Skip to main content

Με 60 γκίλντερ και πολύ αίμα: Η Εταιρεία που πουλούσε όνειρα και ανθρώπους

Shutterstock

Η σκοτεινή κληρονομιά της Ολλανδικής Εταιρείας Δυτικών Ινδιών

Δεν είναι μια απλή εμπορική εταιρεία. Είναι στόλος, είναι αυτοκρατορία, είναι λεπίδα. Είναι η ολλανδική απάντηση στην ισπανική παντοκρατορία.

Μέσα σε λίγες δεκαετίες, αγοράζει το Μανχάταν, δημιουργεί αποικίες στη Βραζιλία, κουρσεύει τον Ατλαντικό, στήνει φυτείες, μετατρέπει τη σκλαβιά σε θεσμό. Πίσω από τα μέταλλα, τη ζάχαρη και τον καφέ, υπάρχουν άνθρωποι δεμένοι με αλυσίδες.

Η Ολλανδική Εταιρεία Δυτικών Ινδιών (WIC), που ιδρύθηκε σαν σήμερα, 3 Ιουνίου 1621, δεν φτιάχνει μόνο αποικίες. Φτιάχνει ιστορία. Με τίμημα ζωές.

Ένα όπλο στον οικονομικό πόλεμο

Στο Άμστερνταμ του 1621 εγκρίνεται η σύσταση μιας εταιρείας που φιλοδοξεί να φέρει τη θάλασσα στα γόνατά της. Με αποκλειστικό προνόμιο εμπορίου και αποικισμού στη Δυτική Αφρική, την Καραϊβική και την Αμερική, η WIC γίνεται όπλο οικονομικού πολέμου ενάντια στην Ισπανία και την Πορτογαλία.

Το σχέδιο είναι παλιό — είχε συλληφθεί από τον Γουίλεμ Ουσσελίνξ ήδη από το 1600. Μα τώρα η στιγμή είναι ώριμη.

Εμπόριο, πόλεμος και λάφυρα

Η WIC γεννιέται με στρατηγικό βάθος. Έχει έδρες σε Άμστερνταμ, Ρότερνταμ, Χορν, Ζέελανδη και Γκρόνινγκεν. Έχει «επιστολές αρπαγής» από το κράτος, που της επιτρέπουν να κουρσεύει εχθρικά πλοία. Και έχει στόλο ικανό να τρομοκρατήσει τον Ατλαντικό.

Το 1628, ο Πιτ Χάιν συλλαμβάνει μέρος της Αργυρής Αρμάδας και γυρίζει στην πατρίδα με 11,5 εκατομμύρια γκίλντερ σε λάφυρα. Το εμπόριο και ο πόλεμος γίνονται ένα.

Την ίδια περίοδο, η WIC ιδρύει αποικίες: στην Καραϊβική, σε Γουιάνα,  σε Σουρινάμ και Ολλανδική Βραζιλία.

Η αποικία στο Μανχάταν

Το 1624, 30 οικογένειες μεταφέρονται από το Nut Island στο νότιο άκρο ενός μεγάλου νησιού, όπου θεμελιώνεται το Fort Amsterdam. Είναι το Μανχάταν.

Δύο χρόνια μετά, ο Πέτερ Μίνουιτ, διευθυντής της εταιρείας, αγοράζει το νησί από τους Λέναπε έναντι 60 γκίλντερ σε εμπορεύματα. Νέα Άμστερνταμ είναι το αρχικό όνομα, μα σύντομα θα γίνει Νέα Υόρκη.

Η WIC στήνει κάτι που μοιάζει με παραδείσιο φυτώριο αποικιοκρατίας. Μα για να μεγαλώσουν οι φυτείες, χρειάζεται εργασία.

Από τον παράδεισο στην κόλαση

Το 1637, οι Ολλανδοί κυριεύουν το Ελμίνα από τους Πορτογάλους, ανοίγοντας τον δρόμο προς τα αφρικανικά σκλαβοπάζαρα. Έως τότε, η σκλαβιά ήταν ζήτημα θεολογικό. Οι πιστοί τη θεωρούσαν βαθιά ανήθικη.. Όμως η κατάκτηση της Βραζιλίας αλλάζει τα δεδομένα. Τα κέρδη είναι μεγάλα, οι αντιρρήσεις εξανεμίζονται. Οι θεολόγοι «ανακαλύπτουν» ξαφνικά βιβλικά εδάφια που τη δικαιολογούν. Ο άνθρωπος γίνεται φορτίο.

Στις δεκαετίες που ακολουθούν, πάνω από 300.000 άνθρωποι μεταφέρονται με πλοία της WIC από τη Δυτική Αφρική στις ολλανδικές αποικίες του Ατλαντικού. Το 80% οδηγείται στη Σουρινάμ, τη σκληρότερη ίσως αποικία της Καραϊβικής.

Πάνω από 500 φυτείες, κυρίως ζαχαροκάλαμου, θεμελιώνονται με αίμα. Οι συνθήκες είναι κόλαση. Τα μηχανήματα κόβουν χέρια, οι ασθένειες θερίζουν. Πεθαίνουν περισσότεροι απ’ όσοι γεννιούνται. Οι δουλέμποροι έχουν πάντα δουλειά.

Το δουλεμπορικό Leusden

Και ύστερα έρχεται το Leusden. Το 1737, αυτό το δουλεμπορικό σκάφος μεταφέρει σχεδόν 700 σκλάβους από την Αφρική. Όταν το πλοίο ναυαγεί κοντά στη Σουρινάμ, το πλήρωμα επιλέγει το αδιανόητο: κλείνει τα αμπάρια. 664 άνθρωποι πνίγονται. 16 μόνο επιζούν. Και πωλούνται κι αυτοί.

Η Ολλανδική Εταιρεία Δυτικών Ινδιών, που κάποτε ήταν επένδυση εμπόρων και δημάρχων, πηγή μερισμάτων και εθνικής υπερηφάνειας, διαλύεται το 1791.

Έχει χάσει τα πάντα: αποικίες, κέρδη, ρόλο. Μα άφησε πίσω της μια κληρονομιά διπλή — μια παγκόσμια πόλη που λέγεται Νέα Υόρκη, και μια Ιστορία χαραγμένη στα κατάστιχα με ονόματα ανθρώπων που ποτέ δεν είχαν φωνή.