Skip to main content

Η μέρα που η κόλαση ταξίδεψε με το μετρό: Το χρονικό της 7/7

REUTERS/Police

Μια πόλη διαμελίζεται. Τέσσερις βόμβες, πενήντα δύο νεκροί, ένας αθώος δολοφονημένος.

Στην καρδιά μιας πόλης που ξυπνά, που φοράει γραβάτα και ακουστικά, που κατεβαίνει βιαστικά τις κυλιόμενες σκάλες των σταθμών, η ζωή χτυπά το κουδούνι του τρόμου.

Λονδίνο, Πέμπτη 7 Ιουλίου 2005. Ώρα 08:49.

Τέσσερις νεαροί άνδρες, γεννημένοι και μεγαλωμένοι στο Ηνωμένο Βασίλειο, πατούν το κουμπί της (αυτο)καταστροφής και βυθίζουν τη βρετανική πρωτεύουσα στο αίμα, τη στάχτη και τη σιωπή.

Τρεις βόμβες εκρήγνυνται σχεδόν ταυτόχρονα στο υπόγειο δίκτυο του μετρό — Άλντγκεϊτ, Έτζγουερ Ρόουντ, Ράσελ Σκουέαρ. Μια τέταρτη, 58 λεπτά αργότερα, μετατρέπει σε φλεγόμενο φέρετρο ένα διώροφο λεωφορείο στην Ταβιστοκ Σκουέαρ.

Μέσα σε λίγα λεπτά, 52 ψυχές χάνονται. Πάνω από 770 τραυματίζονται. Εκατοντάδες ζωές αλλάζουν για πάντα.

«Σαν να άνοιξαν οι πύλες της κόλασης»

Ο Νταν Μπιντλ, επιβάτης του τραίνου της γραμμής Circle που χτυπήθηκε στον σταθμό Έτζγουερ Ρόουντ, χάνει και τα δύο του πόδια. Χάνει και κάτι ακόμη πιο άπιαστο: την αίσθηση ασφάλειας. «Ήταν σαν να άνοιξαν οι πύλες της κόλασης», λέει σήμερα, 20 χρόνια μετά, σε ντοκιμαντέρ του Netflix. «Ήσουν παγιδευμένος σε έναν σωλήνα, μέσα στο αίμα και τις κραυγές, χωρίς να ξέρεις ποιος ζει, ποιος πέθανε, ποιος θα ανατιναχτεί δίπλα σου στο επόμενο λεπτό».

Ο πυροσβέστης Πολ Όσμπορ και το πλήρωμά του είναι οι πρώτοι που κατεβαίνουν στον υπόγειο σταθμό του Άλντγκεϊτ. Η σιωπή, λέει, ήταν το πιο ανατριχιαστικό πράγμα. «Δεν υπήρχαν κραυγές. Μόνο βλέμματα. Και ήχοι από κινητά που χτυπούσαν μέσα από τις τσάντες των νεκρών».

Απέναντί του, μια εικόνα βγαλμένη από πολεμικό μέτωπο: Το πλάι του βαγονιού σχισμένο σαν κονσέρβα. Δεκάδες τραυματίες πεσμένοι στις γραμμές. «Ζητούσα απελπισμένα κουτιά πρώτων βοηθειών. Δεν υπήρχαν αρκετά. Δεν μπορείς να σώσεις τους πάντες. Και αυτό είναι κάτι που σε στοιχειώνει».

Reuters/Files

Ο θάνατος κατεβαίνει στο Κινγκς Κρος

Στη Ράσελ Σκουέαρ, ο νεαρός Χασίμπ Χουσέιν, 18 μόλις ετών, επιβιβάζεται σε λεωφορείο με προορισμό την Ταβιστοκ. Στις 9:47 π.μ. ανατινάσσεται στον δεύτερο όροφο.

Το μεταλλικό σασί σηκώνεται στον αέρα και καταρρέει μέσα σε αποκαΐδια. Σκοτώνονται 13 άνθρωποι. Όλοι ανύποπτοι. Όλοι στη λάθος στιγμή, στο λάθος κάθισμα.

Στα κεντρικά της Βρετανικής Αστυνομίας Μεταφορών (BTP), σιωπή. Μετά από λίγα λεπτά, χάος. Σχέδια εκκένωσης, ελλιπείς πληροφορίες, υποψίες για δεύτερο κύμα επιθέσεων. Οι πρώτοι διασώστες δεν γνωρίζουν καν ότι πρόκειται για τρομοκρατία. Πιστεύουν ότι πρόκειται για σύγκρουση τρένων. Μέχρι που αντικρίζουν τα πτώματα.

Το πρόσωπο των δολοφόνων

CCTV

Η μεγάλη ανατροπή στην έρευνα έρχεται από μια εικόνα: τέσσερις νεαροί άνδρες περνούν μαζί τις μπάρες του σταθμού του Λούτον. Κουβαλούν βαριά σακίδια. Έχουν φτάσει με ένα Nissan Micra που έχει ακόμη μέσα του αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς. Στα σπίτια τους – σε μια γειτονιά εργατών στο Λιντς – οι αστυνομικοί βρίσκουν υλικά για κατασκευή βομβών, κινητά, ψηφιακά ίχνη, βίντεο. Ο Μοχάμεντ Σιντίκ Χαν, ο «αρχηγός», απευθύνεται στην κάμερα: «Είμαστε σε πόλεμο. Και τώρα θα δοκιμάσετε τη γεύση του».

Η βόμβα τους ήταν νέα. Δεν βασιζόταν σε TNT ή Semtex. Ήταν κάτι πιο ύπουλο. Υπεροξείδιο του υδρογόνου. Πιπερίνη. Υλικά καθημερινά. Θανάσιμα.

21 Ιουλίου: Το δεύτερο κύμα — και το μοιραίο λάθος

Δύο εβδομάδες μετά, τέσσερις ακόμη επίδοξοι βομβιστές επιχειρούν να συνεχίσουν τον τρόμο. Αυτή τη φορά, οι βόμβες δεν εκρήγνυνται.

Οι τέσσερις διαφεύγουν. Και τότε ξεκινά μια αγωνιώδης καταδίωξη. Μέσα από φωτογραφίες, τηλεφωνικά ίχνη, κάμερες, ενοίκια και SIM καρτοκινητών. Η αστυνομία πλησιάζει.

Όμως κάνει ένα λάθος που θα την στιγματίσει για πάντα: στις 22 Ιουλίου, αστυνομικοί παρακολουθούν τον Ζαν Σαρλ ντε Μενέζες, έναν νεαρό Βραζιλιάνο ηλεκτρολόγο. Τον ακολουθούν μέχρι τον σταθμό του Στόκγουελ. Του επιτίθενται μέσα στο βαγόνι. Τον πυροβολούν πέντε φορές στο κεφάλι.

Ήταν αθώος.

Ο αστυνομικός που τράβηξε τη σκανδάλη, σε σπάνια μαρτυρία για το ντοκιμαντέρ Attack on London, δηλώνει: «Δεν πήδηξε κάγκελα. Δεν έτρεξε. Ήταν ένας άνθρωπος που έμπαινε στον σταθμό για να πάει στη δουλειά του. Τον σκότωσα. Και δεν μπορώ να το πάρω πίσω».

Η τελευταία σύλληψη — και η σιωπή

Οι βομβιστές της 21ης Ιουλίου εντοπίζονται μέσα σε λίγες μέρες: άλλος μεταμφιεσμένος με μπούργκα, άλλος σε διαμέρισμα-εργαστήριο.

Ο τελευταίος, ο Οσμάν, εντοπίζεται στην Ιταλία από τηλεφωνικό σήμα. Στις 29 Ιουλίου, όλοι είναι στα χέρια της δικαιοσύνης.

Όλοι καταδικάζονται για συνωμοσία δολοφονίας, με ποινές άνω των 40 ετών.

Η Μητροπολιτική Αστυνομία, ωστόσο, δεν θα δει ποτέ κανένα μέλος της να λογοδοτεί για τον θάνατο του Ζαν Σαρλ ντε Μενέζες. Μια διοικητική καταδίκη για παραβίαση κανόνων ασφαλείας — και ένα πρόστιμο 175.000 λιρών — είναι ό,τι απομένει.

Reuters

Η μνήμη δεν πεθαίνει

Ο Κρεγκ Κάσιντι επιστρέφει ακόμη στον σταθμό Άλντγκεϊτ. Στα μάτια του, κάθε βήμα εκεί κάτω φέρνει πίσω το σκοτάδι, τη σιωπή, τα κινητά που χτυπούσαν δίπλα στα άψυχα σώματα. «Μπορεί να πέρασαν είκοσι χρόνια», λέει, «αλλά όλα είναι ακόμα εδώ. Δεν φεύγουν».

Ο Πολ Όσμπορ προσθέτει: «Μπορεί να μην τους σώσαμε όλους. Αλλά τους μιλήσαμε. Τους κρατήσαμε το χέρι. Δεν τους αφήσαμε μόνους».

Αυτό ήταν το Λονδίνο του 2005. Μια πόλη σε πόλεμο χωρίς στρατό. Μια κοινωνία που κοιτάζει μέσα της και βλέπει σκοτεινά καθρεφτίσματα. Και μια φωνή που ακούγεται ακόμη: μην ξεχάσετε ποτέ.