Γεννιέται σαν σήμερα, 14 Ιουνίου 1946, στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, παιδί του Φρεντ Τραμπ, ενός σκληρού, μεθοδικού εργολάβου που πλουτίζει χτίζοντας εργατικές κατοικίες μετά τον πόλεμο.
Ο μικρός Ντόναλντ μεγαλώνει σε ένα σπίτι που πιστεύει στην επιβολή, στη νίκη, στον ανταγωνισμό. Πηγαίνει στη Στρατιωτική Ακαδημία της Νέας Υόρκης γιατί είναι «ατίθασος» και θέλει πειθαρχία. Εκεί ξεχωρίζει όχι για την ακαδημαϊκή του επίδοση, αλλά για τη φιλοδοξία του. Θέλει να είναι πρώτος. Και το λέει από παιδί: θα γίνει «πολύ, πολύ διάσημος».
Σπουδάζει οικονομικά στο Wharton της Πενσυλβάνια, αλλά δεν τον συγκινούν τα μαθήματα. Τον τραβάει το real estate. Δεν είναι αυτοδημιούργητος. Είναι ο πατέρας του εκείνος που φροντίζει να του ανοίγει πόρτες, του εμπιστεύεται έργα στο Μπρούκλιν. Αλλά ο Ντόναλντ θέλει Μανχάταν. Θέλει χρυσό, ουρανοξύστες, δόξα.
Το σύμβολο του νέου αμερικανικού πλούτου
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, επενδύει στο ξενοδοχείο Commodore και μεταμορφώνει ένα ετοιμόρροπο κτήριο στο Grand Hyatt. Είναι μόλις 30 ετών και ήδη διάσημος. Το 1983 εγκαινιάζει τον Trump Tower στην Πέμπτη Λεωφόρο. Μαύρο γυαλί, χρυσό, καταρράκτης στο εσωτερικό. Η Νέα Υόρκη τον κοιτά. Κάποιοι με θαυμασμό, άλλοι με σνομπισμό. Εκείνος, ατάραχος. Συνεχίζει να υλοποιεί το όνειρό του.
Τη δεκαετία του ’80, ο Τραμπ γίνεται σύμβολο του νέου αμερικανικού πλούτου. Δίνει στα πάντα το όνομά του: ξενοδοχεία, καζίνο, αεροπορικές εταιρείες, μπουκάλια νερού.
Εκδίδει το The Art of the Deal, βιβλίο-μάντρα για κάθε φιλόδοξο επιχειρηματία. Παίζει με τα ΜΜΕ, δίνει συνεντεύξεις, βγαίνει με μοντέλα. Ο ίδιος λέει ότι «η υπερβολή είναι μορφή τέχνης». Αλλά πίσω από τη λάμψη, το επιχειρηματικό του imperium αρχίζει να τρίζει.
Η χρεοκοπία και η τηλεόραση
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, τα καζίνο στο Ατλάντικ Σίτι βουλιάζουν. Ο Τραμπ χρεοκοπεί. Οι τράπεζες τον πιέζουν, τα προσωπικά του δάνεια ξεπερνούν τα 900 εκατομμύρια δολάρια.
Το όνομά του γίνεται συνώνυμο της επιχειρηματικής αποτυχίας. Όμως δεν το βάζει κάτω. Συμφωνεί με τους πιστωτές, διαπραγματεύεται, γλιτώνει με απώλειες, αλλά επιβιώνει. Δεν ζητάει συγγνώμη. Δεν κάνει πίσω. Η φράση του “I never quit” γίνεται σύνθημα.
Το 2004, σε μια στιγμή σχετικής παρακμής, επιστρέφει με το “The Apprentice”. Ένα τηλεριάλιτι, όπου ο ίδιος κρίνει φιλόδοξους μάνατζερ και τους «απολύει» μπροστά σε κάμερες. Η φράση “You’re fired!” (Απολύεσαι!) γίνεται εθνικό μότο. Η δημοφιλία του εκτοξεύεται. Πατάει στα social media πριν από άλλους. Το όνομά του αποκτά νέα δυναμική. Δεν είναι πια μόνο ένας επιχειρηματίας του real estate. Είναι brand, είναι ψυχαγωγία, είναι celebrity.
Στα τέλη των 00s, φλερτάρει ανοιχτά με την πολιτική. Γίνεται φανατικός της θεωρίας ότι ο Μπαράκ Ομπάμα δεν είναι «Αμερικανός από γεννησιμιού». Πυροδοτεί συνωμοσίες, προκαλεί σάλο.

Η υποψηφιότητα για την προεδρία
Το 2015 κάνει την κίνηση που αιφνιδιάζει τους πάντες: ανακοινώνει υποψηφιότητα για την προεδρία. Υπόσχεται τείχος στο Μεξικό, απελάσεις, “America First”. Οι πολιτικοί τον λοιδορούν, τα media γελούν. Αλλά η κοινή γνώμη τον ακούει.
Μιλά απλά και μιλά για εκείνα που απασχολούν τα μεσαία και κατώτερα οικονομικά στρώματα – εκείνα που άλλοτε ήταν προνομιακό ακροατήριο των Δημοκρατικών. Κερδίζει την εμπιστοσύνη όσων αισθάνονται ξεχασμένοι και χαμένοι από την εποχή της παγκοσμιοποίησης, του ελεύθερου εμπορίου και αυτού που πολλοί επικρίνουν ως «δικτατορία των τεχνοκρατών».
Η είσοδος στον Λευκό Οίκο
Τον Νοέμβριο του 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ εκλέγεται πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, νικώντας τη Χίλαρι Κλίντον με 304 εκλέκτορες. Ο κόσμος μένει άφωνος. Οι αγορές σαστίζουν. Η Αμερική διχάζεται.
Η τετραετία του είναι καταιγιστική: φοροελαφρύνσεις, πόλεμος δασμών με την Κίνα, αντιπαλότητα με τα media, αποχώρηση από διεθνείς συμφωνίες, επιθέσεις στη μετανάστευση, συστηματική αποδόμηση του «βαθέος κράτους». Οι Δημοκρατικοί τον κατηγορούν για αυταρχισμό, ψεύδη, ρατσισμό. Εκείνος αδιαφορεί. Χτίζει το δικό του κοινό. Οι οπαδοί τον αποκαλούν «σωτήρα της Αμερικής».

Η εισβολή στο Καπιτώλιο
Το 2020 χάνει τις εκλογές από τον Τζο Μπάιντεν. Δεν το αποδέχεται. Καταγγέλλει νοθεία, πυροδοτεί θεωρίες, καλεί τον κόσμο «να πολεμήσει». Στις 6 Ιανουαρίου 2021, οργισμένοι υποστηρικτές του εισβάλλουν στο Καπιτώλιο. Το Κογκρέσο σοκάρεται. Ο Τραμπ καθαιρείται από το Twitter, απομονώνεται. Όλοι μιλούν για το πολιτικό του τέλος.
Αλλά τίποτα δεν τελειώνει. Από το παρασκήνιο, ετοιμάζει την επιστροφή του. Καταγγέλλει το «σύστημα», εμφανίζεται ως θύμα πολιτικής δίωξης, υποβάλλεται σε δίκες, αλλά συσπειρώνει τον πυρήνα του. Οι ψηφοφόροι του βλέπουν έναν ήρωα που μάχεται εναντίον όλων.
Η απόπειρα δολοφονίας και η θριαμβευτική επανεκλογή
Το μεγάλο σημείο καμπής είναι η απόπειρα δολοφονίας του το καλοκαίρι του 2024, κατά τη διάρκεια προεκλογικής συγκέντρωσης στο Οχάιο. Η εικόνα του με το αίμα να τρέχει στο πρόσωπο και τη γροθιά υψωμένη, η εικόνα ενός ανθρώπου που δεν τρομάζει μπροστά στη σφαίρα, μεταδίδεται παγκοσμίως.
Οι ψηφοφόροι της βάσης τον αποθεώνουν. Η επίθεση τον θωρακίζει ηθικά. Τον μετατρέπει, στα μάτια εκατομμυρίων, από πολιτικό σε σύμβολο της αντοχής και αγώνα.
Τον Νοέμβριο του 2024 κερδίζει τις εκλογές. Η νίκη του έναντι της Κάμαλα Χάρις είναι σαρωτική. Εξασφαλίζει τη λαϊκή ψήφο (κάτι που δεν είχε πετύχει το 2016 απέναντι στην Κλίντον), επικρατεί σε όλες τις «ταλαντευόμενες» πολιτείες (swing states).
Στις 20 Ιανουαρίου 2025, επιστρέφει θριαμβευτής στον Λευκό Οίκο ως ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος με μη διαδοχικές θητείες μετά τον 19ο αιώνα.

Η ταραχώδης δεύτερη θητεία
Η δεύτερη θητεία του ξεκινά με ένα τσουνάμι δασμών. Όχι μόνο κατά της Κίνας, αλλά κατά του συνόλου των εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ – ακόμη και των πιο στενών συμμάχων. Το δόγμα του είναι ξεκάθαρο: κανείς δεν έχει ασυλία. Οι αγορές αναστατώνονται. Οι οικονομολόγοι μιλούν για «τιμωρητική πολιτική χωρίς οικονομική λογική».
Η βιομηχανία προειδοποιεί για πληθωριστικές πιέσεις και αλυσιδωτές αντιδράσεις. Όμως ο Τραμπ επιμένει. Υπόσχεται επανεκβιομηχάνιση, ανασύνταξη, «τέλος στην εκμετάλλευση της Αμερικής».
Για τους αντιπάλους του, η στρατηγική του θυμίζει απομονωτισμό χωρίς αποτέλεσμα. Για τους υποστηρικτές του, είναι ο πρώτος που τολμά να βάλει «τάξη στον κόσμο». Ο ίδιος, απτόητος, συνεχίζει: απειλεί να αποχωρήσει από διεθνείς θεσμούς, να περιορίσει τις εξουσίες της Fed, να εκδικηθεί πολιτικούς εχθρούς. Προχωρά σε μαζικές απελάσεις, περιφρονεί αποφάσεις δικαστηρίων. Εφαρμόζει ό,τι υποσχέθηκε προεκλογικά.
Σήμερα, στα 79 του χρόνια, είναι ο ισχυρότερος άνθρωπος στον πλανήτη. Δεν είναι πια αουτσάιντερ. Είναι το κατεστημένο. Κι όμως, συνεχίζει να εμφανίζεται σαν επαναστάτης. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι απλώς ένας λαϊκιστής, απρόβλεπτος πρόεδρος κατά τους επικριτές του ή ηγέτης με πυγμή κατά τους υποστηρικτές του. Είναι το σύμβολο μίας εποχής σε σύγχυση. Και ένα είναι βέβαιο: κανείς δεν μπορεί να τον αγνοήσει. Γιατί κατάφερε αυτό που πάντα ήθελε — να βρίσκεται στο επίκεντρο του κόσμου.