Σπάνιο σήμερα να βλέπεις ένα φιλμ χαμηλόφωνο, αλλά και ακριβές στην αναπαράσταση του ανθρώπινου δράματος, συναισθηματικό, αλλά ποτέ μελοδραματικό, προσβάσιμο αλλά ποτέ αγοραίο.
Η εφιαλτική κινηματογραφική δεκαπενταετία που περάσαμε, άφησε ένα κοινό αποχαυνωμένο, που πλέον χρειάζεται διογκωμένα ερεθίσματα για να μείνει καρφωμένο στην οθόνη. Και το «Λαμπυρίσματα» που έρχεται από την Ισπανία δεν θα έχει τίποτα να του πει. Στο επίκεντρο, το δράμα του θανάτου: Ο Ραμόν μεγαλώνει κι αρρωσταίνει. Η κόρη του τον επισκέπτεται τα Σαββατοκύριακα. Και η Ιζαμπέλ, πρώην γυναίκα του έχει να του μιλήσει δεκαπέντε χρόνια – απολαμβάνει μια ζωή χωρίς αυτόν δηλαδή, με το νέο της σύντροφο. Όμως ο Ραμόν μοιάζει να περνά τις τελευταίες μέρες της ζωής του, δίχως κάποιον να τον φροντίζει. Πιεσμένη και από την κόρη της, η Ιζαμπέλ, κατά κάποιο τρόπο, υποχρεούται να ξαναδεχτεί στη ζωή της αυτόν τον άνδρα, και η αναταραχή που της προκαλεί αυτή η σκέψη την παγώνει. Όμως η ζωή έχει έναν τρόπο να σε φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό σου – και φυσικά με τη θνητότητα σου. Λιποβαρής και απέριττη, η ταινία αυτή δεν περιέχει «ενισχυμένα» συστατικά, γιατί δεν τα χρειάζεται. Είναι η φυσικότητα των διαλόγων και των καταστάσεων που χαρίζουν στην ταινία την ανθρωπιά της, κι ας μην πρωτοτυπεί σε σχέση με άλλες ταινίες που καταπιάστηκαν με ανάλογο θέμα. Τι είναι αυτό άλλωστε που δεν έχει ειπωθεί για το θάνατο;
Μένουμε στο Ευρωπαϊκό δράμα με το «Η απόφαση», αν και υπερβάλλω, μιας και πρόκειται για γαλλικό ριμέικ του αμερικάνικου «Σε λάθος χρόνο» του 2013. Όπου λίγες ώρες πριν τη σημαντικότερη δουλειά της καριέρας του, ένας φημισμένος για την ακεραιότητα του αρχιτέκτονας, και πατέρας δυο παιδιών, μπαίνει στο αυτοκίνητο του εγκαταλείποντας τους πάντες και, στη διαδρομή, πρέπει να εξηγήσει στον καθένα γιατί πρέπει να φύγει μέσω μιας σειράς τηλεφωνημάτων που θα αλλάξουν τη ζωή του μια για πάντα. Τι αλλάζει σε σχέση με το πρωτότυπο; Σχεδόν τίποτα – ακόμα και το ντεκουπάζ είναι σχεδόν ίδιο (και πως να μην είναι, όταν ο χώρος του δράματος είναι τόσο περιορισμένος;) – αλλά ο Βενσάν Λιντόν ειλικρινά «ξεβρακώνει» τον Τομ Χάρντι που ενσάρκωσε τον ίδιο ήρωα στο αυθεντικό φιλμ. Και γιατί; Γιατί ο Λιντόν δεν έχει την κοψιά ενός 30άρη bodybuilder! Και μόνο που δεν χρειάζεται να προσποιείται και τόσο, αρκεί. «Έχει» τον ήρωα πριν γυριστεί το πρώτο καρέ. Οι φίλοι του τρόμου πάλι ίσως και να διασκεδάσουν με το «Βλέπω το θάνατο σου 6», και ειλικρινά, το πρώτο θεαματικό set-up (όπου πρέπει να ξεπαστρεύονται τουλάχιστον 100 άτομα μονομιάς) είναι καλογυρισμένο και γεμάτο σαρδόνιο χιούμορ. Όμως, σχεδόν αμέσως μετά, όλα ξεφουσκώνουν κι όλα επαναλαμβάνονται.
Δυο ελληνικές συμμετοχές για το τέλος. Στο τρυφερό «Κιούκα – Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού», μια τριμελής οικογένεια, o Μπάμπης και τα δίδυμα παιδιά του, ο Κωνσταντίνος και η Έλσα που βρίσκονται στα πρόθυρα της ενηλικίωσης, ταξιδεύουν στον Πόρο με το οικογενειακό ιστιοφόρο για τις διακοπές τους. Και τα παιδιά θα γνωρίσουν, εν αγνοία τους, τη βιολογική τους μητέρα, Άννα, που τα είχε εγκαταλείψει όταν ήταν μωρά. Τέσσερα βραβεία στο 65ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: (Φίνος Φιλμ, Κοινού, ΕΚΚΟΜΕΔ Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη, Καλύτερης Ταινίας της Επιτροπής Νεότητας). Ενώ το ντοκιμαντέρ «Πειθαρχική Μεραρχία 999» καταγράφει για πρώτη φορά στον κινηματογράφο μια άγνωστη σελίδα αντίστασης, αυτή των Γερμανών αντιφρονούντων, που πολέμησαν δίπλα στον ΕΑΜ το ναζισμό. «Η Γερμανία μετά τον πόλεμο κυνήγησε τους κομμουνιστές Γερμανούς – τους ναζιστές ποτέ!» ακούγεται από μια απόγονος τους – δεν την ξεχνάς αυτή την πληροφορία.