Skip to main content

Οι έξυπνοι μετρητές συναντούν την AI

Οι «έξυπνοι» μετρητές θα έχουν τη δυνατότητα να καταγράφουν καταναλωτικά δεδομένα

Τoυ Φώτη Ζαχαρόπουλου
Μέλους Δ.Σ. του Διαχειριστή Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Εγγυήσεων Προέλευσης, ΔΑΠΕΕΠ Α.Ε.

Τα πλεονεκτήματα της ψηφιοποίησης του ηλεκτρικού δικτύου που υπόσχεται η εισαγωγή των «έξυπνων» μετρητών προϋποθέτουν τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ), η οποία θα αναλύει τα δεδομένα των καταναλωτών και θα προτείνει μια βέλτιστη οικονομική λύση συμφέρουσα για όλους. Αν και όλες οι μηχανές στοχεύουν κυρίως στη μείωση του περιθωρίου του «σφάλματος», ο άνθρωπος συχνά το «επιλέγει» ως στοιχείο της ελεύθερης βούλησής του.

Οι «έξυπνοι» μετρητές θα έχουν τη δυνατότητα να καταγράφουν καταναλωτικά δεδομένα και να τα προωθούν στους παρόχους ενέργειας. Αυτοί με τη σειρά τους θα αναλύουν τα δεδομένα με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης και θα προτείνουν στους πελάτες τους τη βέλτιστη οικονομική επιλογή καταναλωτικής συμπεριφοράς.

Όταν οι καταναλωτές θα ακολουθούν τις εξατομικευμένες προεπιλογές θα αποφεύγονται τα οικονομικά «σφάλματα» επιτυγχάνοντας την καλύτερη διαχείριση της καταναλωτικής ζήτησης. Από τα οφέλη που διαχέονται τόσο στους παρόχους όσο και στους καταναλωτές, ξεχωρίζουν η εξοικονόμηση ενέργειας, η μείωση του κόστους παραγωγής και η χαμηλή τιμολόγηση. ΠΏΣ όμως οι καταναλωτές θα υιοθετήσουν τις προτεινόμενες «έξυπνες» λύσεις, ώστε να αλλάξουν τις καταναλωτικές τους συνήθειες;

Σύμφωνα με τη θεωρία της ώθησης (nudge theory), η οποία μελετά τους ψυχολογικούς λόγους που ωθούν τους καταναλωτές να παίρνουν συγκεκριμένες αποφάσεις, οι άνθρωποι δεν υπακούν πάντα στη φωνή της λογικής, αλλά οι αποφάσεις τους βασίζονται τόσο σε ψυχολογικές παρορμήσεις όσο και στη δύναμη της συνήθειας. Όταν υπάρχει η δυνατότητα να διαβάσουμε την πρόθεση των καταναλωτών, ανεξάρτητα από την εγκυρότητα της πληροφορίας, είναι δυνατόν να προτείνονται έμμεσοι τρόποι και ήπια κίνητρα όπως ο τρόπος παρουσίασης των πληροφοριών και η μείωση των τιμών ενέργειας, αντίστοιχα, ώστε να διαμορφωθεί η τελική τους απόφαση απαλλαγμένη από ψυχολογικές επιρροές και συνήθειες.

Η σωστή ενημέρωση των καταναλωτών και η έκθεση προεπιλογών, σε ένα πλαίσιο διασφάλισης της ελεύθερης βούλησης, μπορεί να βελτιώσει την καθημερινότητα όλων μας. Ωστόσο, η υπεροχή που προσφέρει το «έξυπνο» δίκτυο ενδεχομένως να ακυρώνει μια διαφορετική καταναλωτική προσέγγιση στο σύστημα αγοραπωλησίας, προσανατολίζοντας τις προσωπικές ανάγκες του καταναλωτή σε μια οικονομική δέσμευση.

Το κίνητρο της χαμηλής τιμής, το οποίο συνοδεύεται με τη μετατόπιση της ενεργειακής ζήτησης σε ώρες όπου η τιμή ενέργειας στη χονδρική αγορά είναι χαμηλή, θα προσαρμόσει την καταναλωτική συμπεριφορά και στους οικονομικούς στόχους του ενεργειακού παρόχου. Όταν αμφότερα τα οικονομικά οφέλη των εταιρειών ενέργειας και των καταναλωτών αναδεικνύονται μέσα από τη διαμόρφωση της καταναλωτικής ζήτησης γίνεται αντιληπτό ότι η εναρμόνιση της καταναλωτικής συμπεριφοράς με τις εμπορικές πρακτικές «ώθησης» των παρόχων είναι αναπόφευκτης.

Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μη σχηματίζεται η εντύπωση ότι η ευθύνη του οικονομικού αποτελέσματος, για παράδειγμα οι χαμηλές τιμές τιμολόγησης, συνδέεται αποκλειστικά με τη στάση των καταναλωτών. Είναι διαφορετικό να προτείνεται μια βέλτιστη λύση στην αξιολόγηση των καταναλωτών από το να χρεώνεται η ύπαρξη υψηλών τιμών ενέργειας στη μη συμμόρφωση των καταναλωτών στις εξατομικευμένες υποδείξεις. Αν υποθέσουμε ότι η βέλτιστη οικονομική λύση συνδέεται με τη λογική συνθήκη «Εάν… τότε…», ο καταναλωτής με έμμεσο τρόπο ακολουθεί ένα συγκεκριμένο οικονομικό πρότυπο για την αποφυγή των συνεπειών από τις υψηλές τιμές ενέργειας.

Η μεταβίβαση δεδομένων από τους «έξυπνους» μετρητές θα επιτρέπει στους καταναλωτές να ελέγχουν την κατανάλωσή τους και να αποφασίζουν σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Οι επιλογές τους σε καμία περίπτωση δεν θα χαρακτηρίζονται «λανθασμένες» όταν δεν ακολουθούν ένα σύστημα προεπιλογών, αλλά θα αξιολογούνται και θα λαμβάνονται υπόψη με γνώμονα πάντα το όφελος του καταναλωτή.