Από την έντυπη έκδοση
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Σε κρίσιμη φάση για τη βιωσιμότητά τους έχουν εισέλθει εκατοντάδες χιλιάδες καταστήματα σε επαρχιακές πόλεις, που κατάφεραν να επιβιώσουν της δεκαετούς οικονομικής κρίσης -με δύο στα πέντε (42,5%) να βλέπουν τις πωλήσεις τους να επιβραδύνονται ακόμη και σήμερα, αν και τα υπόλοιπα έχουν σταθεροποιηθεί- την ίδια στιγμή που στην περιοχή της πρωτεύουσας η ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων δείχνει να ευνοεί την τοπική οικονομία.
Οι αλλαγές είναι συνεχείς στο λιανεμπόριο, με τους ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων της περιφέρειας να προσπαθούν να συνέλθουν από την κρίση, δηλώνοντας προς το παρόν επιφυλακτικοί.
Σχεδόν επτά στους δέκα που διαχειρίζονται καταστήματα (67,5%) αναφέρουν πολύ ή πάρα πολύ αρνητική επίπτωση της οικονομικής κρίσης στο εισόδημά τους. Τρεις στους δέκα (27,5%) χρειάστηκε να βρουν και δεύτερη δουλειά για να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους την περίοδο της ύφεσης, ενώ ειδικά τα τελευταία χρόνια η μείωση των κερδών οδήγησε πολλούς στην αναζήτηση χρηματικής βοήθειας. Πρωτίστως στράφηκαν σε συγγενικά και φιλικά πρόσωπα και δευτερευόντως σε τραπεζικό δανεισμό.
Τα στοιχεία, που αποτελούν συμπεράσματα έρευνας που εκπόνησε η Ρόιδω Μητούλα, καθηγήτρια Τοπικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου, σε συνεργασία με τον Νικόλαο Κοσσιώρη, οικονομολόγο Τμήματος Οικιακής Οικονομίας & Οικολογίας Χαροκοπείου Πανεπιστημιου, ΠΜΣ «Βιώσιμη Ανάπτυξη», δείχνουν επίσης ότι παρά τη μείωση των κερδών, τον τελευταίο χρόνο ένα ποσοστό 60% περίπου των καταστημάτων του δείγματος κατάφεραν να κρατήσουν μια σταθερή πορεία, ενώ το 40% συνεχίζει να έχει πτωτική εξέλιξη. Σημειώνεται ότι οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στα κέντρα περιφερειακών ελληνικών πόλεων είναι αρνητικές για όλα τα εμπορικά καταστήματα, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους ή το προϊόν που εμπορεύονται, όπως αποτυπώθηκε στην έρευνα, που διεξήχθη τον Αύγουστο του 2018 σε ιδιοκτήτες καταστημάτων ενδεικτικών ελληνικών πόλεων, Καβάλας και Καλαμάτας.
Οι καταστηματάρχες που ρωτήθηκαν, κυρίως άνδρες, χωρίς η διαφορά που προκύπτει από το ποσοστό των γυναικών να είναι μεγάλη (55% άνδρες και 45% γυναίκες), λειτουργούσαν τα καταστήματά τους και πριν ξεσπάσει η κρίση σε ένα ποσοστό 70%, ενώ το ένα τέταρτο των καταστημάτων εγκαινίασαν τη λειτουργία τους κατά τη διάρκεια της κρίσης. Το 7,5% ανέφερε ότι λειτουργεί 1-3 χρόνια, το 20% 4-8 χρόνια, ένα ποσοστό 27,5% μέχρι 15 χρόνια και η πλειοψηφία, 37,5%, ανέφερε λειτουργία 16-20 χρόνια. Όπως εξηγεί η κ. Μητούλα, σε ποσοστό πάνω από 70% ο χώρος του καταστήματος είναι μισθωμένος, οπότε αυξάνονται τα έξοδα για τη συντήρησή του. «Όσον αφορά το ετήσιο εισόδημα των καταστημάτων, το ένα τέταρτο αυτών βγάζουν έως 10.000 ευρώ τον χρόνο που δεν θεωρείται υψηλό, ούτε καν μεσαίο εισόδημα για μια οικογένεια. Οι περισσότεροι κυμαίνονται γύρω στις 20.000 ευρώ που είναι ένα αρκετά καλό εισόδημα για ένα κατάστημα. Επιπλέον, στην έρευνα δόθηκε έμφαση στην ανάληψη δανείου κατά την έναρξη λειτουργίας των καταστημάτων. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το 37%, δηλαδή ένα σημαντικό ποσοστό, “έχτισε” την επιχείρησή του με δάνειο, που ακόμη αποπληρώνει» προσθέτει, για να καταλήξει ότι η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει αρνητικά όλους στο εισόδημά τους και ταυτόχρονα έχει επηρεάσει και τη συμπεριφορά των καταναλωτών, οι οποίοι είναι πιο επιλεκτικοί στις αγορές τους, κάνουν έρευνα αγοράς και επικεντρώνονται στην αγορά βασικών προϊόντων.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν επίσης ότι πριν από την εμφάνιση της κρίσης υπήρχε κέρδος για τα μισά καταστήματα της έρευνας, πάνω από 70%, ενώ το ένα τρίτο εμφάνιζε κέρδος ακόμη και 100%. Με την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης, το κέρδος μειώνεται στο 40% και 20% αντίστοιχα σε σχέση με παλαιότερα. Η κ. Μητούλα, που παρουσίασε τα συμπεράσματα της έρευνας σε πρόσφατο συνέδριο του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, σημειώνει ότι οι καταστηματάρχες παραδέχονται ότι τα εισοδήματα από την επιχείρησή τους είναι αρκετά περιορισμένα για την κάλυψη των οικογενειακών/προσωπικών τους αναγκών. Αρκετοί στηρίζονται και στο εισόδημα του/της συζύγου για την κάλυψη των διαφόρων αναγκών τους, ενώ περισσότερο από το 50% των καταστημάτων προσπαθούν να προσελκύσουν καταναλωτές μέσω προσφορών, όμως αυτό δεν είναι πάντα αποτελεσματικό.
Κόντρα στις δυσκολίες
Ένα σημαντικό συμπέρασμα που προέκυψε είναι επίσης ότι οι καταστηματάρχες, παρ’ όλη τη δυσκολία, δεν έχουν βρεθεί, ακόμη τουλάχιστον, σε μεγάλο αδιέξοδο ώστε να σκεφτούν και να προβούν στο κλείσιμο της επιχείρησής τους. Βέβαια, φαίνεται ότι σε κάποιο ποσοστό έχουν μετανιώσει για την έναρξη της επιχείρησής τους, όμως παραδέχονται ότι, αν και μειωμένο, βγάζουν κάποιο κέρδος και συντηρούνται από αυτήν. Είναι ενδεικτικό ότι ένας στους δέκα (10%) αναφέρει ότι δεν μετάνιωσε καθόλου που άνοιξε κατάστημα. Το 32,5% ανέφερε ότι έχει μετανιώσει ελάχιστα, επιπλέον 32,5% έχει μετανιώσει λίγο, 22,5% μέτρια και μόλις 2,5% λέει ότι έχει μετανιώσει πολύ.