Διάχυτη είναι η αισιοδοξία για τις ελληνικές τράπεζες πως τελικώς οι ευρωπαϊκές αρχές τραπεζικής εποπτείας θα τους επιτρέψουν να διανείμουν μερίσματα, αφού τα πήγαν κάτι παραπάνω από καλά στους ισολογισμούς τους, όπως καταγράφεται και στα αποτελέσματα της εποπτικής αξιολόγησης (SREP), την οποία διενεργεί ο SSM.
Εάν όλα συνεχίσουν με αυτούς τους ρυθμούς, ο εποπτικός μηχανισμός των ευρωπαϊκών τραπεζών φαίνεται πως δεν θα δημιουργήσει προσκόμματα στις ελληνικές συστημικές προκειμένου να διανείμουν μέσα στο νέο έτος τα μερίσματα που έχουν προγραμματίσει για τη χρήση 2023.
Όπως κατέγραψαν οι διαδικασίες της εποπτικής αξιολόγησης, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών ήταν κατά πολύ υψηλότεροι έναντι της νέας απαίτησης, ενώ σε ό,τι αφορά τον δεύτερο πυλώνα οι δείκτες των πιστωτικών ιδρυμάτων παρέμειναν σταθεροί.
Για τις ελληνικές τράπεζες, οι απαιτήσεις για το Pillar 2 διαμορφώνονται ως εξής:
- Alpha Bank: 3% για κάθε μία από τις χρονιές 2022-2024.
- Eurobank: 3% για το 2022, 2,75% για το 2023 και 2,75% για το 2024.
- Εθνική Τράπεζα: 3% για το 2022, 3% για το 2023 και 2,75% για το 2024.
- Τράπεζα Πειραιώς: 3% για κάθε μία από τις χρονιές 2022-2024.
Τα αποτελέσματα της εποπτικής αξιολόγησης καταγράφουν ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν εύρωστες θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας, καθώς και αυξημένη κερδοφορία, καταλήγει ο SSM σε ανακοίνωσή του.
Η διαδικασία αυτή αποτελεί βασική δραστηριότητα των ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας, η οποία τους επιτρέπει να αξιολογούν τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες και τον τρόπο με τον οποίο τους διαχειρίζονται. Με βάση τα αποτελέσματα της εποπτικής αξιολόγησης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προσδιορίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και εκδίδει μέτρα ποιοτικού χαρακτήρα για να διορθωθούν οι ανεπάρκειες της κάθε τράπεζας. Το αποτέλεσμα της εποπτικής αξιολόγησης λαμβάνεται επίσης υπόψη στις εποπτικές προτεραιότητες της ΕΚΤ για την επόμενη τριετία. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, ο SSM αναδιαμορφώνει τις απαιτήσεις του για το μέλλον, επαναπροσδιορίζοντας και επαναξιολογώντας τους κινδύνους που οι τράπεζες διατρέχουν.
Μελλοντικές εξελίξεις
Για τις μελλοντικές εξελίξεις, ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας αντιμετωπίζει διάφορες προ- κλήσεις, που απαιτούν αυξημένη επαγρύπνηση τόσο από τις εποπτικές αρχές όσο και από τις τράπεζες.
Όπως σημειώνεται, ενώ ο ταχύς ρυθμός ανόδου των επιτοκίων έχει μέχρι στιγμής ωφελήσει την κερδοφορία των τραπεζών, το περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων αναμένεται να αυξήσει τόσο τη μεταβλητότητα ορισμένων πηγών χρηματοδότησης όσο και το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών μεσοπρόθεσμα, ακριβώς τη στιγμή που πρόκειται να αντικατασταθούν σημαντικά ποσά χρηματοδότησης κεντρικής τράπεζας. Επιπλέον, η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών μπορεί να αρχίσει να υποβαθμίζεται ξανά εάν υλοποιηθούν γεωπολιτικοί κίνδυνοι ή εάν ο υψηλός πληθωρισμός σε συνδυασμό με τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης περιορίσει την ικανότητα των νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων να εξυπηρετούν τα χρέη τους. Τα υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου ενδέχεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω ανατιμολόγηση των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού και σε νέα επεισόδια υψηλής μεταβλητότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Στο πλαίσιο των εποπτικών προτεραιοτήτων του SSM για την περίοδο 2024-2026, τρία ζητήματα θα απασχολήσουν την εποπτεία. Θα ζητηθεί πρωτίστως από τα εποπτευόμενα ιδρύματα να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους σε άμεσες μακροχρηματοπιστωτικές και γεωπολιτικές διαταραχές και αυτή είναι η πρώτη προτεραιότητα. Επίσης, θα κληθούν να επιταχύνουν την αποτελεσματική διόρθωση των ελλείψεων όσον αφορά τη δια- κυβέρνηση και τη διαχείριση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων (προτεραιότητα 2) και να σημειώσουν περαιτέρω πρόοδο ως προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους και τη δημιουργία εύρωστων πλαισίων επιχειρησιακής ανθεκτικότητας (προτεραιότητα 3).