Skip to main content

Ζαν Λυκ Γκοντάρ: Έφυγε ο αιώνιος έφηβος του σινεμά

Από τον Άκη Καπράνο

«Είμαι ένας νέος σκηνοθέτης – έχω κάνει μονάχα 47 ταινίες» δήλωνε το 2015 στην Ιταλική Republica ο Ζαν Λικ Γκοντάρ, παρουσιάζοντας τότε τη νέα του ταινία στο Φεστιβάλ Καννών. Τίτλος της «Αντίο στη γλώσσα». Ο σκηνοθέτης είχε παρατηρήσει και στο παρελθόν πως νιώθει νεότερος από τους αμερικανούς σκηνοθέτες, γιατί η σχέση του με το αμερικανικό σινεμά ήταν σαν σχέση γιού-πατέρα. Χρησιμοποιώντας αυτήν την μεταφορά είχε βέβαια στο μυαλό την φροϋδική έννοια: αυτή την αντιθετική ορμή, απ’τη μια να ακολουθήσεις τα βήματα του πατέρα κι απ’την άλλη να απελευθερωθείς απ’αυτόν, να τον «σκοτώσεις».  Είχε σίγουρα δίκιο με το να υπονοεί πως κάθε σκηνοθέτης θα παγιδευτεί κάποια στιγμή ανάμεσα στην επιθυμία να μιμηθεί το Hollywood και την ανάγκη να αποκοπεί από αυτήν την επιβολή της «συμμόρφωσης» σε ένα μοντέλο. Έτσι, ο ίδιος αποφάσισε να σταθεί στην απέναντι όχθη. «Ο τίτλος είναι λίγο μυστηριώδης, το ξέρω. Το ίδιο και η ταινία. Σκέφτομαι πως θα παραμείνει ένα μυστήριο, ακόμη και μετά τις Κάννες. Δεν ξέρω αν θα έρθει ο διευθυντής του Φεστιβάλ, ο κύριος Τιερί Φρεμό, για να την παρακολουθήσει. Μου είπε πως θα το κάνει. Το οποίο φυσικά και δε σημαίνει απολύτως τίποτα».

Μέχρι το τέλος ο Γκοντάρ επέμενε να προκαλεί όχι μόνο το κοινό του, αλλά και τους θεωρητικούς που κάποτε τον λάτρεψαν και έχουν για σημαία τις κορυφαίες του στιγμές. «Το ζήτημα είναι η κατάρριψη των ορίων. Οι νέοι κινηματογραφιστές σήμερα μου φαντάζουν τεμπέληδες, δεν ενδιαφέρονται για την τεχνική. Μόλις που αντιλαμβάνεστε τι είναι ακριβώς μια κινηματογραφική μηχανή. Φανταστείτε δύο!». Προκλητικές ατάκες; Μα έχει παράδοση. Με αφορμή την αμέσως προηγούμενη ταινία του, που παρουσιάστηκε στις Κάννες του 2011, ο κινηματογραφιστής είχε δηλώσει περίτρανα πως ολόκληρη η Ευρώπη χρωστάει πνευματικά δικαιώματα στην Ελλάδα για τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, και σχεδόν όλοι στο νεοταλαίπωρο τότε έθνος μας χαμογέλασαν που κάποιος σοβαρότατος, κατά τα φαινόμενα, Ευρωπαίος είχε επιτέλους κάτι καλό να πει. Εκείνη η ταινία, με τίτλο «Film Socialisme», ξεκινούσε από μια κρουαζιέρα στη Μεσόγειο, σε χώρες υπαρκτές και ταυτόχρονα μυθικές (με την Πάτι Σμιθ να περιφέρεται μόνη ανάμεσα στο πλήθος των επιβατών, λες και αναζητά ένα χαμένο ακροατήριο). Ανάμεσα στις χώρες αυτές, και η Ελλάδα, «η χώρα του Περικλή και του Σοφοκλή όπου η τραγωδία και η δημοκρατία παντρεύτηκαν για να κάνουν ένα μόνο παιδί, τον εμφύλιο πόλεμο».

Είναι προφανές πως στις τελευταίες του δουλειές, η όποια ισχνή “πλοκή” είναι απλά η αφορμή για ένα πολύμορφο κολάζ στιγμιότυπων από ολόκληρη την ιστορία και των εφτά τεχνών – αν φυσικά δεχτούμε πως οι προηγούμενες έξι προϋπήρξαν απλά και μόνο για να φτάσουμε στον κινηματογράφο. Κάτι που ο Γκοντάρ υποστήριξε με πάθος από το 1960, τότε δηλαδή που παρουσίαζε το Με Κομμένη Την Ανάσα με τους Ζαν Πολ Μπελμοντό και Τζέιν Σίμπεργκ, αλλάζοντας μια για πάντα τον τρόπο που βλέπουμε και που κάνουμε σινεμά. Στην «Κινέζα» που ο Γκοντάρ γύρισε έναν χρόνο πριν τα γεγονότα εκείνου του Μάη, μια ομάδα φοιτητών που δηλώνουν πίστη στο Μαοϊκό όραμα, αποφασίζουν να δολοφονήσουν τον Ρώσο Υπουργό Εξωτερικών που ετοιμάζεται να επισκεφτεί τη Γαλλία. Η κάμερα καταγράφει με πιστότητα την πλάνη των ηρώων του: ήρωες που “επαναστατούν” σε φιλοσοφικό επίπεδο αλλά απολαμβάνουν τους καρπούς του καπιταλισμού, ιδεολογίες που “φοριούνται” ως χειμερινό ένδυμα, επαναστάσεις που “στουκάρουν” στο αδιέξοδο.

Ο Γκοντάρ αναζητούσε μέχρι τέλους αυτό που δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί.