Skip to main content

Μειωμένος ο τζίρος των θερινών εκπτώσεων, το γάντι σε τράπεζες και σούπερ μάρκετ

Aris Oikonomou/ SOOC

Η «Ν» παρουσιάζει την έρευνα του ΕΣΑ για τους παράγοντες που επηρέασαν τις πωλήσεις . Το 49,2% των εμπόρων δήλωσε χειρότερο τζίρο στις φετινές χειμερινές εκπτώσεις σε σύγκριση με το 2022.

Η Έρευνα του Εμπορικού Συλλόγου Αθήνας που παρουσιάζει η «Ν» είναι αποκαλυπτική για τις θερινές εκπτώσεις, καθώς προκύπτει μια διακοπή της πορείας προς την κανονικότητα, που είχε αρχίσει να διαφαίνεται στην αντίστοιχη περσινή περίοδο.

Απρόβλεπτοι παράγοντες, που τελικά καραδοκούν, τονίζει ο πρόεδρος του ΕΣΑ Σταύρος Καφούνης, όπως ο παρατεταμένος καύσωνας του Ιουλίου, σε συνδυασμό με το περιορισμένο διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων αλλά και των ξένων καταναλωτών, οδήγησαν τις πωλήσεις μικρών, μεσαίων και μεγάλων εμπορικών σημείων σε πτώση για σχεδόν έναν στους δύο εμπόρους. Η πτώση αυτή, σε συνδυασμό με την αύξηση των λειτουργικών εξόδων όλων των επιχειρήσεων, αυξάνει τον προβληματισμό για το μέλλον. Εκφράζεται, δε, στον δείκτη αισιοδοξίας, ο οποίος από το 61% που είχε διαμορφωθεί μετά το πέρας των χειμερινών εκπτώσεων έχει μειωθεί σήμερα στο 26%.

Ο εμπορικός κόσμος, επισημαίνει ο κ. Καφούνης, ζητά δράση, με ισχυρές παρεμβάσεις, όπως στήριξη των εισοδημάτων, ειδικά των ευάλωτων συμπολιτών μας, λελογισμένες αυξήσεις, οι οποίες θα τονώσουν το διαθέσιμο εισόδημα, με ταυτόχρονη περαιτέρω μείωση φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών που θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Αξίζει να αναφερθεί πάντως ότι ο σημαντικότερος παράγοντας που επιβαρύνει το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, όπως προκύπτει από την έρευνα -πρώτος, με ποσοστό 40%-, είναι ο τραπεζικός τομέας.

Οι τράπεζες όχι απλώς δεν χρηματοδοτούν, σημειώνει ο κ. Καφούνης, αλλά και όπου αυτό συμβαίνει επιβαρύνουν αλόγιστα τους πελάτες, ενισχύοντας έτσι την ασφυξία προς τις επιχειρήσεις. Να μπει τέλος στα υπέρογκα κόστη Επιτέλους, υπογραμμίζει με νόημα ο πρόεδρος του ΕΣΑ, τώρα είναι η στιγμή για να δημιουργήσουμε ίσως το «καλάθι των τραπεζών» κατά το παράδειγμα των άλλων «καλαθιών», μήπως μπει τελικά ένα φρένο στα υπέρογκα κόστη που βαραίνουν την πραγματική οικονομία και δοθεί μια ανάσα η οποία θα επιτρέψει στην υγιή επιχειρηματικότητα να αναπτυχθεί ισχυρά.

Εμείς, αναφέρει, «θα λάβουμε αμέσως πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση, διότι δεν επιτρέπεται συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού, άλλοτε από τα super markets και άλλοτε από τις τράπεζες, να αφαιρούν πολύτιμο οξυγόνο σε μία περίοδο που είναι εφικτό να απογειωθεί η ιδιωτική πρωτοβουλία προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας».

Ένας στους δύο δήλωσε χειρότερο τζίρο σε σύγκριση με το 2022

Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εξαμηνιαίας έρευνας του ΕΣΑ, όπου η πλειονότητα των καταστημάτων του δείγματος (6 στα 10) ανήκει στην κατηγορία Ένδυση – Υπόδηση – Αξεσουάρ, που έχει πρωτεύοντα ρόλο στην εκπτωτική περίοδο:

* 1 στους 2 (50,4%) δήλωσε χειρότερο τζίρο σε σύγκριση με το 2022,

* 1 στους 3 (31,3%) είδε ίδια ταμεία και

* λιγότεροι από 1 στους 5 (18,3%) δήλωσαν αύξηση του τζίρου.

* Η πλειοψηφία των καταστημάτων του δείγματος (6 στα 10) ανήκουν στην κατηγορία Ένδυση – Υπόδηση – Αξεσουάρ που έχουν πρωτεύοντα ρόλο στην εκπτωτική περίοδο.

* Το 66,5% των σημείων πώλησης του δείγματος, λειτουργούν στα όρια του Δ. Αθηναίων, ενώ για πρώτη φορά, καταγράψαμε ξεχωριστά τα καταστήματα της τουριστικής περιοχής των Αθηνών.

* Η ελπίδα για αλλαγή του κλίματος και η αισιοδοξία για επιστροφή στην ανάπτυξη που καταγράφηκε στη αντίστοιχη έρευνα του Ε.Σ.Α στο τέλος Φεβρουαρίου του 2023, όπου περίπου το 60% κατέγραψε προσδοκία για αύξηση των πωλήσεων το επόμενο εξάμηνο, μεταβλήθηκε τώρα σε ανησυχία και προβληματισμό. Οι προσδοκίες δηλαδή είναι πλέον εξίσου διαμοιρασμένες και στα τρία ενδεχόμενα: αύξηση, μείωση ή παραμονή στα ίδια επίπεδα τζίρου, χωρίς να καταγράφεται μια κυρίαρχη τάση στην αγορά.

* Φαίνεται ότι στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο η έλλειψη διαθέσιμου οικογενειακού εισοδήματος, η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα, η συγκυριακή αύξηση στα καύσιμα σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα, κάνουν δύσκολα προβλέψιμη τη συμπεριφορά του καταναλωτικού κοινού το επόμενο εξάμηνο.

* Στην ενότητα της καταγραφής της ψηφιακής αναβάθμισης των εμπορικών επιχειρήσεων, η έρευνα έδειξε ότι τουλάχιστον 7/10 διαθέτουν ενεργό ηλεκτρονικό κατάστημα. Το υπόλοιπο 30% είτε δεν έχει e-shop ή μας δήλωσε ότι δημιούργησε ηλεκτρονικό κατάστημα, αλλά δεν είναι λειτουργικό για διαφόρους λόγους.

Στη συνέχεια, 6/10 που έχουν ψηφιακές πωλήσεις καλύπτουν με αυτές έως το 10% του συνολικού τους τζίρου.

* Ένα ακόμη ενδιαφέρον εύρημα της έρευνας είναι η καταγραφή της συμβολής του τουρισμού στο ταμείο των εμπορικών επιχειρήσεων της Αθήνας και της ευρύτερης περιοχής.

Εδώ φαίνεται ότι στα μισά σημεία πώλησης δεν συμβάλλει ο τουρισμός στον τζίρο τους είτε γιατί δεν δραστηριοποιούνται σε τουριστική περιοχή ή γιατί το προϊόν (π.χ. έπιπλο, στρώμα κ.λπ.) δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ξένων καταναλωτών. Περισσότερα από 1 στα 3 καταστήματα οφείλουν έως το 25% του ταμείου τους στους τουρίστες και οι υπόλοιποι που δηλώνουν άνω του 50% έως και το σύνολο του τζίρου τους στον τουρισμό, δραστηριοποιούνται σε αμιγώς τουριστικές αγορές όπως είναι η Πλάκα κλπ.

* Παρόλα αυτά, η ανάλυση των δεδομένων της έρευνας έδειξε ότι στη τουριστική περιοχή, παρά το πολυάριθμο των τουριστών, ο τζίρος όχι μόνο δεν αυξάνεται αναλογικά αλλά δείχνει μεσοσταθμικά πτώση.

* Στην τελευταία ερώτηση που αφορά το κόστος που επηρεάζει σημαντικά αυτή τη στιγμή τη λειτουργία των επιχειρήσεων, το στίγμα είναι ξεκάθαρο:

* Σχεδόν το 40% δείχνει τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, αναφερόμενο στην αύξηση του κόστους δανεισμού και την ανεξέλεγκτη χρέωση προμηθειών, στο σύνολο των τραπεζικών συναλλαγών (POS, Επιταγές, Εμβάσματα, κλπ)

* Στη δεύτερη θέση έρχονται τα κόστη του ενοικίου (19%) και της ενέργειας/μεταφορών (16,8%).

Η επαφή με τους καταστηματάρχες ανέδειξε το πρόβλημα των υψηλών απαιτήσεων των ιδιοκτητών, ειδικά στις περιπτώσεις ανανέωσης των μισθωτηρίων.

* Τέλος, η φορολογία (8%), η μισθοδοσία (8,3%) και το μη μισθολογικό κόστος/εισφορές (5,8%), ακολουθούν, με χαμηλότερη επίπτωση στη λειτουργία των επιχειρήσεων.

Τα παραπάνω αποτελέσματα, δείχνουν ότι η εν γένει λειτουργία του τραπεζικού συστήματος πρέπει να εξορθολογιστεί, για να μπορέσει να στηρίξει τις δημιουργικές και εξωστρεφείς εμπορικές επιχειρήσεις της χώρας.