Γίνεται να μην χαμογελάσεις για τις 4 πρώτες δεκαετίες της ζωής σου; Έτσι έχει γράψει ο ίδιος, σχεδόν ωμά, χωρίς ίχνος αυτολύπησης: «Δεν χαμογέλασα ποτέ έως τα 40». Κι όμως, είναι ο άνθρωπος που έδωσε σε όλον τον κόσμο έναν λόγο να χαμογελά.
Γιατί είναι αυτός που φέρνει τη φωτογραφία από τα σαλόνια των πλούσιων και τα στρατόπεδα των πολέμων, στα χέρια των παιδιών, των γυναικών, των εργατών, των ερωτευμένων. Είναι ο άνθρωπος που μετατρέπει τη μνήμη σε προϊόν και την εικόνα σε εμπειρία μαζική. Που εφευρίσκει την ερασιτεχνική φωτογραφία και γεννά τον κινηματογράφο. Είναι ο Τζορτζ Ίστμαν.
Γεννιέται στις 12 Ιουλίου 1854 σε μια φάρμα στο Γουότερβιλ της Νέας Υόρκης. Ο πατέρας του, Τζορτζ Ουάσινγκτον Ίστμαν, είναι μορφωμένος, τολμηρός, φιλόδοξος: διευθύνει δύο εμπορικά σχολεία, 120 μίλια μακριά το ένα απ’ το άλλο. Αλλά το 1857 έρχεται η ύφεση. Κι έπειτα η αρρώστια. Ο πατέρας του πεθαίνει όταν ο μικρός Τζορτζ είναι 7 ετών. Το αγρόκτημα και οι επιχειρήσεις χάνονται. Η οικογένεια μετακομίζει στο Ρότσεστερ. Η μητέρα του, Μαρία, παίρνει στο σπίτι ενοικιαστές για να επιβιώσει. Εκείνος θα της μείνει πιστός για πάντα.
Από τα 14 στη δουλειά
Στα 14 του αφήνει το σχολείο. Δουλεύει σε ασφαλιστική. Μετά σε τράπεζα. Ώσπου στα 23 του, γίνεται ταμίας στη Rochester Savings Bank. Ονειρεύεται να αγοράσει γη στη Σάντο Ντομίγκο και να κάνει μια νέα αρχή. Κάποιος του λέει πως αν πάει, πρέπει να πάρει μαζί του μια φωτογραφική μηχανή.
Η ιδέα τον εξιτάρει. Αγοράζει τον εξοπλισμό – αλλά ποτέ δεν πάει στο ταξίδι. Αντ’ αυτού, μένει στο Ρότσεστερ. Και ξεκινά το πραγματικό του ταξίδι: την κατάκτηση της εικόνας.
Στο σκοτάδι της κουζίνας γεννιέται το φως
Η φωτογραφία εκείνη την εποχή είναι εφιάλτης. Χοντροί φακοί, σκηνές, πλάκες, χημικά. Όποιος θέλει να φωτογραφίσει, πρέπει να στήσει ολόκληρο εργαστήριο στο χωράφι.
Ο Ίστμαν δεν το δέχεται. Πειραματίζεται στην κουζίνα του σπιτιού του. Ώρες ατέλειωτες, μετά τη δουλειά στην τράπεζα. Κάποιοι τον λένε τρελό. Αλλά εκείνος συνεχίζει. Και το 1880 πατεντάρει ένα μηχάνημα για να επικαλύπτει μαζικά φωτογραφικές πλάκες. Είναι η αρχή.
Το 1881 ιδρύει την Eastman Dry Plate Company. Το 1884 την εξελίσσει σε Eastman Dry Plate and Film Company. Το 1892 γεννιέται η Kodak.
«Εσύ πατάς το κουμπί, εμείς κάνουμε τα υπόλοιπα»
Το 1888 ο Ίστμαν κυκλοφορεί την πρώτη Kodak κάμερα. Μικρή, προγεμισμένη, εύκολη. Βγάζεις 100 φωτογραφίες, τη στέλνεις πίσω στην εταιρεία, εκείνοι εμφανίζουν, τυπώνουν, την ξαναγεμίζουν και στη στέλνουν. «You press the button, we do the rest». Εσύ πατάς το κουμπί. Εμείς κάνουμε τα υπόλοιπα, λέει το πιο έξυπνο ίσως σλόγκαν του αιώνα.
Ο κόσμος αλλάζει. Η μνήμη γίνεται εικόνα. Η εικόνα γίνεται συνήθεια. Η Kodak δεν πουλάει μηχανές – πουλάει συναισθήματα. Παντρευτήκατε; Γεννήθηκε το παιδί σας; Πήγατε εκδρομή; Η Kodak είναι εκεί.
Και σύντομα είναι παντού. Σε κάθε ήπειρο. Σε κάθε γλώσσα. Με την Kodak Girl – τη μοντέρνα γυναίκα με τη ριγέ μπλε φόρμα και την κάμερα στο χέρι. Με τις διαφημίσεις σε παιδικά περιοδικά. Με το Brownie των 50 λεπτών που πωλείται έναν δολάριο και σαρώνει τον κόσμο το 1900. Ο Ίστμαν δεν εφηύρε απλώς τη φωτογραφία. Εφηύρε τη μαζική κατανάλωσή της.
Από την εικόνα στο φιλμ – και στην αθανασία
Το 1912 ιδρύει τα Ερευνητικά Εργαστήρια Kodak στο Ρότσεστερ. Φέρνει τους καλύτερους χημικούς και μηχανικούς από όλο τον κόσμο. Φτιάχνει νέα είδη φιλμ. Εξοπλίζει τον στρατό με κάμερες. Κάνει τις φωτογραφίες έγχρωμες. Και το 1928, μαζί με τον Τόμας Έντισον, παρουσιάζουν το Kodacolor: η πρώτη απόπειρα για φυσικό χρώμα στον κινηματογράφο.
Ο κινηματογράφος απογειώνεται. Κι η Kodak είναι εκεί, από το πρώτο καρέ μέχρι το τελευταίο.
Το 1930, με αφορμή τα 50 χρόνια της Kodak, χαρίζει κάμερα σε κάθε παιδί που γίνεται 12 ετών. Μόνο στις ΗΠΑ, ταχυδρομούνται πάνω από 500.000 μηχανές. Ολόκληρη γενιά μαθαίνει να βλέπει τη ζωή μέσα από τον φακό.
«Η δουλειά μου τελείωσε. Γιατί να περιμένω»;
Ο Ίστμαν δεν είναι μόνο επιχειρηματίας. Είναι φιλάνθρωπος. Χαρίζει πάνω από 100 εκατ. δολάρια – τεράστιο ποσό για την εποχή – σε πανεπιστήμια, νοσοκομεία, φτωχογειτονιές. Στο Ρότσεστερ, χτίζει σχολεία, πάρκα, οδοντιατρεία. Δίνει μετοχές στους υπαλλήλους. Καθιερώνει άδειες μητρότητας. Ξέρει τι σημαίνει φτώχεια – και θέλει να την αλλάξει.
Όμως, στα τέλη της δεκαετίας του ’20, διαγιγνώσκεται με μια εκφυλιστική νόσο της σπονδυλικής στήλης. Πονά. Παραλύει. Δεν αντέχει την ιδέα της εξάρτησης. Στις 14 Μαρτίου 1932, παίρνει την απόφαση. Αυτοκτονεί στο σπίτι του. Στο σημείωμα γράφει:
«Η δουλειά μου τελείωσε. Γιατί να περιμένω;»
Ο Τζορτζ Ίστμαν πεθαίνει χωρίς να έχει παιδιά. Αλλά αφήνει πίσω του εκατομμύρια οικογενειακά άλμπουμ. Εκατομμύρια χαμόγελα, γεννήσεις, στιγμές, βλέμματα. Γιατί ήταν αυτός που έκανε τη φωτογραφία κομμάτι της καθημερινότητας. Αυτός που έδωσε σε όλους το δικαίωμα να πουν: «Εγώ ήμουν εκεί». Αυτός που, ακόμη κι αν δεν χαμογέλασε μέχρι τα σαράντα, έμαθε τον κόσμο να χαμογελά στον φακό.
Διαβάστε ακόμη: 100 κλικ και 1 σφαίρα – «Η δουλειά μου τελείωσε, γιατί να περιμένω;». Το σκοτεινό τέλος του εφευρέτη των στιγμών.