Μια περιεκτική «ματιά» στη «νέα» Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, που τα τελευταία χρόνια βρίσκεται στη φάση της επέκτασης των κτηρίων της, «έριξαν» χθες τα μέλη του Συμβουλίου Μουσείων.
Με την ευκαιρία της παρουσίασης από τη διευθύντρια της Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα και από τον αρχιτέκτονα Γιώργο Παρμενίδη, της μουσειολογικής – μουσειογραφικής προμελέτης, που πήρε ομόφωνα το «πράσινο φως», πολλά ήταν τα ενδιαφέροντα σημεία που σημειώθηκαν. Σε αυτά συναντάμε το μνημειακών διαστάσεων έργο του Παναγιώτη Τέτση «Λαϊκή Αγορά», που θα εκτεθεί στον χώρο της υποδοχής, δηλώνοντας τον δημοκρατικό, «ανοιχτό» χαρακτήρα του Μουσείου, τον ξεχωριστό χώρο των περιοδικών εκθέσεων στο υπόγειο με την τζαμένια οροφή, τη θεαματική ράμπα στο εσωτερικό του πίσω κτηρίου, που θα «ανεβαίνει» τους τρεις ορόφους, δίπλα στην τζαμωτή επιφάνεια, προσφέροντας μια μοναδική θέαση στην πόλη, αλλά και τη διαδραστική πληροφόρηση του κοινού, τις πολλαπλές «αναγνώσεις» των εκθεμάτων, την παρουσίαση για πρώτη φορά του συνόλου των χαρακτικών της συλλογής της Πινακοθήκης. Και όχι μόνον αυτά.
Έως το τέλος του 2018, θα έχει ολοκληρωθεί το έργο της επέκτασης (τα εγκαίνια αναμένεται να γίνουν το 2019), προσθέτοντας στο υφιστάμενο κτήριο των 9.720 τ.μ., άλλα 11.040 τ.μ., υπερδιπλασιάζοντας τους λειτουργικούς του χώρους (σύνολο 20.760 τ.μ.). Με άλλα λόγια, το Μουσείο αποκτά 2.230 τ.μ. πρόσθετους εκθεσιακούς χώρους για μόνιμες και περιοδικές εκθέσεις, 1.645 τ.μ. επιπλέον αποθήκες έργων τέχνης, αμφιθέατρο 350 θέσεων, εκπαιδευτικό χώρο, υποδοχή και πωλητήριο 910 τ.μ..
Στα πλεονεκτήματα των αναβαθμισμένων χώρων συγκαταλέγονται το εστιατόριο, που θα λειτουργεί στον γ΄ όροφο (με δυνατότητα αυτόνομης εισόδου και απεριόριστη θέα στην Ακρόπολη και στον Λυκαβηττό), το καφέ στο ισόγειο και στον κήπο, η ψηφιακή και διαδραστική παρουσίαση των πληροφοριών (πιθανόν ακόμα και δράσεων άλλων Μουσείων στην πόλη και την Ελλάδα).
Επίσης, θα υπάρχουν καινοτομίες «μουσειογραφικής» φύσης που διαφοροποιούν σημαντικά τη «νέα» Εθνική Πινακοθήκη από την προηγούμενη κατάσταση. Για παράδειγμα, κάθε κεντρική αίθουσα θα έχει δυο εισόδους –έτσι, δεν θα χρειάζεται να επιστρέφει κανείς από την ίδια διαδρομή. Επιπλέον, με την είσοδό του σε κάθε μία από αυτές, ο επισκέπτης θα μπορεί να έχει μια συνολική εικόνα (πανοραμική θέα των εκθεμάτων), ενώ η διαδρομή του δεν θα είναι μόνο γραμμική. Σε αυτό θα βοηθούν πανό που θα παρεμβάλλονται (θα εκτείνονται από το πάτωμα ως το ταβάνι), με εμβληματικά, μεγάλων διαστάσεων έργα, πολλά από τα οποία θα εκτεθούν για πρώτη φορά, καθώς δεν έβρισκαν χώρο στην προηγούμενη έκθεση. Μάλιστα, η οργάνωσή τους σε θεματικές νησίδες, που θα συμπαρασύρει εκείνη των πινάκων στους τοίχους, θα κάνει πιο περίπλοκη τη σύνθεση από μια γραμμική παράθεση, εξασφαλίζοντας στον κάθε επισκέπτη τη χάραξη της δικής του διαδρομής.
Η έκθεση χαρακτικών και σχεδίων σε ειδικά σημεία-κόμβους των αιθουσών σε συνάρτηση με την εποχή των εκθεμάτων, η προβολή πολλών και σημαντικών έργων της δυτικοευρωπαϊκής τέχνης, η παρουσίαση για πρώτη φορά, μαζί με το εμβληματικό έργο του Ντελακρουά Εζέν «Επεισόδιο του Ελληνικού Αγώνα» (1856), της μνημειακής – 8,5 μ. μήκους – σύνθεσης «30ή Μαρτίου» του Σαρλ Λουί Λουσιέν Μίλερ, αλλά και η «υπόσχεση», από την κα Πλάκα, ότι «δεν σταματάμε στο 2000, συνεχίζουμε να παρακολουθούμε την παραγωγή», ήταν πληροφορίες που έκλεισαν με τον πιο ελπιδοφόρο τρόπο τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Μουσείων.