Skip to main content

Σε τροχιά ανάπτυξης και πάλι η εγχώρια αλευροβιομηχανία

Σε βάθος πενταετίας 2028-2022 η εικόνα των επιχειρήσεων του κλάδου εμφανίζει βελτιωμένες επιδόσεις μεγεθών

Το κανάλι HoReCA «ζυμώνει» ξανά ανάπτυξη για την εγχώρια αλευροβιομηχανία, με τις προβλέψεις της ICAP CRIF που παρουσιάζει σήμερα η «Ν» να υπολογίζουν μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της κατανάλωσης αλεύρων 2% για την διετία 2024-2025. Σε βάθος πενταετίας 2028-2022 και παρά την συγκυρία των έντονων προκλήσεων η εικόνα των επιχειρήσεων του κλάδου εμφανίζει βελτιωμένες επιδόσεις μεγεθών.

H κ. Σταματίνα Παντελαίου, Διευθύντρια, Οικονομικές – Κλαδικές Μελέτες ICAP CRIF.

Αναλυτικότερα, όπως αναφέρει η Διευθύντρια Οικονομικών & Κλαδικών Μελετών της ICAP CRI  Σταματίνα Παντελαίου, «η συνολική κατανάλωση αλεύρων ακολούθησε ελαφρά ανοδική πορεία το 2023. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την εκτίμηση, διαδραμάτισαν οι αυξημένες τουριστικές αφίξεις στη χώρα μας και συνεπώς η ενίσχυση της ζήτησης από το επαγγελματικό κανάλι (HO.RE.CA.). Ο ρυθμός ανόδου, ωστόσο επηρεάστηκε από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων και οι γεωπολιτικές εξελίξεις (πολεμική σύγκρουση Ρωσίας – Ουκρανίας). Για τη διετία 2024-2025 προβλέπεται ότι η κατάσταση θα έχει ομαλοποιηθεί και η κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί με ελαφρώς υψηλότερο ρυθμό, μέσος ετήσιος ρυθμός περίπου 2%».

Ο κ. Δεσπότης Κωνσταντίνος, Consultant, Οικονομικές – Κλαδικές Μελέτες ICAP CRIF

Αντίστοιχα, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Κωνσταντίνος Δεσπότης, Consultant της Διεύθυνσης Οικονομικών – Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF, «το 2020 η εγχώρια κατανάλωση εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος εξαιτίας της πανδημίας (Covid-19). Η αναστολή λειτουργίας της εστίασης (περίοδοι lockdown), επηρέασε σημαντικά τον κλάδο καθώς, αποτελεί βασικό κανάλι διανομής των προϊόντων. Μεγάλη μείωση παρατηρήθηκε στα επαγγελματικά προϊόντα της αλευροβιομηχανίας, που απευθύνονται στη Βιοτεχνική Αρτοποιία και Ζαχαροπλαστική, ενώ σημαντική αύξηση παρατηρήθηκε στα καταναλωτικά προϊόντα (για οικιακή χρήση). Το 2021  με την σταδιακή ομαλοποίηση των συνθηκών της αγοράς, η εγχώρια κατανάλωση αλεύρων αυξήθηκε κατά 2%. Η ανοδική πορεία της αγοράς συνεχίστηκε και το 2022, με το μέγεθος της κατανάλωσης να εκτιμάται ότι κατέγραψε αύξηση 4% έναντι του 2021, ενώ το 2023 εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 1%».

Σε όρους εγχώριας παραγωγής αλεύρων σίτου τη διετία 2018-2019  καταγράφηκε μέση αύξηση  4%, αλλά η ανοδική αυτή πορεία διεκόπη το 2020, όταν και σημειώθηκε υποχώρηση 6%. Το 2021 παρά τους περιορισμούς στο κανάλι εστίασης, η εγχώρια παραγωγή κατέγραψε άνοδο 3%  ενώ ανοδικά συνέχισε και το 2022 ενισχυμένη κατά 2%. Σημειώνεται ότι η εγχώρια παραγωγή καλύπτει ουσιαστικά τη ζήτηση, καθώς η εισαγωγική διείσδυση κυμαίνεται στο 3% περίπου τα τελευταία χρόνια. Οι εξαγωγές του κλάδου κυμαίνονται επίσης σε χαμηλά επίπεδα σε περίπου 4% την τελευταία πενταετία.

Πάντως, η εικόνα της χρηματοοικονομικής ανάλυσης 23 επιχειρήσεων αλευροβιομηχανίας για την περίοδο 2018-2022 προσδίδει  ένα θετικό πρόσημο στην αγορά στην εξεταζόμενη πενταετία. Με βάση τα πορίσματα της ICAP CRIF το σύνολο του ενεργητικού αυξήθηκε καθ’όλη την εξεταζόμενη πενταετία κατά 22,5% παρουσιάζοντας τη μεγαλύτερη αύξηση το 2021 (+9,6%) ενώ το 2022 η άνοδος κυμάνθηκε σε 8,0%. Τα ίδια κεφάλαια αυξήθηκαν κατά 3,4% το 2022 ενώ η σωρευτική αύξηση την εξεταζόμενη πενταετία κυμάνθηκε σε 5,9% . Οι μεσο-μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις και προβλέψεις αυξήθηκαν κατά 51,4% την περίοδο 2022/18, ενώ οι βραχυπρόθεσμενες υποχρεώσεις κατά  33,0% το ίδιο χρονικό διάστημα. Ο συνολικός κύκλος εργασιών των εταιρειών συνολικά ενισχύθηκε κατά 67,3% (2022/18), με το 2022 να καταγράφεται η υψηλότερη απόδοση στα έσοδα κατά 41,6%. Τα μικτά κέρδη κατέγραψαν περίπου την ίδια αύξηση το 2022 (41,7%) ενώ σωρευτικά το διάστημα 2022-2018 αυξήθηκαν κατά 26,6%. Τα  προ φόρου κέρδη έπειτα από διαδοχικές μειώσεις τη διετία 2020-2021, παρουσίασαν θεαματική άνοδο το 2022 καθώς υπερτριπλασιάστηκαν ενώ η σωρευτική αύξηση στην πενταετία διαμορφώθηκε σε 44,6%. Επίσης τα EBITDA αυξήθηκαν σημαντικά το 2022 (58,6%). Από τις 23 επιχειρήσεις του δείγματος, οι 21 (ποσοστό 91,3%) ήταν κερδοφόρες το 2022 έναντι 19 το 2021 (82,6%).