Οι ταινίες του Σκοτ Κούπερ βασίζονται συχνά σε ιστορίες που θα μπορούσε κανείς να διαβάσει σε μια μπαλάντα του Μπρους Σπρίνγκστιν (θυμίζω το συγκλονιστικό “Out of the furnace” με Κρίστιαν Μπέιλ, Γουίλεμ Νταφόε και Κέισι Άφλεκ) και όταν ανακοινώθηκε το όνομα του για αυτό εδώ το φιλμ, ο γράφων ενθουσιάστηκε. Ένας ενθουσιασμός που κάπως υποχώρησε όταν παρατήρησα το όνομα του Τζέρεμι Άλαν Γουάιτ, ηθοποιός που “γράφει” καλά στην τηλεόραση αλλά διαθέτει μικρότερο ερμηνευτικό εύρος κι από κομπάρσο περιπέτειας πολεμικών τεχνών.
Γι’ αυτό ίσως ο Κούπερ να κρύβει διαρκώς το πρόσωπο του στις σκιές (ο Γουάιτ επιβλήθηκε στον σκηνοθέτη από την παραγωγή) – όμως το τελικό αποτέλεσμα διασώζεται χάρη στην σκηνοθετική προσήλωση του επί του αληθινού θέματος της ταινίας, που δεν είναι η δημιουργία του δίσκου “Nebraska” αλλά η διαχείριση του ανδρικού τραύματος. Το “Springsteen: Deliver me from nowhere” είναι μια βιογραφία που δεν ενδιαφέρεται για το βίο, αλλά για τη στιγμή. Δεν την απασχολεί πότε γεννήθηκε ο Μπρους, ούτε πότε ανέβηκε στη σκηνή για πρώτη φορά, παρά μόνο η στιγμή του Nebraska, τότε δηλαδή που ο Σπρίνγκστιν κατέβηκε από το βάθρο της σκηνής, κλειδώθηκε σε ένα σπίτι με ένα τετρακάναλο και ηχογράφησε τα σώψυχα του. Δεν είναι αγιογραφία, είναι απογύμνωση. Ο Τζέρεμι Άλεν Γουάιτ κάνει ό,τι μπορεί και έχει δουλέψει: η φωνή του μοιάζει, η στάση του πλησιάζει. Αλλά όλα στην ερμηνεία του είναι επιφανειακά – πίσω από το βλέμμα δε βλέπεις τίποτα. Κι όμως, παραδόξως, αυτό δεν καταστρέφει την ταινία. Ίσως επειδή το φιλμ δεν χτίζεται πάνω του, αλλά γύρω του. Ο Κούπερ, σκηνοθέτης που όπως αναφέραμε, διερευνά τον ανδρικό ψυχισμό, φτιάχνει ένα φιλμ από ρωγμές, τραύματα και νοσταλγία. Τα καλύτερα του πλάνα δεν έχουν μέσα τους διάλογο. Ο φακός περιφέρεται στα άδεια τοπία, στις μοναχικές διαδρομές, στα σκονισμένα στούντιο – και εκεί ανασαίνει η ψυχή του Μπρους, όπως και της ταινίας.
Ο “Αχινός” του Σκοτ Ντίκινσον μοιάζει βγαλμένος από την παράδοση του αγγλικού σινεμά στον κοινωνικό ρεαλισμό, με τον Φρανκ Ντιλέιν να δίνει ρέστα ως Μάικ, νεαρός άστεγος που βρίσκεται παγιδευμένος σε έναν φαύλο κύκλο αυτοκαταστροφής. Ο Ντίκινσον αποδεικνύεται ικανότατος σκηνοθέτης και το ντεμπούτο του μαρτυρά μια αφηγηματική ωριμότητα: Στεκόμενος κάπου ανάμεσα στη Λιν Ράμσεϊ, τον Κεν Λόουτς και τον Λάρι Κλαρκ, ο Ντίκινσον δεν προσπαθεί να συγκινήσει αλλά να καταγράψει. Και το κάνει με έναν σχεδόν ντοκιμαντερίστικο ρυθμό, με σκηνές που μοιάζουν κλεμμένες από κάμερες ασφαλείας ή από μια ζωή που ξεχάστηκε σε κάποιον σταθμό του Λονδρέζικου μετρό. Δεν προσφέρει λύσεις, ούτε δικαιολογίες. Προσφέρει απλώς χώρο. Χώρο για να υπάρξει ο πόνος – και να μεταμορφωθεί σε σινεμά δυνατών συγκινήσεων.
Τέλος, μεγάλη απογοήτευση “Το φιλί της γυναίκας αράχνης”. Ομολογώ πως αγνοούσα πως το υπέροχο βιβλίο του Μανουέλ Πουίχ είχε διασκευαστεί σε μιούζικαλ στα 90s (είχα μείνει στη σπουδαία ταινία του Έκτορ Μπαμπένκο), αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Δυστυχώς εδώ, οι Τονάτιου και Μπίγκο Λούνα (σε ρόλους φυλακισμένων στην Αργεντινή του 1975 – ο ένας gay, ο άλλος επαναστάτης) εκλιπαρούν για τη συμπάθεια του θεατή από το πρώτο καρέ. Κανείς δεν υπερασπίζεται αξιοπρεπώς τον χαρακτήρα που ενσαρκώνει – θυμηθείτε μόνο τα περήφανα βλέμματα των Γουίλιαμ Χαρτ και Ραούλ Τζούλια στην πρώτη ταινία. Όμως τούτη εδώ είναι μια ταινία της εποχής της – και όλα δείχνουν κιτς και παράταιρα. Μόνο η Τζένιφερ Λόπεζ σώζεται!