Skip to main content

Προς μια βιώσιμη χρηματοδότηση συστημάτων υγείας

9,7% του ΑΕΠ η μέση δαπάνη για την υγεία στις χώρες του ΟΟΣΑ στην κορύφωση της πανδημίας

Τoυ Άρη Αγγελή, PhD, γενικού γραμματέα Στρατηγικού Σχεδιασμού υπουργείου Υγείας

ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ δεκαετίες οι δαπάνες των συστημάτων υγείας αυξάνονται με υψηλότερο ρυθμό από τη συνολική οικονομική ανάπτυξη. Από το 1970 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980 η μέση δημόσια δαπάνη υγείας ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) αυξήθηκε κατά 50% μεταξύ των κρατών μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).

Μεταξύ 1970-2000 ακόμη και σε χώρες που σημείωσαν επιτυχία στον περιορισμό των υγειονομικών δαπανών, όπως η Σουηδία, η αύξηση των δαπανών για την υγεία εξακολουθούσε να υπερβαίνει την αντίστοιχη αύξηση του ΑΕΠ σχεδόν κατά 50%, ενώ το ίδιο ποσοστό για τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν διπλάσιο της αύξησης του ΑΕΠ.

Οικονομικά στοιχεία ΟΟΣΑ: Ελλείψει πρόσθετων μέτρων πολιτικής, οι δαπάνες για την υγεία στις χώρες του ΟΟΣΑ προβλεπόταν ότι θα αυξηθούν από τον μέσο όρο του 5,7% του ΑΕΠ το 2005 σε 9,6% μέχρι το 2050. Τελικά αυτή η πρόβλεψη αύξησης των υγειονομικών δαπανών καταγράφηκε το 2021 στην κορύφωση της πανδημίας, όπου η μέση δαπάνη για την υγεία στις χώρες του ΟΟΣΑ ανήλθε σε 9,7% του ΑΕΠ, προτού μειωθεί σε 9,2% το 2022 (Γράφημα 1).

Αν και σε 11 από τις 38 συνολικά χώρες του ΟΟΣΑ οι δαπάνες υγείας (ως μερίδιο του ΑΕΠ) για το 2022 αναμένεται να έχουν διαμορφωθεί σε επίπεδο χαμηλότερο από τα προπανδημικά επίπεδα του 2019, το μερίδιο του ΑΕΠ για την υγεία παραμένει (στις χώρες του ΟΟΣΑ) κατά μέσο όρο πάνω από το προπανδημικό επίπεδο του 8,8%. Αυτό οφείλεται στο ότι 16 χώρες υψηλού εισοδήματος ξόδεψαν το 10% του ΑΕΠ τους ή περισσότερο στην υγειονομική περίθαλψη, με τις ΗΠΑ να βρίσκονται στην κορυφή, αγγίζοντας το 16,6% του ΑΕΠ και τη Γερμανία να ακολουθεί δεύτερη στο 12,7% του ΑΕΠ.

Σε 27 χώρες του ΟΟΣΑ οι δαπάνες για την υγεία κυμάνθηκαν μεταξύ 6,1%-9,8% του ΑΕΠ, με πολλές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής να κυμαίνονται μεταξύ 6,3%-9% του ΑΕΠ.

ΠΕΡΑ ΑΠΟ τα απόλυτα επίπεδα δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ, για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας των συστημάτων υγείας χρειάζεται να συνεκτιμήσουμε τη σχέση ετήσιας αύξησης των κατά κεφαλήν δαπανών για την υγεία και του ΑΕΠ. Αναλύοντας τις τάσεις των κατά κεφαλήν δαπανών για την υγεία και του ΑΕΠ τα τελευταία 15 χρόνια, φαίνεται ότι, ενώ οι οικονομίες των χωρών του ΟΟΣΑ συρρικνώθηκαν απότομα μεταξύ 2007-2009, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, οι δαπάνες υγείας συνέχισαν να αυξάνονται βραχυπρόθεσμα, προτού φτάσουν λίγο πάνω από το μηδέν (καθώς μια σειρά από μέτρα για τον περιορισμό των δαπανών υγείας εφαρμόστηκαν μεταξύ 2010-2012).

Η αυξητική τάση δαπανών υγείας και δεικτών οικονομίας εξακολούθησε με την επιστροφή προς μια ισχυρότερη ανάπτυξη μέχρι την πανδημία, όπου οι οικονομίες συρρικνώθηκαν, ενώ οι δαπάνες υγείας αυξήθηκαν (Γράφημα 2).

Αιτίες αύξησης δαπανών: Η μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα των εθνικών συστημάτων υγείας
εξαρτάται, πλέον, από την ικανότητα των κυβερνήσεων να καταφέρουν να εξισορροπήσουν τις προκλήσεις ενός ολοένα και πιο περίπλοκου περιβάλλοντος: υψηλότερα ποσοστά ηλικιωμένων σε σχέση με εκείνους σε παραγωγική ηλικία, υψηλότερη ζήτηση για υγειονομική περίθαλψη από ένα όλο και πιο καλά ενημερωμένο (αλλά γηράσκον κοινό), περισσότερες νέες αλλά συχνά αρκετά πιο ακριβές τεχνολογικές καινοτομίες.

Επιπρόσθετα οι κυβερνήσεις χρειάζεται να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης, τις ολοένα
αυξανόμενες τιμές, αλλά και τη μεγαλύτερη πίεση που ασκείται στον ευρύτερο δημοσιονομικό προϋπολογισμό κοινωνικής περίθαλψης (π.χ., συντάξεις), μαζί με τους πιο αυστηρούς περιορισμούς  δημοσιονομικής πολιτικής στη μετακύλιση δαπανών (π.χ., ελλείμματα για την κάλυψη χρηματοδοτικών κενών).

ΔΕΔΟΜΕΝΟΥ ότι η καθολική πρόσβαση του πληθυσμού σε υγειονομικές υπηρεσίες ασκεί πλέον ασφυκτικές πιέσεις στα δημόσια συστήματα υγείας, είναι απαραίτητη η συνεχής αξιολόγηση της υφιστάμενης κατάστασης και η υλοποίηση μέτρων για τον εξορθολογισμό των δαπανών, παράλληλα με την εύρεση νέων πηγών χρηματοδότησης, ακόμη και για τα πλέον σύγχρονα συστήματα υγείας.

Ωστόσο, η μακροπρόθεσμη εξοικονόμηση πόρων είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί αποκλειστικά από την επιβολή περικοπών και την άσκηση ελέγχων των τιμών. Χρειάζεται βελτίωση της αποδοτικότητας και εκσυγχρονισμός στην παροχή των υπηρεσιών υγείας.

Τρόποι αντιμετώπισης χρηματοδοτικών πιέσεων: Θεωρητικά, οι επιλογές για την αντιμετώπιση της, όπως εξελίσσεται, μη βιώσιμης αύξησης δαπανών των συστημάτων υγείας κι ενός πιθανού χρηματοδοτικού κενού, μπορούν να χωριστούν σε τρεις βασικές κατηγορίες.

Η πρώτη κατηγορία σχετίζεται με την αύξηση των διαθέσιμων πόρων για την υγειονομική περίθαλψη. Αυτή θα μπορούσε να επιτευχθεί με διάφορους τρόπους, για παράδειγμα με αύξηση συγκεκριμένων φόρων ή και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης ή με ανακατανομή προϋπολογισμών από άλλους τομείς κρατικών δαπανών στην υγειονομική περίθαλψη.

ΤΕΤΟΙΟΥ είδους εναλλακτικές πρέπει να αξιολογούνται εκτενώς μέσα από ένα ευρύ κοινωνικό διάλογο ως προς το πολυδιάστατο αποτύπωμά τους, το οποίο είναι πολιτικά ευαίσθητο, καθιστώντας τες δύσκολα εφαρμόσιμες.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ κατηγορία σχετίζεται με τις πολιτικές μείωσης των υποχρεώσεων των συστημάτων υγείας και του σχετικού κόστους. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της μείωσης ποιότητας μη κλινικών χαρακτηριστικών υπηρεσιών (π.χ., αύξηση χρόνων αναμονής), τον περιορισμό κάλυψης συγκεκριμένων υπηρεσιών (π.χ., επιτρέποντας εξαιρέσεις), την επέκταση του επιμερισμού του κόστους με τους ασθενείς (π.χ., υψηλότερες εκπίπτουσες δαπάνες) και τη δυνατότητα επιλογών συμπληρωματικής ασφάλειας υγείας. Ξανά, τέτοιου είδους εναλλακτικές έχουν σημαντικό κοινωνικό αποτύπωμα και αποτελούν μη δημοφιλείς επιλογές.

Η ΤΡΙΤΗ κατηγορία, όπου ολοένα και περισσότερες χώρες εστιάζουν, σχετίζεται με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας των συστημάτων υγείας. Περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις στον
ευρύτερο τομέα των υπηρεσιών υγείας, όπως την εισαγωγή Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας, την εφαρμογή θεραπευτικών πρωτοκόλλων συνταγογράφησης, τη βελτίωση των κινήτρων για τους επαγγελματίες υγείας (π.χ., αλλαγή μεθόδων πληρωμής) και την ενίσχυση του ανταγωνισμού στην παροχή υγειονομικών υπηρεσιών.

ΣΥΝΟΛΙΚΑ, προκειμένου τα συστήματα υγείας να παραμείνουν, μακροπρόθεσμα, οικονομικά βιώσιμα και για να ενισχυθεί ο δημόσιος χαρακτήρας τους, πρέπει να εφαρμοστούν σημαντικές μεταρρυθμίσεις, με στόχο την ισότιμη πρόσβαση των πολιτών σε ποιοτικές, αποτελεσματικές και αποδοτικές υπηρεσίες υγείας.