τον πιο «καθαρό» ορισμό της ενεργειακής φτώχειας. Το ίδιο δείγμα, που την προηγούμενη δεκαετία φάνηκε ότι ήταν εξαιρετικά επιρρεπές στην οικονομική συγκυρία και δεν έμενε ανέγγιχτο από τις μεταβολές του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, σήμερα δηλώνει σε ποσοστό 100% ότι δεν έχει απλήρωτους λογαριασμούς. Η απάντηση της έρευνας αποκλίνει από τα αποτελέσματα της έρευνας που διενήργησε το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ με τη Marc, επειδή στην τελευταία έρευνα το δείγμα είναι τυχαίο, κατά συνέπεια πιο κοντά στην πραγματικότητα, σε σχέση με το δείγμα προνομιακών συνομιλητών που επιλέχθηκαν για την ποιοτική και ποσοτική έρευνα.
Παρ’ όλα αυτά, ένα σημαντικό ποσοστό που βρίσκεται κοντά στην αριθμητική περιοχή όσων απάντησαν ότι άφησαν στο παρελθόν απλήρωτους λογαριασμούς, της τάξης του 32%, αφιερώνει ένα μέρος του εισοδήματός του στην αποπληρωμή διακανονισμών παλαιότερων χρεών. Πρόκειται για ποσοστό που χωρίς κίνδυνο μπορεί να οδηγήσει στην υπόθεση ότι με το πέρασμα του χρόνου κι αν δεν συμβούν απότομες αρνητικές μεταβολές θα φθίνει με σταθερό ρυθμό, όσο θα εξοφλούνται οι απλήρωτοι λογαριασμοί.
Τιμές και ανταγωνισμός
Επιφυλάξεις απέναντι στην άποψη ότι ο ανταγωνισμός μειώνει τις τιμές εκφράζουν οι ερωτώμενοι απαντώντας στο αν η παρουσία πολλών εταιρειών παροχής υγρών καυσίμων μείωσε τις τιμές. Δεδομένου ότι πρόκειται για μια αγορά που λειτουργεί σχεδόν 30 χρόνια, σε αντίθεση με τη νεοπαγή αγορά του ηλεκτρικού ρεύματος, η επίδραση του ανταγωνισμού μπορεί να αξιολογηθεί με μεγαλύτερη ασφάλεια. Το 74% απαντάει ότι ο ανταγωνισμός δεν μείωσε τις τιμές.
Σε σχέση με τους ιδιώτες παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας, που ανταγωνίζονται τη ΔΕΗ, ενώ από ένα ποσοστό της τάξης του 63% αναγνωρίζεται πως η συμμετοχή τους στην αγορά συνέβαλε στη μείωση των τιμών, ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό, της τάξης του 74%, ομολογεί πως οι παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους καταναλωτές δεν βελτιώθηκαν.