Από την έντυπη έκδοση
Αμφιβόλου αξιοπιστίας και επιφανειακή χαρακτήρισε η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) τη μελέτη της φινλανδικής συμβουλευτικής εταιρείας Rewheel για τις τιμές και το επίπεδο του ανταγωνισμού στην κινητή τηλεφωνία που δημοσιοποίησε προχθές η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Από την πλευρά των εταιρειών, στελέχη της Vodafone σχολίασαν ότι «πρόκειται για ένα συνονθύλευμα από ανακρίβειες, παντελώς εσφαλμένα στοιχεία και ανεδαφικές αναφορές, που όχι μόνο δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, αλλά παρασύρουν τον αναγνώστη σε λάθος συμπεράσματα και υπονομεύουν το ψηφιακό άλμα της Ελλάδας – και μάλιστα για λόγους άσχετους από την καλή λειτουργία των θεσμών της χώρας».
Τα επίμαχα σημεία
Η εν λόγω μελέτη έχει προκαλέσει ποικίλα σχόλια, δεδομένου ότι με αυτήν επιχειρείται εμμέσως πλην σαφώς να υποστηριχθεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού προκειμένου να αναλάβει την αρμοδιότητα περί ανταγωνισμού στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (εκ των υστέρων εφαρμογή του δικαίου ανταγωνισμού και έλεγχος συγκεντρώσεων) που σήμερα ασκεί η ΕΕΤΤ. Πολιτικό σχόλιο από την πλευρά του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης δεν υπήρξε, ωστόσο οι πληροφορίες αναφέρουν πως η ηγεσία του δεν θα συμφωνήσει με τη μεταφορά αρμοδιοτήτων από την ΕΕΤΤ στην Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Υπενθυμίζεται ότι στη μελέτη της Rewheel (για την οποία στελέχη της αγοράς τηλεπικοινωνιών υποστηρίζουν πως δεν εξειδικεύεται στις έρευνες αγοράς, αλλά στις μελέτες που έχουν σχέση με τη διαχείριση φάσματος ραδιοσυχνοτήτων) καταγράφονται στοιχεία από τις τιμές στην κινητή τηλεφωνία, καταλήγοντας ότι οι πάροχοι στην Ελλάδα διαθέτουν τις υπηρεσίες τους ακριβότερα από κάθε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ, κάτι που η φινλανδική εταιρεία το αποδίδει στην έλλειψη ανταγωνισμού, χαρακτηρίζοντας την ελληνική αγορά ως «κλειστή ολιγοπωλιακή». Ως λύση προτείνει την είσοδο τέταρτου παίκτη με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (να μην προέρχεται από μεγάλο όμιλο κ.λπ.), υποδεικνύοντας τη διαδικασία για το 5G ως ευκαιρία για την είσοδό του. Για το τελευταίο ζήτημα ο αντίλογος είναι πως η ευκαιρία για την είσοδο νέου παίκτη υφίσταται εκ των πραγμάτων στο πλαίσιο της διαδικασίας για το φάσμα, όμως με βάση τα έως τώρα δεδομένα δεν έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον.
Σύμφωνα με την ΕΕΤΤ, «από το 2000 ασκεί τη “διττή αρμοδιότητα” στην αγορά Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και συγκεκριμένα τόσο της ex ante εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού στο πλαίσιο του ρυθμιστικού της ρόλου, αλλά και της ex post εφαρμογής του, εθνικού και ενωσιακού, δικαίου ελεύθερου ανταγωνισμού. Αυτό το μοντέλο έχει αποδειχθεί η βέλτιστη επιλογή, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων στις συγκεκριμένες αγορές περιλαμβάνουν και τις δύο παραπάνω πτυχές, ενώ παράλληλα επιτρέπει τη συμπληρωματική εφαρμογή της ex ante ρύθμισης και των κανόνων περί ελεύθερου ανταγωνισμού με αποδοτικό τρόπο. Η ανάθεση της εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού στην αγορά των τηλεπικοινωνιών αποκλειστικά σε εξειδικευμένη ανεξάρτητη αρχή συμβαδίζει απόλυτα με έναν εθνικό σχεδιασμό, ο οποίος αντιμετωπίζει τον τομέα των Τηλεπικοινωνιών και της Πληροφορικής ως τομέα στρατηγικής σημασίας και προτεραιότητας».
«Αντιφατικά στοιχεία»
Όπως επεσήμανε ακόμη η ΕΕΤΤ στην απάντησή της προς την Επιτροπή Ανταγωνισμού, «η μελέτη την οποία επικαλείται και παρουσιάζει η Επιτροπή Ανταγωνισμού εμφανίζει παράδοξα και εν πολλοίς αντιφατικά στοιχεία, ενώ η μεθοδολογία που ακολουθεί είναι αμφιβόλου αξιοπιστίας, όπως:
- Οι πολιτικές κοινής χρήσης υποδομής αποτελούν διεθνή τάση με στόχο τη μείωση του κόστους επενδύσεων και πρέπει να ενθαρρύνονται και προφανώς πρέπει να διευκρινίζεται αν αφορούν χρήση φάσματος, χρήση ενεργού εξοπλισμού ή απλώς παθητικό εξοπλισμό που οδηγεί και σε μείωση του αριθμού των κεραιοσυστημάτων.
- Η επιλογή των χωρών που χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα αποτελούν αντιπαραδείγματα παρεμβάσεων, όπως η περίπτωση του Καναδά, η οποία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μονοπωλιακής/δυοπωλιακής αγοράς.
- Η επιλογή στη σύγκριση πακέτων που δεν είναι αντιπροσωπευτικά της μέσης χρήσης στην ελληνική αγορά, καθώς δεν υπάρχει ρητή αναφορά στην επιβάρυνση της φορολογίας ή άλλων χαρακτηριστικών, όπως χρονική δέσμευση συμβολαίου, επιδότηση συσκευής ή εκπτωτική πολιτική κ.λπ. Αφορά, δηλαδή, ένα πολύ μικρό μερίδιο αγοράς».