Η Βουλή των Κοινοτήτων κάνει δεκτή την πρόταση της South Sea Company να εξαγοράσει το σύνολο του δημόσιου χρέους του Βρετανικού Στέμματος. Ο κόσμος ζητωκραυγάζει. Οι μέτοχοι τρίβουν τα χέρια τους. Οι βουλευτές ευλογούν τα γένια τους.
Το ημερολόγιο γράφει 21 Απριλίου 1720. Οι δρόμοι του Λονδίνου γεμίζουν με μικροεπενδυτές, μεγαλοκερδοσκόπους και αργυραμοιβούς που στοιβάζονται σαν τα πρόβατα στη σφαγή. Κανείς τους δεν φαντάζεται ότι το σύστημα που αποθεώνουν ετοιμάζεται να καταρρεύσει με πάταγο. Ότι το χρήμα που ανεβαίνει στα σύννεφα, θα πέσει στο κενό. Και θα πάρει μαζί του μια ολόκληρη εποχή.
Η φούσκα της South Sea Company γεννιέται από μια ιδιοφυής απάτη. Πίσω της, ένας πολιτικός των Τόρις με κοφτερό μυαλό και μεγάλες φιλοδοξίες: ο Ρόμπερτ Χάρλεϊ, κόμης της Οξφόρδης. Το 1711, εν μέσω του Πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής, ιδρύει την Εταιρεία της Νότιας Θάλασσας – μια εταιρεία που εξασφαλίζει μονοπώλιο στο εμπόριο με τη Νότια Αμερική και αναλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος του εθνικού χρέους. Το αντάλλαγμα: όνειρα πλούτου, επενδυτικός πυρετός και νέοι φόροι σε καπνά, ξίδια και ινδικά αγαθά. Το Λονδίνο διψά για επενδύσεις και η South Sea γίνεται το νέο φετίχ του City.
Το asiento
Το 1713, η συνθήκη της Ουτρέχτης τελειώνει τον πόλεμο και παραχωρεί στους Βρετανούς το περίφημο asiento — το αποκλειστικό δικαίωμα μεταφοράς 4.800 σκλάβων τον χρόνο στις ισπανικές αποικίες. Η South Sea αγοράζει αυτό το «προνόμιο» για 7,5 εκατομμύρια λίρες και αποκτά δικαίωμα για ένα ετήσιο εμπορικό ταξίδι στην Αμερική. Όμως το εμπόριο μένει στα χαρτιά.
Η πρώτη αποστολή καθυστερεί ως το 1717 και με τον νέο πόλεμο με την Ισπανία το 1718, σταματά εντελώς. Παρά την έλλειψη πραγματικής δραστηριότητας, οι μετοχές της εταιρείας ανεβαίνουν. Οι επενδυτές δε βλέπουν ισολογισμούς – βλέπουν όνειρα.
Το 1719, ο Τζον Μπλαντ, ο επιδέξιος νομικός και εμπνευστής της φούσκας, αποφασίζει να πάει ένα βήμα παραπέρα. Ζητά από το Κοινοβούλιο να αναλάβει η South Sea Company όλο το εθνικό χρέος, αντικαθιστώντας τα κρατικά ομόλογα και τις ισόβιες προσόδους με μετοχές.
Η ασταμάτητη άνοδος της μετοχής
Η πρόταση γίνεται δεκτή την άνοιξη του 1720. Η μετοχή ανεβαίνει από τις 128,5 λίρες στις 1.000 τον Ιούλιο. Η φρενίτιδα μοιάζει ασταμάτητη.
Ο Μπλαντ δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Επιτρέπει αγορές μετοχών με δόσεις. Δίνει δάνεια με χαμηλό επιτόκιο. Εκδίδει νέες σειρές μετοχών και τις αγοράζει πίσω με λεφτά που μόλις δημιούργησε. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα γίνεται καθρέφτης του εαυτού του – ένας καθρέφτης θολός, ψεύτικος και θανάσιμα εύθραυστος.
Η επιτυχία της South Sea Company πυροδοτεί χιλιάδες απομιμήσεις: εταιρείες για το εμπόριο ανθρώπινων μαλλιών, για την εξαγωγή αργύρου από μολύβι, για την κατασκευή τροχού αιώνιας κίνησης. Η μανία του χρηματιστηρίου γίνεται εθνικό σπορ. Η Βουλή περνά τον περιβόητο «Νόμο της Φούσκας» (Bubble Act) στις 9 Ιουνίου για να βάλει φρένο στα χειρότερα – αλλά είναι ήδη αργά.
Η ελεύθερη πτώση
Το καλοκαίρι, ο Μπλαντ πουλάει. Οι υπόλοιποι insiders πουλάνε επίσης. Τον Αύγουστο, οι μετοχές αρχίζουν να πέφτουν. Μέχρι τον Σεπτέμβριο, η φούσκα σκάει με εκκωφαντικό θόρυβο. Η μετοχή πέφτει στις 135 λίρες. Οι τράπεζες χρεοκοπούν. Η ανεργία εκτοξεύεται. Χιλιάδες επενδυτές χάνουν τα πάντα. Ολόκληρες οικογένειες καταστρέφονται. Το real estate καταρρέει. Οι δρόμοι γεμίζουν με απόγνωση και οργή.
Η Βουλή καλείται να λογοδοτήσει. Το κοινό ζητά εκδίκηση. Η έρευνα αποκαλύπτει μαζική διαφθορά, χρηματισμό βουλευτών και αξιωματούχων, χειραγώγηση της αγοράς. Τα κέρδη των διευθυντών κατάσχονται. Το καλοκαίρι του 1721, η κυβέρνηση αναδιανέμει τα διαθέσιμα της εταιρείας στους μετόχους – περίπου 2 εκατομμύρια λίρες, με τιμή 140 λιρών ανά μετοχή. Ψίχουλα σε σχέση με τα όνειρα που είχαν πουληθεί.
Τα ερείπια
Από τα ερείπια της κρίσης, αναδύεται ένας νέος ηγέτης: ο Ρόμπερτ Γουόλπολ, που είχε αντιταχθεί στο σχέδιο εξ αρχής. Αναλαμβάνει τη διαχείριση της κρίσης, αποκαθιστά την εμπιστοσύνη, γίνεται πρωθυπουργός. Η South Sea Company επιβιώνει, αλλά δεν ξαναγίνεται ποτέ αυτό που ήταν. Τα τελευταία της εμπορικά προνόμια καταργούνται το 1750. Οι τελευταίες της προσόδοι εξαγοράζονται το 1853.
Ορισμένοι, όπως ο φιλάνθρωπος Τόμας Γκάι, προλαβαίνουν να πουλήσουν και να βγουν κερδισμένοι. Οι περισσότεροι –είτε φτωχοί έμποροι είτε γαλαζοαίματοι επενδυτές– καταστρέφονται. Το κοινό τραυματίζεται βαθιά. Ο νόμος του 1734 απαγορεύει short selling, options και futures για έναν αιώνα. Η Βρετανία γυρίζει για λίγο την πλάτη στην επιχειρηματικότητα. Η Βιομηχανική Επανάσταση καθυστερεί.
Και η ιστορία καταγράφει άλλη μια φορά πώς ένα έθνος μπορεί να αιχμαλωτιστεί από την απληστία του. Πώς μια κοινωνία που κυνηγάει χρυσά βουνά, μπορεί να βρεθεί θαμμένη κάτω από τα ίδια της τα ψέματα.