Skip to main content

Μαρλέν Ντίτριχ: H Google τιμά τη διάσημη Γερμανίδα ηθοποιό

Το σημερινό Doodle της μεγαλύτερης μηχανής αναζήτησης είναι αφιερωμένο στην 116η επέτειο από τη γέννηση της διάσημης Γερμανίδας ηθοποιού του θεάτρου και του κινηματογράφου Μαρλέν Ντίτριχ (Marlene Dietrich).

Η Μαρί Μαγκνταλένε Ντίτριχ γεννήθηκε, σαν σήμερα,  στις 27 Δεκεμβρίου 1901 στο Βερολίνο και μεγάλωσε σύμφωνα με την αυστηρή καθοδήγηση της συντηρητικής μητέρας της. Ήθελε να γίνει μουσικός, αλλά ένας τραυματισμός στο αριστερό της χέρι ανέτρεψε τα αρχικά σχέδιά της αναγκάζοντάς τη να διακόψει τις σπουδές της στο βιολί.

Έτσι αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Αρχικά σπούδασε υποκριτική κοντά στον νεωτεριστή σκηνοθέτη Μαξ Ράινχαρτ και στη συνέχεια έγινε μέλος του θιάσου του. Το 1924 παντρεύτηκε τον βοηθό παραγωγής Ρούντολφ Ζίμπερ και ένα χρόνο μετά απέκτησαν την κόρη τους Μαρία. Ο γάμος τους διαλύθηκε και παρέμειναν φίλοι ως τον θάνατο του Ρούντι, το 1976.

Ως το 1927 ερμήνευε μικρούς ρόλους στο θέατρο και συμμετείχε σε πολλές βουβές ταινίες. Τον Αύγουστο του 1929, ο αυστριακής καταγωγής Αμερικανός σκηνοθέτης Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ βρέθηκε στο Βερολίνο για τα γυρίσματα μιας ταινίας, γνώρισε την Ντίτριχ και έτσι γεννήθηκε μία από τις πιο πετυχημένες συνεργασίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Παρά τις αντιρρήσεις πολλών, γύρισαν μαζί, το 1930, την ταινία «Γαλάζιος Άγγελος» (Der Blaue Engel), που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Τόμας Μαν «Ο Καθηγητής Ούνρατ» (Professor Unrat). Η ταινία γνώρισε παγκόσμια επιτυχία και απογείωσε την καριέρα της. Η Ντίτριχ ερμήνευε τη Lola Lola, μία αισθησιακή, αλλά κουρασμένη από τον κόσμο καλλιτέχνιδα του καμπαρέ.

Ντίτριχ και ο Στέρνμπεργκ συνεργάστηκαν στις ταινίες: «Μαρόκο» (Morocco,1930), «Η ατιμασμένη» (Dishonored, 1931), «Σαγκάη εξπρές» (Shanghai Express, 1932), «Ξανθή Αφροδίτη» (Blond Venus, 1932), «Τραγική Τσαρίνα» (Scarlet Empress, 1934) και «Ο διάβολος είναι γυναίκα» (The Devil is a woman, 1935). Μάλιστα, στην ταινία «Μαρόκο», φορώντας φράκο και ημίψηλο καπέλο, ανέδειξε με μοναδικό τρόπο τη θηλυκότητα μέσα από το ανδρικό στυλ, που ταυτίστηκε για πάντα με το όνομά της. Δύο δεκαετίες αργότερα, ο Άγγλος θεατρικός συγγραφέας Κένεθ Τάιναν έγραφε γι’ αυτή: «Ο ανδρισμός της αγγίζει τις γυναίκες και η σεξουαλικότητά της τους άνδρες».

Το 1936 η Ντίτριχ ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη ηθοποιός του κόσμου. Το 1939, αλλάζοντας την υπηκοότητά της σε αμερικανική, αποδοκιμάστηκε από τον γερμανικό λαό ενώ ο Τύπος τής αφιέρωσε πρωτοσέλιδα με τίτλο: «Ντίτριχ: προδότρια της πατρίδας».

Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αισθάνθηκε, ως Γερμανίδα, συνυπεύθυνη για τις πράξεις του Χίτλερ και συμμετείχε στον αγώνα κατά του ναζισμού. Ο ίδιος ο Χίτλερ τη θαύμαζε απεριόριστα. Συνεργάτες του προσπάθησαν, μάλιστα, κατόπιν εντολής του να τη δελεάσουν και να τη φέρουν πίσω στη Γερμανία. Εκείνη αρνήθηκε και τιμήθηκε αργότερα για την προσφορά της με το μετάλλιο της ελευθερίας.

Το 1950 συνεργάστηκε με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ στην ταινία «Ο δολοφόνος έρχεται κάθε βράδυ» (Stage Flight). Ο «Άρχοντας του Σασπένς», ενθουσιασμένος με τον επαγγελματισμό της, της επέτρεψε να επεμβαίνει στο σετ και να δίνει οδηγίες στους συνεργάτες του, πράγμα ασυνήθιστο για εκείνον.

Το 1951 η Ντίτριχ ηχογράφησε για λογαριασμό της Columbia στη Νέα Υόρκη τον πρώτο της δίσκο, με τίτλο «Marlene Dietrich Overseas», ενώ το 1952 γύρισε την πλάτη στη μεγάλη οθόνη και η επιλογή της να εμφανιστεί ξανά στη θεατρική σκηνή στέφθηκε με τεράστια επιτυχία. Το 1960 ρίσκαρε την επιστροφή της στη Γερμανία και παρ’ όλη την κατακραυγή που της επιφυλάχθηκε –οι συμπατριώτες της δεν της συγχώρεσαν ποτέ την αλλαγή της υπηκοότητας– εκείνη επέμεινε και κέρδισε εκ νέου την αγάπη τους.

Τον Σεπτέμβριο του 1975, στην Αυστραλία που βρισκόταν για παραστάσεις, έπεσε από τη σκηνή και ένα κάταγμα στον μηρό σηματοδότησε το τέλος των εμφανίσεών της. Επέστρεψε στο Παρίσι και έζησε μόνη της, αφού οι στενοί της φίλοι, Έρνεστ Χεμινγουέι, Εντίθ Πιάφ, Ζαν Κοκτό και Νόελ Κάουαρντ, δεν ζούσαν πια.

Το 1978 η Ντίτριχ εμφανίστηκε για τελευταία φορά στην ταινία του Ντέιβιντ Χέμινγκ «Ζιγκολό» (Just a gigolo), στο πλευρό του Ντέιβιντ Μπόουι.

Το 1982 επέτρεψε στον Μαξιμίλιαν Σελ να ηχογραφήσει την τελευταία της συνέντευξη, διάρκειας 18 ωρών. Ο Σελ χρησιμοποίησε αποσπάσματα της συνέντευξης στο αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ με τίτλο «Marlene: A feature», που γνώρισε το 1984 τεράστια επιτυχία παγκοσμίως.

Η Ντίτριχ καθιέρωσε στον κινηματογράφο της εποχής τον τύπο της μοιραίας γυναίκας και υπήρξε το ίνδαλμα εκατομμυρίων γυναικών. Οι ομοφυλοφιλικές της τάσεις έγιναν γνωστές αφού εγκατέλειψε την κινηματογραφική της σταδιοδρομία σε προχωρημένη πλέον ηλικία.  Στις 6 Μαΐου 1992, η Γερμανίδα ντίβα άφησε την τελευταία της πνοή στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, σε ηλικία 90 ετών. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει ένατη στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.