Skip to main content

La Catedral: Το σκηνικό της πιο εξευτελιστικής – για ένα κράτος – απόδρασης στα χρονικά

Όταν ο Εσκομπάρ το έσκασε από τη φυλακή - παλάτι που είχε ο ίδιος χτίσει

Ο πιο διαβόητος εγκληματίας στον κόσμο φοράει στρατιωτική στολή, περνάει μέσα από το κεντρικό φυλάκιο και εξαφανίζεται στα βουνά. Είναι ο Πάμπλο Εσκομπάρ.

Το ημερολόγιο γράφει 22 Ιουλίου 1922. Το ρολόι δείχνει λίγο μετά τις 3 το απόγευμα. Η κυβέρνηση έχει διατάξει τη μεταγωγή του βαρόνου των ναρκωτικών από τη La Catedral – τη φυλακή-θέρετρο που ο ίδιος έχτισε και πλήρωσε – σε κανονικό στρατιωτικό κέντρο κράτησης.

Έχουν αποκαλυφθεί φόνοι, εκτελέσεις και συγκεντρώσεις μαφιόζων εντός των τειχών. Οι υπηρεσίες ασφαλείας παρακολουθούν με τρόμο τις τελευταίες ημέρες: οι ηγέτες του καρτέλ του Μεδεγίν μπαινοβγαίνουν στη «φυλακή» σαν να είναι γραφείο επιχειρήσεων.

Η απόπειρα μεταγωγής είναι καταστροφή. Ο Εσκομπάρ αρνείται να φύγει. Ζητά να δει υπουργούς. Ο διευθυντής των φυλακών και ο υφυπουργός Δικαιοσύνης πηγαίνουν επιτόπου — και γίνονται όμηροι, υπό την απειλή ενός οπλισμένου Uzi, στα χέρια του διαβόητου «Ποπάι». Μέσα σε λίγα λεπτά, η La Catedral μετατρέπεται ξανά σε φρούριο.

Μία φυλακή… παλάτι

Ο πρόεδρος Γκαβίρια ακυρώνει το ταξίδι του στην Ισπανία και δίνει εντολή για στρατιωτική επιχείρηση. Όμως είναι ήδη αργά. Ο Πάμπλο έχει φύγει. Κάποιοι λένε πως βγαίνει φορώντας μάσκα αερίων και στολή στρατιώτη. Άλλοι πως περνά από μυστική έξοδο που είχε προβλεφθεί κατά την κατασκευή. Το μόνο σίγουρο: ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος στη Λατινική Αμερική είναι ξανά ελεύθερος.

Η φυλακή που τον «κρατούσε» ήταν ένα προσωπικό παλάτι. Είχε γήπεδο ποδοσφαίρου, τζακούζι, τηλεσκόπιο στραμμένο στο σπίτι της οικογένειάς του στο Μεδεγίν, ακόμα και μια μικρή ντισκοτέκ. Δεν είχε φρουρούς του κράτους, αλλά δικούς του ανθρώπους. Και κυρίως δεν είχε νόμους — μόνο τις εντολές του Ντον Πάμπλο.

Χτίζοντας τη διαφυγή με αίμα

Μέσα σε έναν χρόνο κράτησης, ο Εσκομπάρ διατάζει δολοφονίες, βασανιστήρια, εισπράττει φόρους από ναρκέμπορους, ρυθμίζει την αγορά της κοκαΐνης. Δύο μεγαλέμποροι, οι Γκαλεάνο και Μονκάδα, πηγαίνουν να τον δουν. Του αρνούνται αύξηση φόρου στα φορτία. Εκείνος τους σκοτώνει, μαζί με τα αδέλφια, τους λογιστές και τους οδηγούς τους. Μαζεύει 500 εκατομμύρια δολάρια. Χτίζει τη διαφυγή του με αίμα.

Μετά την απόδραση, τηλεφωνεί στο ραδιόφωνο Caracol. Ζητά διαπραγμάτευση. Θέλει εγγυήσεις ζωής, δίκαιη δίκη, παρουσία του ΟΗΕ. Είναι ο ίδιος, το πιστοποιούν από τη φωνή. Ο ανιψιός του, Νικολάς Εσκομπάρ, καλεί κι αυτός. Η προσφορά τους είναι ξεκάθαρη: «Θα επιστρέψουμε μόνο αν μας εγγυηθείτε ότι δεν θα μας σκοτώσετε».

Οι φήμες φουντώνουν. Ο Εσκομπάρ φοβάται είτε το αντίπαλο καρτέλ του Κάλι είτε μια μυστική εντολή της DEA για απαγωγή και έκδοση στις ΗΠΑ. Αλλά το πραγματικό σοκ είναι για την κυβέρνηση: δεν ήξεραν τίποτα. Η απόδραση είναι οργανωμένη, βίαιη και εξελιγμένη. Οι φρουροί είναι νεκροί. Οι στρατιώτες μπερδεμένοι. Το κράτος γελοιοποιημένο.

Άφαντος για 16 μήνες

Η διεθνής κοινότητα μιλά για εθνικό εξευτελισμό. Το Κολομβιανό Κογκρέσο ζητά ευθύνες. Οι εφημερίδες των ΗΠΑ γράφουν ότι η σύλληψη του 1991 ήταν απλώς συμβολική. Ο Εσκομπάρ δεν φυλακίστηκε. Αυτοπεριορίστηκε, για να προστατευτεί από τους εχθρούς του και να χτίσει τις επόμενες κινήσεις του. Μόλις η συμφωνία δεν τον βόλευε, την έσπασε.

Ο Εσκομπάρ εξαφανίζεται για 16 μήνες. Ολόκληρες μονάδες του στρατού ψάχνουν στα βουνά, στη ζούγκλα, στους δρόμους της Αντιόχειας. Η αμερικανική DEA, μαζί με την κολομβιανή Search Bloc, κυνηγούν κάθε του ίχνος. Τον προστατεύουν πιστοί, μαφιόζοι, απλοί άνθρωποι που του χρωστούν σπίτια, λεφτά, ακόμα και ελπίδα.

Το τέλος θα έρθει τον Δεκέμβριο του 1993, σε μια σκεπή του Μεδεγίν. Όχι όμως πριν ο Ντον Πάμπλο αφήσει το αποτύπωμά του σε ολόκληρη την ιστορία της Κολομβίας. Γιατί η απόδραση της 22ας Ιουλίου δεν είναι απλώς μια απόδραση.

Είναι η μέρα που ένας βαρόνος κοκαΐνης απέδειξε πως μπορεί να υποτάξει ένα κράτος — και να το εγκαταλείψει όταν δεν του χρειάζεται πια.