Το βιβλίο του Πήτερ Ακρόυντ, «Τσάρλυ Τσάπλιν – Μια βιογραφία», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση Ανδρέα Αποστολίδη.
Ο Τσάρλυ Τσάπλιν υπήρξε το πρώτο μεγάλο ίνδαλμα της κινηματογραφικής οθόνης. Εκατό και κάτι χρόνια από την πρώτη ταινία του, παραμένει μια από τις πιο διάσημες μορφές του Χόλλυγουντ. Ποιός είναι, όμως, ο άνθρωπος πίσω από το μικρό, τετραγωνισμένο μουστάκι;
Η νέα βιογραφία του Πήτερ Ακρόυντ για έναν από τους μεγαλύτερους θρύλους του κινηματογράφου, που επηρέασε όσο λίγοι και εδραίωσε την έβδομη τέχνη, είναι ιδανική για τους αναγνώστες που θέλουν να μάθουν περισσότερα για τον μεγάλο σκηνοθέτη και ηθοποιό σε ένα σύντομο ανάγνωσμα.
Με εξαιρετικά διαυγή και οικονομικό τρόπο, ο Ακρόυντ περιγράφει την κινηματογραφική του πορεία από τις κωμωδίες του Μακ Σέννετ στις δικές του ανεξάρτητες ταινίες – πώς εξελίσσει και εμπλουτίζει τον χαρακτήρα του αλήτη, με κορύφωση στο «Χαμίνι», το «Τσίρκο» και τον «Χρυσοθήρα», δίνει νέες διαστάσεις στην παντομίμα και το κινηματογραφικό παίξιμο, ενώ παράλληλα διαμορφώνει το συχνά πικρό και τραγικό χιούμορ του- και μέχρι τις μεγάλες του συνθέσεις, όπως τους «Μοντέρνους καιρούς» και τον «Μεγάλο δικτάτορα».
Τα περιλαμβάνει όλα, από την παιδική του ηλικία στα μιούζικ χώλλ του φτωχού Λονδίνου, με τη μητέρα του να μπαινοβγαίνει στα ψυχιατρικά άσυλα, ως την αίγλη της χρυσής εποχής, τα σκοτεινά σκάνδαλα, τα προβλήματα πολιτικής φύσεως στην Αμερική της δεκαετίας του 1940, και την αυτοεξορία του στην Ελβετία, ως την καθυστερημένη βράβευση με το Όσκαρ για το σύνολο του έργου του. Διανθίζεται με γοητευτικά, ανεκδοτολογικά επεισόδια της ζωής του, τα ολονύκτια πάρτυ του Χόλλυγουντ με τη Μαίρυ Πίκφορντ και τον Ντάγκλας Φαίρμπανκς, τις σχέσεις του, τα ερωτικά σκάνδαλα, άλλα και τον εμμονικό χαρακτήρα του. Αυτή η αριστοτεχνική βιογραφία αποκαλύπτει τις πολλαπλές όψεις μιας από τις πιο χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες του περασμένου αιώνα, που κάποτε έγινε το πλέον διάσημο και αναγνωρίσιμο πρόσωπο στον πλανήτη.
«Την αρχή της άνοιξης του 1910 ο Τσάπλιν υπέγραψε καινούργιο συμβόλαιο με τον Κάρνο. Είχε γίνει πλέον αναγνωρισμένο αστέρι της παντομίμας του μιούζικ χωλλ. Ο αντιπρόσωπος των συμφερόντων του Κάρνο στις Ηνωμένες Πολιτείες Άλφρεντ Ρηβς είχε επιστρέψει εκείνη την εποχή στην Αγγλία αναζητώντας καινούργιο θίασο για την επικερδή αμερικανική περιοδεία. […] Ο Σταν Λώρελ θυμάται τον διάπλου του Ατλαντικού μ’ ένα πλοίο λίγο μεγαλύτερο από συνηθισμένο εμπορικό και ιδιαίτερα τη στιγμή που αντίκρισαν για πρώτη φορά στεριά. “Ήμασταν όλοι καθισμένοι στο κατάστρωμα”, έγραφε, “παρακολουθώντας τη στεριά μέσα από την καταχνιά. Ξαφνικά ο Τσάρλυ έτρεξε στην κουπαστή, έβγαλε το καπέλο του και το κούνησε φωνάζοντας, “Αμερική, έρχομαι να σε κατακτήσω! Άντρες, γυναίκες, παιδιά, όλοι θα έχουν τ’ όνομά μου στα χείλη τους –Τσαρλς Σπένσερ Τσάπλιν!” Τον γιουχάραμε στοργικά, μας υποκλίθηκε επίσημα και κάθισε πάλι”. Μπορεί να μοιάζει με ανάμνηση που αποκτήθηκε εκ των υστέρων, όμως και άλλα μέλη του θιάσου επιβεβαιώνουν τη σκηνή. Είναι ένα δείγμα της απεριόριστης φιλοδοξίας και αυτοπεποίθησης του Τσάπλιν. Και ο Σταν Λώρελ απέκτησε φυσικά μεγάλη φήμη στις Ηνωμένες Πολιτείες παίζοντας τον Λιγνό στο ντουέτο Λώρελ και Χάρντυ. […]
Ο Σταν Λώρελ, συγκάτοικός του στο μεγαλύτερο μέρος της περιοδείας, τον περιγράφει ως “πολύ εκκεντρικό”. Έλεγε πως “ήταν πολύ κυκλοθυμικός και ατημέλητος”, αλλά ξαφνικά σε εξέπληττε με το κομψό του ντύσιμο. Ο Λώρελ τηγάνιζε παϊδάκια παρότι απαγορευόταν να μαγειρεύουν στα δωμάτια, ενώ ο Τσάπλιν έπαιζε δυνατά βιολί.
Διάβαζε όλη την ώρα. Επιχείρησε να μάθει ελληνικά, αλλά εγκατέλειψε σύντομα την προσπάθεια. Σκέφθηκε να μάθει γιόγκα. Με λίγα λόγια προσπαθούσε να βελτιωθεί. Αγόρασε ένα τσέλο για να συμπληρώσει το βιολί του και άρχισε να ντύνεται με ρούχα που συνηθίζουν οι μουσικοί. Το ντύσιμό του ήταν πολύ σημαντικός παράγοντας. Όπως παρατηρεί ο Τόμας Κάρλαϋλ στο Sartor Resartus, “το Πνεύμα των Ρούχων” φιλοξενεί την ψυχή και την ευφυΐα ενός άντρα. Η αμφίεση του Τσάπλιν που παίζει τον Αλήτη είναι μια απόδειξη.
Ο Λώρελ θυμάται ότι τον ξάφνιαζε μια μέρα μπαίνοντας στην τουαλέτα τους· πόζαρε αναμαλλιασμένος με το τσέλο του μπροστά στον καθρέφτη. Έσερνε το δοξάρι με πολύ στυλ, όπως ένας επαγγελματίας στην ορχήστρα, θαυμάζοντας τον εαυτό του. Δεν σταματούσε να παίζει ρόλους· το χρειαζόταν για να βρίσκει τον εαυτό του. Με τα λόγια ενός κατοπινού γνωστού του, ήταν συνέχεια “κάπου”. Στην ουσία ήταν απρόβλεπτος. Έπαιζε στη σκηνή με κέφι και συναίσθημα, εκτός όμως σκηνής ήταν συχνά κλειστός και ολιγόλογος».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]