Skip to main content

Το Green Deal στο επίκεντρο των ελληνογερμανικών οικονομικών σχέσεων

Την εκτίμηση ότι το 2021 θα κλείσει με ρυθμό ανάπτυξης κατά πολύ υψηλότερο και των τελευταίων προβλέψεων, εξέφρασε ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας, χθες, κατά τη διάρκεια συζήτησης με τίτλο «Το Green Deal στο επίκεντρο των ελληνογερμανικών οικονομικών σχέσεων», η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του καθιερωμένου Πρωτοχρονιάτικου δείπνου του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου.

Στην ίδια εκδήλωση ο Επικεφαλής της Καγκελαρίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και Ομοσπονδιακός Υπουργός Ειδικών Καθηκόντων, Wolfgang Schmidt, σε μήνυμά του επισήμανε τη δέσμευση της νέας Γερμανικής κυβέρνησης ότι θα επιμείνει στη στενή σχέση συνεργασίας με την Ελλάδα.

Σε σχετικό πάνελ, το οποίο συντόνισε ο Πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Κωνσταντίνος Μαραγκός, συμμετείχαν επίσης, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας, ο Επικεφαλής Εξωτερικού Εμπορίου και Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κεντρικής Ένωσης Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων Γερμανίας (DIHK), DrVolker Treier και ο Πρόεδρος του Πανευρωπαϊκού Συμβουλίου Χημικής Βιομηχανίας (Cefic) και Πρόεδρος του Δ.Σ. της BASF SE, DrMartin Brudermüller, ενώ την εκδήλωση άνοιξε ο Γενικός Διευθυντής και Μέλος Δ.Σ. του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Δρ. Αθανάσιος Κελέμης.

Ειδικότερα, ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, έδωσε το στίγμα για την πορεία της οικονομίας δηλώνοντας: «Είμαι απολύτως σίγουρος ότι το μέλλον της ελληνικής οικονομίας είναι εξαιρετικά αισιόδοξο. Η χώρα μπόρεσε και ανέκαμψε από την κρίση του κορονοϊού με ρυθμούς ανάπτυξης που πιστεύω ότι ξεπέρασαν και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις που μπορεί να κάναμε πριν από έναν χρόνο».

Αναφερόμενος στην πολιτική της κυβέρνησης σημείωσε ότι «εν μέσω πανδημίας ήταν απολύτως συνεπής στην υλοποίηση του εκλογικού της προγράμματος κυρίως ως προς τη μείωση φόρων και εργοδοτικών εισφορών, κάνοντας την Ελλάδα πιο ελκυστική όχι μόνο για τους επενδυτές, αλλά και βελτιώνοντας το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζόμενων».

Νωρίτερα, ο Επικεφαλής της Καγκελαρίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και Ομοσπονδιακός Υπουργός Ειδικών Καθηκόντων, κ. Wolfgang Schmidt, απευθύνοντας μήνυμα στην εκδήλωση, υπογράμμισε ότι «ο Ομοσπονδιακός Καγκελάριος, Όλαφ Σολτς παρέλαβε ύστερα από 16 χρόνια της ηνία της χώρας από την Άνγκελα Μέρκελ. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι κι η νέα Γερμανική κυβέρνηση θα συνεχίσει τη στενή σχέση μας με την Ελλάδα και πιστεύω ότι μαζί μπορούμε να καταφέρουμε πολλά». Αναφερόμενος στην αγορά ενέργειας και την «πράσινη μετάβαση», τόνισε ότι «το ζητούμενο είναι να αλλάξουμε μέσα σε λιγότερο από 23 χρόνια, εκείνο στο οποίο βασιζόταν η οικονομία μας για διάστημα πάνω από 250 χρόνια, δηλαδή την καύση πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα». Θέλοντας να αναδείξει τον ρόλο της Ελλάδας στην προσπάθεια αυτή, ανέφερε ότι η Ευρώπη θα χρειαστεί πράσινο υδρογόνο, υδρογόνο δηλαδή, που θα παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και «στο πεδίο αυτό η Ελλάδα προσφέρει πολλές δυνατότητες, γι’ αυτό δραστηριοποιούνται και γερμανικές εταιρείες στη χώρα» συμπλήρωσε, για να σημειώσει αμέσως μετά ότι «η Ομοσπονδιακή Γερμανική κυβέρνηση προτίθεται να κάνει πάρα πολλά, στον τομέα της ενεργειακής μετάβασης και της κλιματικής αλλαγής, και προσβλέπω με χαρά σε συνεργασία με πολλές από τις εταιρείες–μέλη του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, όπως και με την Ελληνική Δημοκρατία». Μιλώντας, ειδικότερα, για το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο, αναγνώρισε τον ρόλο του ως βασικού συνδετικού κρίκου για τις στενές οικονομικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, όπως και τη συμβολή των 850 εταιρειών–μελών του για τη διαμόρφωση ενός στενού πλέγματος διμερών σχέσεων στον τομέα της οικονομίας. Ο Επικεφαλής της Καγκελαρίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, με το μήνυμά του στάθηκε και στο ζήτημα της πανδημίας, τονίζοντας ότι η Ελλάδα πρώτη καθιέρωσε το πιστοποιητικό εμβολιασμού, από το οποίο επωφελείται σήμερα η Γερμανία, όπως κι η Ευρώπη συνολικά. Στο πιστοποιητικό εμβολιασμού βασίστηκε κι ο ευρωπαϊκός τουρισμός, ώστε να καταστεί δυνατή η λειτουργία του εν μέσω πανδημικής κρίσης, σημείωσε ο Wolfgang Schmidt, για να ευχηθεί το Πάσχα και αργότερα το καλοκαίρι να βιώσουν όλοι μια κανονικότητα και να ομαλοποιηθούν οι τουριστικές ροές από τη Γερμανία στην Ελλάδα.

Κ. Σκρέκας: Το πράσινο υδρογόνο θα έρθει στη ζωή μας πολύ πιο γρήγορα από ότι πιστεύουμε

Από την πλευρά του, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Κώστας Σκρέκας, αναφερόμενος στους λόγους για τους οποίους η κυβέρνηση επιμένει στο επενδυτικό της πρόγραμμα για την «πράσινη» μετάβαση της οικονομίας τόνισε ότι οι ΑΠΕ θα μειώσουν σημαντικά τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, σημειώνοντας ότι «αν σήμερα το ποσοστό των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή ήταν στο 70%, εκεί δηλαδή που θέλουμε να φτάσουμε στο τέλος της δεκαετίας, τότε θα είχαμε πολύ πιο χαμηλές και σταθερές τιμές ενέργειας». Όπως εξήγησε, «το κόστος μιας θερμικής μεγαβατώρας που παράγεται από υδρογόνο -που προέρχεται από τον ήλιο- κοστίζει σήμερα 72 ευρώ, ενώ το κόστος μιας θερμικής μεγαβατώρας από φυσικό αέριο είναι στα 74 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι το πράσινο υδρογόνο θα έρθει στη ζωή μας πολύ πιο γρήγορα από ότι πιστεύουμε και αυτό ισχύει και για την Ελλάδα. Έχουμε ένα εμβληματικό project, το «Λευκό Δράκο» και μικρότερα πιλοτικά έργα στα διυλιστήρια και την τσιμεντοβιομηχανία» συμπλήρωσε.

Ο Επικεφαλής Εξωτερικού Εμπορίου και Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κεντρικής Ένωσης Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων Γερμανίας (DIHK), DrVolker Treier, τοποθετούμενος στο πλαίσιο του πάνελ ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία βρίσκεται δικαίως στο επίκεντρο των ελληνογερμανικών οικονομικών σχέσεων και της σημερινής εκδήλωσης. Μέσω της ψηφιοποίησης και της δημογραφικής ανάπτυξης, ο οικολογικός μετασχηματισμός της οικονομίας είναι μια κοινή πρόκληση για την Ευρώπη» επισήμανε, για να σταθεί αμέσως μετά στις σημαντικές, όπως τις χαρακτήρισε, δυνατότητες συνεργασίας Ελλάδας και Γερμανίας. «Και οι δύο κυβερνήσεις λαμβάνουν μέτρα στήριξης της πράσινης μετάβασης. Τα αναπτυξιακά κονδύλια από το Next Generation EU και η χρηματοδότηση από έργα κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, δίνουν στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις πρόσθετη ώθηση. Ειδικά στους τομείς της ενέργειας, του υδρογόνου, της διαχείρισης απορριμμάτων και της ανακύκλωσης, νέες ευκαιρίες συνεργασίας αναδεικνύονται στις ήδη στενές οικονομικές σχέσεις μεταξύ γερμανικών και ελληνικών επιχειρήσεων» τόνισε ο Dr. Volker Treier, ο οποίος δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στον ρόλο του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, σημειώνοντας ότι με τις δράσεις του στηρίζει τις επιχειρηματικές κοινότητες και των δύο χωρών, εδώ και σχεδόν 100 χρόνια. Λειτουργεί ως ένας πολύτιμος και απαραίτητος φορέας του Διεθνούς Δικτύου των πάνω από 140 Διμερών Γερμανικών Επιμελητηρίων, αντιπροσωπειών και γραφείων αντιπροσωπειών σε 92 χώρες. Η Κεντρική Ένωση Βιομηχανικών και Εμπορικών Επιμελητηρίων Γερμανίας (DIHK) υποστηρίζει σθεναρά αυτή τη δέσμευση» συμπλήρωσε ο Dr. Volker Treier.

Ο Πρόεδρος του Πανευρωπαϊκού Συμβουλίου Χημικής Βιομηχανίας (Cefic) και Πρόεδρος του Δ.Σ. της BASF SE, DrMartin Brudermüller, αναφέρθηκε στον ρόλο της χημικής βιομηχανίας για την «πράσινη» μετάβαση του βιομηχανικού κλάδου συνολικά, σημειώνοντας ότι «η Ευρώπη χρειάζεται τη χημεία και τα προϊόντα της για να κάνει πραγματικότητα την Πράσινη Συμφωνία, καθώς η χημεία βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των λύσεων βιομηχανικού μετασχηματισμού. Είτε πρόκειται για τις αλυσίδες εφοδιασμού για μικροτσίπ, είτε για τα υλικά μπαταριών για ηλεκτρικά οχήματα, είτε για τα φάρμακα, όλες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στη χημεία και τα χημικά προϊόντα». Μιλώντας για την καινοτομία, ο Dr. Martin Brudermüller τη χαρακτήρισε πυρήνα της στρατηγικής οικονομίας και ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης. Όπως είπε, «η χημική βιομηχανία της ΕΕ ήταν από τις πρώτες που υποστήριξε την Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ και δήλωσε τη φιλοδοξία της να γίνει κλιματικά ουδέτερη έως το 2050. Η Στρατηγική για τα Χημικά και την Αειφορία, που αποτελεί έναν άλλο σημαντικό πυλώνα της Πράσινης Συμφωνίας, ξεπερνά τα όρια της στρατηγικής για τη χημική βιομηχανία. Λογίζεται ως βιομηχανική στρατηγική, καθότι επηρεάζει κι άλλους κλάδους της αγοράς. Πρέπει», πρόσθεσε, «να διασφαλίσουμε ότι η βιομηχανία θα παραμείνει διεθνώς ανταγωνιστική κατά τη διαδικασία μετασχηματισμού. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε μια φιλόδοξη βιομηχανική πολιτική με τη μορφή μιας σταθερής «Πορείας Μετάβασης» για τη χημική βιομηχανία».

Ο Πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, κ. Κωνσταντίνος Μαραγκός, υποδεχόμενος στο πάνελ τους επίσημους προσκεκλημένους, υπογράμμισε ότι «για την  Ελλάδα η Γερμανία λογίζεται σημαντικός στρατηγικός επενδυτικός εταίρος, κατέχοντας την πρώτη θέση μεταξύ των χωρών προέλευσης άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα, με συνολικές καθαρές επενδύσεις 8,2 δισ. ευρώ την περίοδο 2001 – 2019 και μερίδιο 20,5%». Αναφερόμενος στην επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας, σημείωσε ότι «η Ελλάδα έχει ήδη εισέλθει σε ένα νέο κύκλο ισχυρής ανάπτυξης με προσδοκώμενη μεγάλη διάρκεια. Σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον», όπως επισήμανε, «η Γερμανία θα συνεχίσει να ασκεί πρωταγωνιστικό ρόλο στο πεδίο των επενδύσεων, με το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο να συνδράμει συγκροτημένα και μεθοδικά, ώστε οι δύο οικονομίες, οι δύο επιχειρηματικές και επενδυτικές κοινότητες, να συνεχίσουν να εξελίσσουν τις μεταξύ τους σχέσεις προς όφελος όλων».

Τέλος, ο Γενικός Διευθυντής και Μέλος Δ.Σ. του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Δρ.  Αθανάσιος Κελέμης, κατά την έναρξη της εκδήλωσης καλωσορίζοντας τους καλεσμένους τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι «Ελλάδα και Γερμανία συμπορεύονται συστηματικά τις τελευταίες δεκαετίες, έχοντας διαμορφώσει μεταξύ τους μια δομική, διαχρονική, ανταποδοτική και σταθερή σχέση, που γεννά διαρκώς υπεραξίες και που μονίμως βρίσκει ευκαιρίες να εξελίσσεται». Όπως ο ίδιος πρόσθεσε, «σήμερα, που η διεθνής κοινωνία και οικονομία είναι έτοιμες να εξέλθουν της πανδημικής κρίσης, η Ελλάδα συνεχίζει να έχει συνοδοιπόρο της τη Γερμανία, ώστε να εξασφαλίζει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, έχοντας μπροστά της έναν μακρύ δρόμο οικονομικής ευημερίας. Η ανάπτυξή της θα βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στο εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, παραμένοντας ως οικονομία απόλυτα εναρμονισμένη στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πράσινης συμφωνίας, του Green Deal».