© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Το στόρι του θρίλερ «Διπλή ταυτότητα» βασίζεται σε αληθινή ιστορία: Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, νεαρή αστυνομικός κατορθώνει να διεισδύσει στην οργάνωση ΕΤΑ, σε ηλικία μόλις 20 ετών, παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως μέλος του Κινήματος Αντιρρησιών Συνείδησης. Γίνεται η μοναδική γυναίκα που συγκατοικεί με ηγετικά στελέχη της ΕΤΑ, παρέχοντας κρίσιμες πληροφορίες. Καθώς όμως η αποστολή της προχωρά, εκείνη αντιμετωπίζει τον κίνδυνο αποκάλυψης, ζώντας μια διπλή ζωή γεμάτη φόβο και απομόνωση, ενώ έρχεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες των επιλογών της.
Μονάχα οι Βάσκοι κατόρθωσαν να επιβιώσουν πολιτιστικά από την άφιξη των Ινδοευρωπαίων στην Γηραιά Ήπειρο. Κατορθώνοντας κάτι τέτοιο φυσικά, ο περήφανος αυτός λαός κατόρθωσε να «μπει στο μάτι» πολλών, διεκδικώντας όλα αυτά τα χρόνια το δικαίωμα του στην αυτονομία. Στον Ισπανικό Εμφύλιο στήριξαν τους «κόκκινους». Και ο Φράνκο τους εκδικήθηκε με τον πιο σκληρό τρόπο (ακόμη και η γλώσσα τους απαγορεύτηκε!). Οι δε σοσιαλιστικές κυβερνήσεις που πήραν τη σκυτάλη, έκαναν – κακά τα ψέματα – πολλά λάθη. Σήμερα, οι τρομοκρατικές ενέργειες της ΕΤΑ, των Βάσκων Αυτονομιστών δηλαδή, έχουν κοπάσει, αλλά ο Ισπανικός λαός συνεχίζει να φοβάται. Λέει κάτι η ταινία για όλα αυτά; Ο καταιγιστικός ρυθμός στο μεταξύ σε τραβάει από το μανίκι. Πουθενά όμως δε βλέπεις να αναδεικνύονται οι πολιτικές εκείνες συχνότητες που έφεραν την Ισπανία σε αυτή τη κατάσταση, εκτός κι αν τσεκάρεις τις λεπτομέρειες («Κερνάει το κόμμα!», οι τελευταίες λέξεις ενός θύματος πριν το αιφνιδιαστικό χτύπημα της ΕΤΑ), καθώς η ταινία βάζει στην άκρη το κοινωνικό ζήτημα για να αναδείξει το προσωπικό δράμα της ηρωίδας της. Δυνατές λοιπόν οι εντάσεις, δυνατές όμως και οι ενστάσεις. Στην Ισπανία πάντως πήρε βραβείο Goya καλύτερης ταινίας.
Στο «28 χρόνια μετά» ο (ανέκαθεν υπερεκτιμημένος) Ντάνι Μπόιλ επιστρέφει στο τιμόνι του franchise που ο ίδιος ξεκίνησε, και δεν ξέρω αν τελικά αυτό ήταν καλή ιδέα – από τα τρία φιλμ της σειράς, το καλύτερο είναι αυτό που σκηνοθέτησε ο Χουάν Κάρλος Φερναντίλο («28 εβδομάδες μετά») το 2007. Η νέα ταινία θέτει με το ξεκίνημα της πρώτης σεκάνς την ελπίδα εκτός κάδρου (η Μητέρα πεθαίνει, ο Κλήρος πεθαίνει) και τοποθετεί τη δράση σε ένα κάποιο φρούριο επιζώντων. Μαθαίνουμε πως τα ζόμπι των προηγούμενων ταινιών έχουν μεταλλαχθεί με διάφορους τρόπους και έχουν αναπτύξει τις δικές τους συνήθειες, μόνο που οι Άλεξ Γκάρλαντ και Μπόιλ αποφασίζουν να στρέψουν αλλού την ίντριγκα για να μιλήσουν σχεδόν για τα πάντα (το ταξίδι των ηρώων στην ενδοχώρα, μια εξόφθαλμη αλληγορία για το μεταναστευτικό) μέχρι που χάνουν τη πυξίδα: Η ταινία δεν είναι τρομακτική, ο μηδενισμός της είναι ρηχός, οι σημάνσεις τις θολές. Επίσης, που είναι τα ζόμπι;
Από την Ισπανία έρχεται και το «Πάρτι χωρισμού» όπου παρακολουθούμε ένα αγαπημένο ζευγάρι που αποφασίζει να χωρίσει μετά από 14 χρόνια. Επειδή όμως θέλουν έναν διαφορετικό χωρισμό από τους άλλους, θυμάται η κοπέλα μια ατάκα του μπαμπά της («ο χωρισμός αποτελεί αφορμή για εορτασμό και όχι για πένθος») αποφασίζουν να οργανώσουν ένα μεγάλο «πάρτι χωρισμού». Στους Γάλλους άρεσε πολύ, θυμίζει και λίγο Ρομέρ, και κάπως πάει να στηθεί εδώ μια δραματουργία δια της φλυαρίας. Ακούγεται όμως κάτι επί της ουσίας; Λίγα, είναι η αλήθεια.
Μετά έρχονται οι επανεκδόσεις και βλέπεις «Το παιδί και το δελφίνι» του 1957, γνωστή και ως η πρώτη υπερπαραγωγή που γυρίστηκε ποτέ στην Ελλάδα, με τη Σοφία Λόρεν να τραγουδά «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη» ως Φαίδρα, πτωχή σφουγγαρού στην Ύδρα που ανακαλύπτει ένα αρχαίο άγαλμα: Ένα αγόρι καβάλα σε ένα δελφίνι. Δυο άντρες το εποφθαλμιούν για εντελώς διαφορετικούς λόγους – ο ένας είναι ο Άλαν Λαντ, που βάδιζε πάντα με ενισχυμένα «μποτάκια» στα γυρίσματα καθώς ήταν δεκαπέντε πόντους… κοντύτερος της Λόρεν. Το βλέπεις και σκέφτεσαι: «Πόσο όμορφη φωτογραφία» (ήταν ακόμα φρέσκια υπόθεση το σινεμασκόπ). Ακόμα πιο σημαντικό: Γυρίζεις το βλέμμα σου από την οθόνη, ακούς τους διαλόγους και σκέφτεσαι: «Τι ωραία που μιλάνε!». Έχουμε ξεχάσει τις χαρές αυτού του ψυχαγωγικού σινεμά. Ανοίγει η καρδιά σου.
Βγαίνουν επίσης και δυο κλασσικά αριστουργήματα:
Στο θεαματικά αγέραστο «Άλφαβιλ» του 1965, ο επιθεωρητής Λέμι Κόσιον φτάνει στην ομώνυμη πόλη και αποφασίζει να τη σώσει από την τυραννία ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Και νουάρ, και μελλοντολογικό sci-fi, και πνευματώδης αλληγορία πάνω στη Τεχνητή Νοημοσύνη από τον Ζαν Λικ Γκοντάρ σε μια από τις πιο φημισμένες ταινίες του.
Ενώ στη «Νύχτα των σαλτιμπάγκων» ο Ίνγκμαρ Μπέγκμαν ξεδιπλώνει την ιστορία ενός περιπλανώμενου θιάσου τσιρκολάνων στη Σουηδία του 1900, ιστορία που βρίσκει τον άξονα της στην ταπείνωση των ηρώων της. Γυρισμένο το 1953, μόλις μια χρονιά πριν από το Φελλινικό «La strada» που εξετάζει το ίδιο θέμα από μια εντελώς διαφορετική κινηματογραφική οπτική.