Skip to main content

Αρτηριακή υπέρταση, μια πάθηση με αυξανόμενες τάσεις

Του Δρ. Δημήτρη Π. Παπαδόπουλου,
Clinical Assistant Professor George Washington University USA, επιμελητή Α’ Καρδιολογικής Κλινικής ΠΓΝΑ «Λαϊκό», υπεύθυνου Τμήματος Υπέρτασης Λιπιδίων και Προληπτικής Καρδιολογίας

Η αρτηριακή υπέρταση είναι μία από τις συνηθέστερες παθήσεις του καρδιαγγειακού συστήματος δεδομένου ότι η επίπτωσή της σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας υπερβαίνει το ένα δισεκατομμύριο του πληθυσμού και αναμένεται να φτάσει το 1,5 δισεκατομμύριο έως το 2025. Στην Ελλάδα η πάθηση επηρεάζει περισσότερα από 3 εκατομμύρια άτομα με όλο και αυξανόμενη τάση.

Σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές κατευθυντήριες οδηγίες ως υπέρταση ορίζεται η αύξηση της συστολικής αρτηριακής πίεσης πάνω από 140 mmHg ή/και της διαστολικής αρτηριακής πίεσης πάνω από 90 mmHg. Αποτελεί έναν τεκμηριωμένο παράγοντα κινδύνου νοσημάτων, όπως η στεφανιαία νόσος, η καρδιακή ανεπάρκεια, η περιφερική αγγειακή νόσος, τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και η νεφρική ανεπάρκεια. 

Στη μεγάλη πλειονότητά τους (95%) οι υπερτασικοί εμφανίζουν τη λεγόμενη «ιδιοπαθή» υπέρταση. Πρόκειται για υπέρταση που δεν αποδίδεται σε κάποιον συγκεκριμένο αιτιολογικό παράγοντα. Σε λίγες περιπτώσεις (5%) η αρτηριακή υπέρταση οφείλεται σε κάποιο συγκεκριμένο νόσημα (δευτεροπαθής υπέρταση), όπως η χρόνια νεφρική νόσος, η αποφρακτική υπνική άπνοια, η στένωση των νεφρικών αρτηριών, ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός κ.ά.

Η διάγνωση βασίζεται στη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης. Οι μετρήσεις πραγματοποιούνται σε ήσυχο περιβάλλον, με τον ασθενή καθιστό, μετά από πέντε λεπτά ανάπαυσης και με δύο μετρήσεις που λαμβάνονται ανά 1-2 λεπτά. Οι μετρήσεις αυτές θα πρέπει να γίνονται καθημερινά, κατά προτίμηση επί επτά συνεχόμενες ημέρες, πρωί και βράδυ. Σε σύγκριση με τις μετρήσεις στο ιατρείο, η μέτρηση στο σπίτι υπερέχει στο γεγονός ότι δίνει πληροφορίες που αφορούν πολλαπλές μετρήσεις για αρκετές ημέρες στο συνηθισμένο περιβάλλον του ατόμου.

Τον ακρογωνιαίο λίθο για την πρόληψη της αρτηριακής υπέρτασης αποτελούν οι υγιεινοδιαιτητικές παρεμβάσεις. Δύναται να καθυστερήσουν ή να αποτρέψουν την αρτηριακή υπέρταση σε μη υπερτασικά άτομα, καθώς και να συμβάλουν στη μείωση της αρτηριακής πίεσης σε υπερτασικούς ασθενείς, επιτρέποντας τη μείωση του αριθμού και των δόσεων των αντιυπερτασικών φαρμάκων. Τα συνιστώμενα μέτρα με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης είναι ο περιορισμός του άλατος και η κατανάλωση φρούτων, λαχανικών και τροφίμων χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, η μείωση της κατανάλωσης του αλκοόλ, η διακοπή του καπνίσματος, η αερόβια άσκηση μέτριας έντασης 2,5-5 ώρες την εβδομάδα και η μείωση του σωματικού βάρους σε υπέρβαρους και παχύσαρκους ασθενείς. 

Η έναρξη φαρμακευτικής αγωγής πρέπει πάντοτε να συνδυάζεται με την εφαρμογή των ανωτέρω μη φαρμακευτικών μέτρων. Στη μεγάλη κατηγορία των αντιυπερτασικών φαρμάκων ανήκουν τα διουρητικά, οι β-αποκλειστές, οι ανταγωνιστές ασβεστίου, οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης και οι αναστολείς των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης. Δύναται να χορηγηθούν είτε ως μονοθεραπεία είτε ως συνδυασμένη θεραπεία ανάλογα με την κρίση του θεράποντος ιατρού.

Ωστόσο, παρά την ύπαρξη πολλαπλών αποτελεσματικών φαρμάκων και την τακτική δημοσίευση τεκμηριωμένων κατευθυντήριων οδηγιών, το ποσοστό των θεραπευόμενων υπερτασικών ασθενών με ρυθμισμένη την αρτηριακή πίεση παραμένει κάτω 50%.

Ένα ποσοστό που υπολογίζεται πλέον στο 10% παρουσιάζει ανθεκτική στα φάρμακα υπέρταση, η οποία σχετίζεται με σημαντική καρδιαγγειακή νοσηρότητα. Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ανθεκτικής υπέρτασης παίζει η υπερδραστηριότητα του συμπαθητικού νευρικού συστήματος. Τα τελευταία έτη έχουν αναπτυχθεί επεμβατικές μέθοδοι για την αντιμετώπιση της ανθεκτικής υπέρτασης μέσω επίδρασης στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα.

Εν κατακλείδι, η υιοθέτηση ενός πιο υγιεινού τρόπου ζωής σε συνδυασμό με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή μπορούν να επηρεάσουν ευνοϊκά την αρτηριακή πίεση προλαμβάνοντας σοβαρές επιπλοκές που σχετίζονται με τη νόσο.