Skip to main content

Το νησί όπου τα δικαιώματα είναι μόλις 4

Εδώ δεν υπόσχεται κανείς σωτηρία - Δεν είναι σχολείο δεύτερης ευκαιρίας

Το πλοίο μπαίνει στα σκούρα νερά του Κόλπου. Στο κατάστρωμα, 137 άντρες αλυσοδεμένοι κοιτούν το κομμάτι βράχου που σηκώνεται μέσα από τα ρεύματα.

Κανείς δεν μιλά. Όλοι ξέρουν ότι οδηγούνται στον τελευταίο «σταθμό» τους. Έχουν φτάσει στο Αλκατράζ. Ο πρώτος κατεβαίνει, ύστερα ο δεύτερος, μια σιωπηλή σειρά από πρόσωπα που έχουν μάθει να μη ζητούν τίποτα.

Το ημερολόγιο γράφει 11 Αυγούστου 1934. Και από εκείνη την ημέρα τα μόνα πράγματα που δικαιούνται είναι τέσσερα:

  • φαγητό
  • ρούχα
  • στέγη (κελί)
  • ιατρική περίθαλψη (υποτυπώδη)

Ό,τι άλλο ακούει στη λέξη «δικαίωμα» ή «προνόμιο», πρέπει να κερδηθεί — με υπακοή, με σιωπή, με χρόνο που δεν τελειώνει.

Διάδρομοι με ονόματα δρόμων – Broadway, Michigan Avenue – τους θυμίζουν σχεδόν σαδιστικά μια πόλη, όπου δεν θα περπατήσουν ποτέ. Τα κελιά είναι ίδια: 3 x 2 μέτρα. Ένα κρεβάτι, μια λεκάνη, μια βρύση.

Η μέθοδος του Βράχου

Εδώ δεν υπόσχεται κανείς σωτηρία. Το Αλκατράζ δεν είναι σχολείο δεύτερης ευκαιρίας. Είναι η πιο σκληρή φυλακή των ΗΠΑ. Όποιος δεν συμμορφώνεται αλλού, έρχεται εδώ για να μάθει το αλφάβητο του εγκλεισμού από την αρχή. Οι φρουροί ελέγχουν κλειδαριές, σιδεριές, διακόπτες, χαραμάδες. Τα πάντα γίνονται για να μην υπάρξει «κενό» – ούτε στον χώρο, ούτε στην ελπίδα.

Στο βάθος ανοίγει η μικρή λεωφόρος προς την ανυπακοή: The Hole. Όσοι δεν συμμορφώνονται καταλήγουν στην τρύπα.

Οι άντρες που έρχονται για να μείνουν

Τα ονόματα κυκλοφορούν σαν θρύλοι στα κελιά πριν εμφανιστούν τα πρόσωπα. Άλ Καπόνε, που φέρνει μαζί του τη σελίδα μιας άλλης Αμερικής. Τζορτζ “Machine Gun” Κέλι, που κάνει τη λέξη «συρραπτικό» να ηχεί σαν όπλο. Ρόμπερτ Στράουντ, ο «Birdman», ο άνθρωπος που συναντά τον μύθο του και έπειτα τον ξεγυμνώνει.

Ανάμεσά τους υπάρχουν και οι ανώνυμοι: οι απείθαρχοι, οι επικίνδυνοι. Άντρες που δεν γίνονται ποτέ πρωτοσέλιδα, αλλά γεμίζουν κελιά και και λίστες. Το Αλκατράζ χτίζει φήμη επάνω τους, γιατί αυτοί είναι το καύσιμο της μηχανής του.

Η καθημερινότητα που σμιλεύει χαρακτήρα (ή τον σπάει)

Για το πρωινό ξύπνημα δεν χρειάζεται ρολόι. Ο ήχος του κλειδιού στο σίδερο είναι αρκετός. Πρωινό, δουλειά, μεσημεριανό, δουλειά, απομόνωση. Στο Model Industries και στο New Industries Building, κάποιοι ράβουν, κάποιοι πλέκουν δίχτυα για τον στρατό, άλλοι φτιάχνουν στολές. Το σώμα θυμάται να κινείται, ενώ το μυαλό μετράει μέρες.

Τα Σαββατοκύριακα προβάλλονται ταινίες, ένα παράθυρο σε έναν κόσμο που προχωρά χωρίς αυτούς. Επιτρέπονται μουσιά όργανα, με έναν όρο: ο ήχος να μένει χαμηλά. Κάποιοι βάζουν ραδιόφωνο.

Στην τραπεζαρία, τα πιρούνια και τα κουτάλια στρώνονται σε μικρά στρατεύματα. Όταν τελειώνει το φαγητό, μετριούνται. Αν λείπει ένα, το ρολόι σταματά για όλους.

Η εμμονή της απόδρασης

Από την πρώτη κιόλας μέρα, ένας ψίθυρος γεννιέται στο κεφάλι κάθε νεοφερμένου: πώς φεύγω από εδώ; Οι φρουροί το ξέρουν και έχουν ήδη ετοιμάσει την απάντηση: Δεν φεύγεις – παρά μόνο νεκρός. Φράχτες με συρματοπλέγματα, σκοπιές με οπλοπολυβόλα, δάπεδα που ηχούν όταν πατάς, ανιχνευτές μετάλλων και βλέμματα που δεν ξεκουράζονται.

Και όμως, οι προσπάθειες δεν σταματούν. Ο Τζόζεφ Μπάουερς δοκιμάζει την τύχη του στην περίφραξη και καταλήγει στο κενό. Δύο άλλοι, ο Θίοντορ Κόουλ και ο Ραλφ Ρόου, χάνονται σε μια καταιγίδα, η θάλασσα τους καταπίνει ή τους σπρώχνει κάπου που κανείς δεν βρίσκει.  Το Αλκατράζ γράφει «αγνοούμενοι, πιθανός πνιγμός». Και το θέμα τελειώνει εκεί.

Και έπειτα, ο Μάιος του ’46. Η Μάχη του Αλκατράζ ξεσπά σαν σειρήνα: έξι κρατούμενοι στήνουν ένα σχέδιο, φτάνουν σε όπλα, ζητούν κλειδί που ένας φρουρός αρνείται να τους δώσει.

Οι σφαίρες σκίζουν τον αέρα, το αίμα ανακατεύεται με αλάτι και σκόνη. Οι πεζοναύτες καλούνται, το νησί γίνεται πεδίο μάχης για τρεις μέρες. Όταν πέφτει η αυλαία, τρεις κρατούμενοι μένουν νεκροί, δύο σωφρονιστικοί υπάλληλοι το ίδιο. Και το Αλκατράζ «φοράει» ακόμη ένα στρώμα απομόνωσης— σκληρό, βαρύ, αδιαπέραστο.

Οι άντρες με τις χάρτινες κεφαλές

Κι ύστερα έρχεται η ιστορία που θα μείνει στην ιστορία. Ιούνιος 1962. Τρεις άντρες – Φρανκ Μόρις, Τζον Άνγκλιν, Κλάρενς Άνγκλιν – ακούγονται να παίζουν ακορντεόν στο μουσικό ωράριο.

Κάτω από τη μελωδία, κουτάλια, σπάγγοι, κινητήρες από ηλεκτρικές σκούπες μεταμορφώνονται σε εργαλεία. Πίσω από τις κουκέτες στήνονται ψεύτικοι τοίχοι. Στα μαξιλάρια, κεφάλια από χαρτί, με αληθινά μαλλιά κλεμμένα από το κουρείο.

Σκαρφαλώνουν, βγάζουν βίδες, ράβουν σχεδία από πάνω από πενήντα αδιάβροχα, ανεβαίνουν στην ταράτσα, χάνονται στη νύχτα. Το πρωί, οι φρουροί τραβούν τα σκεπάσματα και αντικρίζουν τα χάρτινα πρόσωπα που χαμογελούν ψεύτικα. Σημαίνει συναγερμός.

Καμία επίσημη κατάληξη δεν έρχεται να κλείσει την ιστορία. Η θάλασσα παραμένει κρύα, τα ρεύματα δυνατά, τα σενάρια πολλά. «Κανείς δεν δραπέτευσε επιτυχώς», λέει η επίσημη γραμμή.

Κάποιοι όμως ορκίζονται ότι μια σχεδία βρέθηκε, ότι αποτυπώματα χάθηκαν σε ένα άλλο νησί, ότι μια φωτογραφία χρόνια μετά μοιάζει ύποπτα με δύο αδέλφια που γερνούν μακριά από τον Βράχο. Το σωφρονιστικό κατάστημα του Αλκατράζ δεν απαντά. Ξέρει πως ο μύθος τρέφεται καλύτερα με ερωτηματικά.

Το τέλος μιας ακριβής εμμονής

Ο χρόνος περνά και τα σίδερα σκουριάζουν. Ο αέρας του Κόλπου τρώει τις γωνίες, τα κόστη σκαρφαλώνουν πιο ψηλά από τις σκοπιές. Οι αριθμοί δεν βγαίνουν: το Αλκατράζ στοιχίζει πολλαπλάσια από κάθε άλλη φυλακή.

Τα συνεργεία δουλεύουν, αλλά το αλάτι δεν υποχωρεί. Το νησί απαιτεί εκατομμύρια για να συνεχίσει να είναι αυτό που είναι. Η απόφαση πέφτει σαν βαρίδι: 21 Μαρτίου 1963, το Αλκατράζ κλείνει. Οι πόρτες ανοίγουν όχι για να βγει κανείς ελεύθερος, αλλά για να μεταφερθούν όλοι αλλού.

Το νησί ξαναγίνεται εικόνα: φάρος, παλιό οχυρό, μουσείο. Οι τουρίστες ανεβαίνουν στα καράβια, φοράνε ακουστικά, ακούνε ιστορίες πρώην κρατουμένων και δεσμοφυλάκων.

Βγάζουν φωτογραφίες με φόντο τα στενά κελιά. Στην προβλήτα, η παλιά πινακίδα καλωσορίζει ξανά — αυτή τη φορά, χωρίς υπόσχεση μόνιμης παραμονής.

Τι μένει από το «The Rock»

Μένει η τεχνική του φόβου: μια τέλεια μηχανή ελέγχου, φτιαγμένη να σπάει την ιδέα της απόδρασης πριν γίνει σχέδιο. Μένει η γεωγραφία της απομόνωσης: 1,25 μίλια ανοιχτής θάλασσας, κρύα νερά, ρεύματα που αλλάζουν γνώμη ανά λεπτό.

Μένει η μνήμη των ονομάτων που έδεσαν το έγκλημα με τον μύθο. Μένει, πάνω απ’ όλα, το παράδοξο: ένα μέρος τόσο συγκεκριμένο, τόσο υλικό, που στο τέλος γίνεται σχεδόν σύμβολο — της αμερικανικής εμμονής με την τάξη, της ανθρώπινης εμμονής με την ελευθερία.

Σήμερα, η ομίχλη εξακολουθεί να πηγαινοέρχεται πάνω από τον βράχο. Τα καράβια σφυρίζουν, οι ξεναγοί δείχνουν με το χέρι την ταράτσα, το άνοιγμα στον αγωγό, τον διάδρομο που έλεγαν Broadway. Κάπου, ανάμεσα σε μια ομάδα επισκεπτών, ένας έφηβος ακούει την ιστορία των τριών και σκέφτεται πως ίσως ξεγέλασαν. Την πιο σκληρή φυλακή. Και τον θάνατο.

Αλλά δεν θα είναι για πολύ ακόμη μουσείο. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει δώσει εντολή για την επανελειτουργία της φυλακής. Με τα ίδια 4 δικαιώματα. Και η βάρκα της 11ης Αυγούστου; Ετοιμάζεται για νέα δρομολόγια.