Skip to main content

Εξαγωγές: Υπερδιπλασιασμός του μεταφορικού κόστους το 2021 σε σχέση με το 2020

Στις αυξήσεις των τιμών πρώτων υλών, του ενεργειακού και του μεταφορικού κόστους επικεντρώθηκε, μεταξύ άλλων, η  έρευνα του Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΣΕΒΕ) για τον Δείκτη Εξαγωγικών Προσδοκιών στο β’ εξάμηνο του 2021 συγκριτικά με το α’ εξάμηνο του ίδιου έτους, και το β’ εξάμηνο του 2020. 

Οιι επιμέρους ενότητες του TCI ΣΕΒΕ-DHL αφορούσαν στις εξαγωγές, τις εγχώριες πωλήσεις, τις διεθνείς και τις εγχώριες οικονομικές συνθήκες,

Συγκεκριμένα

-Σε χαμηλότερα επίπεδα κινήθηκε ο Δείκτης Εξαγωγικών Προσδοκιών στο β’ εξάμηνο του 2021 συγκριτικά με το α’ εξάμηνο του 2021 και το β’ εξάμηνο του 2020 και ανήλθε συγκεκριμένα σε 115,0 μονάδες. Οι επιμέρους ενότητες του TCI ΣΕΒΕ-DHL αφορούσαν στις εξαγωγές, τις εγχώριες πωλήσεις, τις διεθνείς και τις εγχώριες οικονομικές συνθήκες, ενώ το θέμα επικαιρότητας επικεντρώθηκε στις αυξήσεις των τιμών πρώτων υλών, του ενεργειακού και του μεταφορικού κόστους. Η κατάρτιση του δείκτη πραγματοποιήθηκε από τον ΣΕΒΕ-Σύνδεσμο Εξαγωγέων σε συνεργασία με την εταιρία DHL, μέλος του ΣΕΒΕ.

Πιο συγκεκριμένα, ο Δείκτης TCI SEVE-DHL για το 2ο εξάμηνο του 2021 διαμορφώθηκε σε 115,0 μονάδες (όπου TCI>100 = αισιοδοξία και TCI<100 = απαισιοδοξία) έναντι 138,8 μονάδων του 1ου εξαμήνου του 2021 και 123,0 μονάδων του 2ου εξαμήνου του 2020, με την αύξηση συγκριτικά με τα προηγούμενα εξάμηνα να διαμορφώνεται σε 15,8 μονάδες και 52,0 μονάδες αντίστοιχα. Η υλοποίηση της έρευνας έγινε από το Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών & Σπουδών (ΙΕΕΣ) του ΣΕΒΕ, με Επιστημονικό Σύμβουλο τον Καθηγητή Ιωάννη Χατζηδημητρίου, Διευθυντή του Μεταπτυχιακού Προγράμματος στις Διεθνείς Επιχειρηματικές Δραστηριότητες του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Αναλυτικά:

-Όπως στα προηγούμενα τεύχη, έτσι και σε αυτό οι εκτιμήσεις στην ενότητα των εξαγωγών κινήθηκαν σε ιδιαίτερα θετικά επίπεδα. Το ποσοστό όσων αναμένουν αύξηση διαμορφώθηκε σε 55%, τη σταθερότητα επέλεξε το 32%, ενώ το 13% δήλωσε ότι αναμένει μείωση έναντι 8% στο προηγούμενο εξάμηνο.

-Έντονος προβληματισμός προκύπτει από τις απαντήσεις σχετικά με τις διεθνείς οικονομικές συνθήκες, καθώς μόλις το 18% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι προσδοκά σε βελτίωσή τους. Αντίθετα, ένας στους τρεις αναμένει επιδείνωση και το 49% σταθερότητα.

-Σε χαμηλότερα επίπεδα από το α’ εξάμηνο του 2021 -αλλά με συγκρατημένη αισιοδοξία- κυμάνθηκαν οι απαντήσεις για τις εγχώριες πωλήσεις, καθώς το 90% δήλωσε ότι αυτές είτε θα αυξηθούν είτε θα παραμείνουν σταθερές (42% και 48% αντίστοιχα), με μόλις 10% να αναμένει μείωση.

-Το 77% του δείγματος επέλεξε τη σταθερότητα ως απάντηση σε ό,τι αφορά στις εγχώριες οικονομικές συνθήκες, ενώ η απάντηση «βελτίωση» συγκέντρωσε το 12% από 50% στο προηγούμενο εξάμηνο. Την «επιδείνωση» επέλεξε το 11% του δείγματος.

Θέμα Επικαιρότητας: Αύξηση Τιμών Πρώτων Υλών, Μεταφορικού & Ενεργειακού Κόστους. 

Το θέμα επικαιρότητας για το β’ εξάμηνο του 2021 αναπτύχθηκε σε τρεις ενότητες και συγκεκριμένα στην αύξηση των τιμών των πρώτων υλών που καταγράφεται σε διεθνές επίπεδο, στην αύξηση του μεταφορικού κόστους που, επίσης, καταγράφεται σε διεθνές επίπεδο, καθώς και στην αύξηση του ενεργειακού κόστους, η οποία παρατηρείται κατεξοχήν στην Ελλάδα.

Για κάθε ενότητα, οι συμμετέχοντες απάντησαν σε τρεις επιμέρους ερωτήσεις, οι οποίες αφορούσαν

α. αν η εν λόγω μεταβολή επηρέασε τις εξαγωγές της επιχείρησης στο β’ εξάμηνο του 2021,

β. σε τι ποσοστό μεταβλήθηκε το κόστος της επιχείρησης από την εν λόγω μεταβολή συγκριτικά με το 2020, και

γ. σε τι ποσοστό μεταβλήθηκε το κόστος της επιχείρησης από την εν λόγω μεταβολή συγκριτικά με το 2019.

Στην πρώτη ερώτηση της πρώτης ενότητας που αφορούσε στις τιμές των πρώτων υλών, το υψηλότερο ποσοστό συγκέντρωσε η απάντηση «πολύ» (39%), ενώ σε ό,τι αφορά στις μεταβολές από το 2020 στο 2021 και από το 2019 στο 2021, το 80% και το 77% του δείγματος αντίστοιχα απάντησε «0-50%».

Στη δεύτερη ενότητα για την αύξηση του μεταφορικού κόστους, στην πρώτη ερώτηση που αφορούσε στην επίδρασή του στις εξαγωγές του β’ εξαμήνου του 2021, η απάντηση «πολύ» ήταν και πάλι η επικρατέστερη (35%), ενώ το 23% και το 24% δήλωσε ότι το 2021 το μεταφορικό κόστος αυξήθηκε πάνω από 100% συγκριτικά με το 2020 και το 2019 αντίστοιχα.

Ομοίως, στην τελευταία ενότητα το 35% του δείγματος ανέφερε ότι η αύξηση του ενεργειακού κόστους θα επηρεάσει πολύ τις εξαγωγές στο β’ εξάμηνο του 2021, ενώ από το 2020 στο 2021 και από το 2019 στο 2021, το ενεργειακό κόστος αυξήθηκε κατά 0-50% σύμφωνα με το 68% και το 66% του δείγματος αντίστοιχα.

Η σημαντική επιδείνωση των αποτελεσμάτων στο β’ εξάμηνο του 2021 επήλθε κυρίως εξαιτίας της μείωσης των προσδοκιών στις ενότητες των διεθνών και των εγχώριων οικονομικών συνθηκών, στις οποίες οι θετικές απαντήσεις μειώθηκαν κατά 33 και 38 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα.

Στην ενότητα των εξαγωγών οι προσδοκίες παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα με το 55% να αναμένει βελτίωση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις εγχώριες πωλήσεις διαμορφώθηκε σε 42%.

Το θέμα επικαιρότητας αναπτύχθηκε σε τρεις ενότητες (τιμές πρώτων υλών, μεταφορικό κόστος, ενεργειακό κόστος) και αφορούσε στο πώς οι αυξήσεις των εν λόγω μεταβλητών θα επηρεάσουν τις εξαγωγές και το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων.

Αναφορικά με την επίδραση στις εξαγωγές και τις απαντήσεις «πολύ» ή «πάρα πολύ», στην ενότητα των πρώτων υλών το ποσοστό ανήλθε σε 56%, στην ενότητα του μεταφορικού κόστους σε 45% και στην ενότητα του ενεργειακού κόστους σε 42%.

Σε ό,τι αφορά στις αυξήσεις συγκριτικά με το 2020 και το 2019 και συγκεκριμένα αυτές που ξεπέρασαν τον διπλασιασμό (πάνω από 100%), στις πρώτες ύλες τα ποσοστά διαμορφώθηκαν σε 6% και 7% αντίστοιχα, στο μεταφορικό κόστος διαμορφώθηκαν σε 23% και 24% αντίστοιχα και στο ενεργειακό κόστος σε 12% και 14% αντίστοιχα.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε το διάστημα 25/10/21–26/11/21 σε επιλεγμένο δείγμα 250 εξαγωγικών επιχειρήσεων από όλη τη χώρα (οι 222 ανταποκρίθηκαν). Η επιλογή των επιχειρήσεων έγινε μέσω διαστρωματικής δειγματοληψίας, στα πρότυπα αντίστοιχων ερευνών που πραγματοποιούνται από εγχώριους και διεθνείς οργανισμούς, ενώ για τη συλλογή των στοιχείων των επιχειρήσεων αξιοποιήθηκε η βάση δεδομένων της ICAP. Ειδικότερα, με αρχικό κριτήριο τις επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο πάνω από €1.000.000, το δείγμα περιλαμβάνει επιχειρήσεις από πρωτογενή παραγωγή, βιομηχανία και εμπόριο.