Skip to main content

Η πολιτική ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ για τα κόκκινα δάνεια

Ο νόμος για την προστασία της πρώτης κατοικίας, που με κριτήρια την αντικειμενική αξία (240.000) και το εισόδημα (38.000), κάλυψε περίπου το 80%-85% των νοικοκυριών.

Γιώργος Σταθάκης
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και πρώην υπουργός

Το 2015, η διαχείριση των 100 δισ. των κόκκινων δανείων (στεγαστικών 40, καταναλωτικών 10 και επιχειρηματικών 50) έγινε μετά τις διαπραγματεύσεις κυβέρνησης και θεσμών. Τέσσερα ήταν τα τμήματα της Συμφωνίας για τα κόκκινα δάνεια.

Πρώτον, ο νόμος για την προστασία της πρώτης κατοικίας, που με κριτήρια την αντικειμενική αξία (240.000) και το εισόδημα (38.000), κάλυψε περίπου το 80%-85% των νοικοκυριών. Στον νόμο εντάχθηκαν, σε σχέση με τον προηγούμενο νόμο Κατσέλη, και οι ελεύθεροι επαγγελματίες και τα χρέη προς την εφορία και τους ασφαλιστικούς φορείς. Ο νόμος ίσχυε μέχρι τα τέλη του 2018 και επεκτάθηκε από τον Απρίλη του 2019 μέχρι τέλους του ίδιου έτους συμπεριλαμβάνοντας και τους εμπόρους. Λήφθηκαν επίσης μέτρα για την επιτάχυνση της εκδίκασης των υποθέσεων.

Δεύτερον, η ίδρυση της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, όπου βιώσιμες ΜμΕ επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες θα μπορούσαν να προσφύγουν για ρύθμιση χρεών με εξωδικαστικό τρόπο, με την πρόταση να γίνεται από εξωτερικό αξιολογητή και να απαιτεί, για να γίνει δεσμευτική, τη συμφωνία του 60% των πιστωτών.

Τρίτον, η ίδρυση δευτερογενούς αγοράς πώλησης κόκκινων δανείων, για εταιρείες που θα εδρεύουν σε Ε.Ε. και θα αδειοδοτούνται και θα ελέγχονται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Πριν από κάθε πώληση δανείου θα έπρεπε ο δανειολήπτης (ο συνεργαζόμενος), σε διάστημα 12 μηνών, να ενημερωθεί για την επικείμενη πώληση και να γίνει αποδέκτης πρότασης αναδιάρθρωσης από την Τράπεζα. Τέταρτον, δημοσιοποιήθηκε ένας εκσυγχρονισμένος Κώδικας Δεοντολογίας από την Τράπεζα της Ελλάδος, που προέβλεπε την αναδιάρθρωση των δανείων με βάση τις «εύλογες δαπάνες διαβίωσης», όπως ορίζονται από την ΕΛΣΤΑΤ (1.750 ευρώ για τετραμελή οικογένεια το 2015).

Ο κώδικας πρακτικά προέτρεπε τις τράπεζες να «πρασινίζουν» τα δάνεια αναδιαρθρώνοντάς τα με βάση τη μειωμένη εισοδηματική κατάσταση του δανειολήπτη.

Οι τράπεζες την περίοδο 2015-2019 έκανα τέσσερα πράγματα.

Πρώτον, προχώρησαν με πολύ αργούς ρυθμούς στην εσωτερική αναδιάρθρωση των δανείων με βάση τον κώδικα δεοντολογίας.

Δεύτερον, έφτιαξαν μικτές εταιρείες διαχείρισης με servicers, χωρίς πώληση των δανείων, με στόχο να βελτιωθεί η διαχείριση.

Τρίτον, μάλλον απέφυγαν τη διαχείριση μέσω της Γραμματείας (2.500 δάνεια ρυθμίστηκαν μέχρι το 2015 και άλλα 3.500 έκτοτε, αξίας περίπου 2 δισ., ενώ οι αιτήσεις είναι 38.000 και το ποσό 20 δισ. ευρώ). Με την προστασία της πρώτης κατοικίας έμειναν παθητικοί θεατές, με αποτέλεσμα να προστεθούν περίπου 50.000-60.000 νέες εντάξεις στις 130.000 του παλαιού νόμου Κατσέλη.

Τέταρτον, προχώρησαν με αναδιαρθρώσεις και μετατροπές δανείων σε μετοχές σε ορισμένες κατηγορίες μεγάλων επιχειρηματικών δανείων. Συνολικά η μείωση των κόκκινων δανείων (αφήνοντας έξω τις προσαυξήσεις) ήταν κοντά στα 15 δισ.

Με τη νέα κυβέρνηση της Ν.Δ. η λύση που δόθηκε προσομοίαζε στην αρχική πρόταση που είχε προβάλει το ΔΝΤ στις διαπραγματεύσεις το 2015. Μαζική πώληση δανείων σε μία ελεύθερη δευτερογενή αγορά χωρίς καμία προστασία της πρώτης κατοικίας (το ΔΝΤ δεχόταν προστασία για ευάλωτα νοικοκυριά που λάμβαναν Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης και με αντικειμενική αξία μέχρι 60.000 ευρώ). Επιπρόσθετα ένας νέος πτωχευτικός κώδικας χρεοκοπίας των νοικοκυριών. Η Ν.Δ.ψήφισε τον πτωχευτικό κώδικα, ακύρωσε ουσιαστικά κάθε προστασία και προχώρησε στην παροχή κρατικών εγγυήσεων με την αντιγραφή του ιταλικού μοντέλου (Ηρακλής 1 και 2) και την εν δυνάμει δέσμευση περίπου 25 δισ. ευρώ δημόσιων πόρων για την πώληση δανείων αξίας περίπου 75 δισ. ευρώ.

Μόνο που η πώληση δεν έγινε με τους όρους του νόμου του 2015 (βασισμένου στο ευρωπαϊκό δίκαιο προστασίας του καταναλωτή), αλλά με παλαιότερο νόμο του 2003 περί τιτλοποίησης. Με τον τρόπο αυτό επιχειρήσεις που ιδρύθηκαν με τον νόμο του 2015 και υπόκεινταν στους κανόνες της κτήσης και διαχείρισης των κόκκινων δανείων με συγκεκριμένο ρυθμιστικό πλαίσιο βρέθηκαν να αποκτούν τίτλους με «παράτυπο τρόπο», με τρόπο που δεν προβλεπόταν από τη νομοθεσία.

Επιπρόσθετα ο αγοραστής (fund) και ο διαχειριστής (servicers) είχαν διαφορετικά νομικά δικαιώματα στη νομοθεσία του 2003 και 2015. Συνεπώς στην πρώτη δικαστική προσφυγή η παράτυπη αυτή πρακτική ακυρώθηκε. Το ατόπημα φυσικά ήταν της κυβέρνησης, που με το πρόγραμμα Ηρακλής ζήτησε έγκριση από τις ευρωπαϊκές αρχές με βάση τη μεταφορά δανείων με το νόμο του 2003, χωρίς καμία αναγνώριση της νομικής παρατυπίας την οποία επιχειρούσαν από κοινού πλέον τράπεζες, εταιρείες διαχείρισης και κυβέρνηση, παρακάμπτοντας τη νομοθεσία του 2015.

Ο Άρειος Πάγος, με δεδομένη τη νομική παρατυπία, είχε δύο δρόμους. Πρώτον, να απορρίψει τη διαχείριση των 75 δισ. ευρώ από τις εταιρείες διαχείρισης, με προφανή αιτιολογία τη μη τήρηση των κανόνων του Νόμου του 2015. Η ίδρυση των εταιρειών, η αγορά δανείων, η διαχείρισή τους (που απαγορεύει την επιδείνωση των όρων και της θέσης του δανειολήπτη), η πώληση των δανείων και όλη η δραστηριότητά τους υπόκεινται στους κανόνες μιας «ρυθμιζόμενης αγοράς». Αλλαγή αυτών των κανόνων δεν είναι εφικτή παρά μόνο αν νομοθετηθούν νέοι κανόνες που να ρυθμίζουν διαφορετικά τη λειτουργία της αγοράς, μαζί φυσικά με την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού (άρα πιθανή είσοδος και νέων εταιρειών εκτός από τις υπάρχουσες 26).

Δεύτερον, να επικαλεστεί μία υπέρτατη αρχή, εθνικού συμφέροντος, όπως έκανε στις προσφυγές κατά των μνημονιακών νόμων, για να νομιμοποιήσει το «ατόπημα». Φαίνεται πως διάλεξε τον δεύτερο δρόμο. Μόνο που η μνημονιακή περίοδος δεν καλύπτει τη νομοθεσία του 2003.

Οι συνέπειες είναι τέσσερις και είναι όλες ευνοϊκές για τράπεζες, funds και servicers. Πρώτον το φορολογικό, καθώς η κερδοφορία των εταιρειών της δευτερογενούς αγοράς είναι αφορολόγητη με βάση το νόμο του 2003, ενώ ήταν φορολογούμενη κανονικά με βάση το νόμο του 2015.

Δεύτερον, η κατάργηση της διαδικασίας που επέβαλλε στις τράπεζες την ενημέρωση και διαπραγμάτευση με τον δανειολήπτη πριν από την πώληση.

Τρίτον, η αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής θέσης του δανειολήπτη.

Τέταρτον, δεν υπάρχει κίνητρο στον κάτοχο του δανείου να διαπραγματευτεί και να βρει συμβιβαστική λύση.

Το βασικότερο είναι φυσικά ότι απελευθερώνονται από κάθε περιορισμό τα funds/ servicers να προβαίνουν σε ανεξέλεγκτους πλειστηριασμούς. Ταυτόχρονα ανεβάζει την αξία των τίτλων που κατέχουν. Η προοπτική μαζικών πλειστηριασμών επιχειρήσεων, ελεύθερων επαγγελματιών και νοικοκυριών (πρόκειται για 700 χιλιάδες δάνεια αξίας 45 δισ. ευρώ) είναι ένας κανονικός Αρμαγεδδών με τεράστιες συνέπειες στην πραγματική οικονομία και ανυπολόγιστες κοινωνικές συνέπειες.