Τι κάνει ένας καλός δάσκαλος; Εκπαιδεύει, είναι η απάντηση. Και εκπαιδεύει τους μαθητές του, όχι μόνο εγκυκλοπαιδικά, αλλά είναι μέντορας, οδηγός και πρότυπο μαζί: Η στάση ζωής του, και ο τρόπος που τη μεταλαμπαδεύει, αυτή είναι όλη η ιστορία. Όχι τι διδάσκεις, με άλλα λόγια, αλλά πως το διδάσκεις.
Ο Ζουλιέν, «Ο καλός καθηγητής» δηλαδή, μιας και αυτή η ταινία μας απασχολεί σήμερα, διδάσκει λογοτεχνία. Είναι ξεκάθαρο από τις πρώτες στιγμές της ταινίας πως αγαπά τη δουλειά του. Μέχρι που μια εσωστρεφής και γενικώς προβληματική μαθήτρια, τον καταγγέλει για απρεπή συμπεριφορά. Οι λόγοι είναι κάτι παραπάνω από ασήμαντοι. Ο καθηγητής όμως βρίσκεται κατευθείαν στο στόχαστρο. Στο μεταξύ, ο Ζουλιέν είναι ομοφυλόφιλος. Έχει όμως αποκρύψει τη σεξουαλικότητα του από το επαγγελματικό του περιβάλλον, για λόγους ευνόητους. Και τώρα, τη μία φορά δηλαδή που η σεξουαλικότητα του θα μπορούσε άνετα να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση, ο Ζουλιέν αρνείται να παίξει αυτό το χαρτί – αν και ένα μυστικό σαν κι αυτό δεν μπορεί να μείνει για πολύ κρυφό. Με έναν ρεαλισμό που έρχεται από τη βρετανική σχολή του free cinema, η ταινία θυμίζει λίγο το «Γραφείο των καθηγητών» που είχαμε δει πέρσι τέτοια εποχή, το ξεπερνά όμως, και επειδή ο Τέντι – Λουσό Μοντέστ σκηνοθετεί επιδέξια ένα σενάριο πολυεπίπεδο που δεν αναλώνεται στα τυπικά ηθικοπλαστικά μηνύματα του άχρωμου και άτολμου σινεμά της εποχής μας, αλλά καταπιάνεται ουσιαστικά με τα ζητήματα που θέτει, και επειδή οι ερμηνείες – ιδίως αυτή του εκπληκτικού Φρανσουά Σιβίλ – έχουν μια αμεσότητα που βρίσκουν αμέσως «κέντρο». Αυτή εδώ είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.
Μένοντας στο δραματικό τερέν, το «Πέρα από τη θάλασσα» παρακολουθεί δέκα χρόνια από τη ζωή του Νουρ, ενός Αλγερινού μετανάστη που ζει στη Μασσαλία και γνωρίζει ένα αντικομφορμιστικό ζευγάρι Γάλλων. Με μια νοσταλγική πνοή, ο σκηνοθέτης Σαΐντ Χαμίς Μπενλαρμπί φτιάχνει ένα αιχμηρό μεν, κομψό δε μελόδραμα, επηρεασμένος τόσο από τον Φασμπίντερ, όσο και από τον Έτορε Σκόλα (θυμηθήκαμε το «Είχαμε αγαπηθεί τόσο» του 1974). Δεν προσθέτει κάτι βέβαια σε αυτό το σινεμά, αλλά διαθέτει ένα μοναδικό ατού: Την Άννα Μουγκλαλίς, που μεγαλώνει όμορφα, και κλέβει εύκολα την παράσταση. Μια σκάλα πιο κάτω το «Πρώτος έρωτας» του Άντονι Σάτεμαν, όπου ένας 13χρονος έφηβος συνειδητοποιεί ότι είναι πραγματικά ερωτευμένος για πρώτη φορά – με ένα αγόρι. Οι αλληλεπιδράσεις με τους φίλους και την οικογένειά του φέρνουν περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις, η ταινία όμως μοιάζει να τις έχει, κρατώντας μια – στοργική εντέλει – απόσταση από τους ήρωες της. Λίγα καλά λόγια έχω για το «The ugly stepdaughter» μια δήθεν προβοκατόρικη και γελοία στη ρητορική της «ανάγνωση» της Σταχτοπούτας (καλοπερνάνε οι ηρωίδες των παραμυθιών φέτος – το «Substance» μας τα πε καλύτερα, και μας διασκέδασε κι από πάνω) αλλά ο Τζο Κάρναχαν, που σκηνοθετεί την περιπέτεια δράσης «Shadow Force» σπανίως απογοητεύει. Με Ομάρ Σι και Κέρι Γουάσινγκτον, όπου οι αρχηγοί της ομώνυμης πολυεθνικής ομάδας ειδικών δυνάμεων, αποφασίζουν να περάσουν στην παρανομία.