Με την αναγγελία του θανάτου του Νίκι Λάουντα, τα ξημερώματα της Τρίτης 21 Μαΐου, η κορυφαία κατηγορία της οδήγησης έχασε ένα από τα μνημεία της: έναν αυθεντικό πρωταθλητή, που κέρδισε αγώνες αλλά ήταν σε θέση να κοιτάξει και πέρα από τον κόσμο των Grand Prix.
Ο Λάουντα δεν υπάρχει πια και η Formula 1 έχασε μία από τις εικόνες της. Ο Αυστριακός πρωταθλητής δεν ήταν μόνο παγκόσμιος πρωταθλητής μα έγινε ένας από τους πρεσβευτές της κορυφαίας κατηγορίας του μηχανοκίνητου αθλητισμού, ζωντανός δεσμός ανάμεσα σε δύο πολύ διαφορετικές εποχές ενός από τα πιο δημοφιλή αθλήματα.
Δύο από τους τρεις παγκόσμιους τίτλους του ο Λάουντα τους πανηγύρισε με τη Ferrari, το 1975 και το 1977. Το προηγούμενο έτος, το 1976, έχασε τον τίτλο για μόνο ένα βαθμό, κατά τη σεζόν που υπήρξε θύμα του βαρύτατου ατυχήματος στο Nurburgring.
Ο Νίκι βγήκε σώος σαν από θαύμα από το φλεγόμενο αυτοκίνητό του, φέρνοντας όμως σημαντικά εγκαύματα στο σώμα και το πρόσωπο κι έτσι έγινε η πιο ζωντανή εικόνα της επικινδυνότητας αυτού του αθλήματος. Μετά από μια δραματική ανάρρωση επέστρεψε στην πίστα μετά από μόλις 42 ημέρες, αλλά έπρεπε να παραιτηθεί.
Η σεζόν της Formula 1 το 1976, με την πρόκληση μεταξύ Λάουντα και Τζέιμς Χαντ απαθανατίστηκε από τον σκηνοθέτη Ρον Χάουαρντ, ο οποίος τη διηγήθηκε στην ταινία «Rush» το 2013, μια τεράστια επιτυχία που έφερε στον Αυστριακό μια νέα μεγάλη δημοτικότητα.
Μια μεγάλη επιτυχία, εξάλλου, ήταν όλη η καριέρα αυτού του πρωταθλητή, ο οποίος αγωνίστηκε στη Formula 1 από το 1971 (μόνο ένα GP, αυτό της Αυστρίας) ως το 1985. Έτρεξε σε 171 GP κερδίζοντας 25, επιτυγχάνοντας 24 pole position και άλλους τόσους ταχύτερους γύρους.
Αλλά αυτό που όλοι θυμούνται γι΄ αυτόν τον χαρακτήρα, είναι η ισχυρή του προσωπικότητα και εκλεκτικότητα. Κατά τη διάρκεια της πρώτης απόσυρσής του, το 1979, αφιερώθηκε στη δημιουργία της αεροπορικής εταιρείας του, της Lauda Air, καθιστώντας τον εαυτό του πιλότο των αεροσκαφών του.
Το 1982 επέστρεψε στα σιρκουί του παγκοσμίου πρωταθλήματος, αυτή τη φορά στη McLaren, με την οποία έτρεξε μέχρι το τέλος της καριέρας του, το 1985, κερδίζοντας τον τρίτο τίτλο του, αυτή τη φορά με τη Woking το 1984.
Πιλότος χωρίς εντυπωσιακό στιλ αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικός, δεν είχε εύκολη ζωή στην αρχή. Γιος πλούσιων τραπεζιτών, δεν βρήκε υποστήριξη από την οικογένειά του όταν τους είπε ότι ήθελε να αφιερωθεί στις κούρσες. Ο ίδιος, μάλιστα, έπρεπε να χρηματοδοτήσει τις πρώτες του εμφανίσεις στη Formula 2 πριν «προσγειωθεί» στη Formula 1 με τη March, με τραπεζικό δάνειο για να επενδύσει στον εαυτό του!
Το σημείο καμπής ήταν το 1973, όταν κατάφερε να τρέξει ως αμειβόμενος οδηγός πληρωμής στην BRM, παρουσιάζοντας όλες τις ικανότητές του στην οδήγηση. Στην ομάδα μαζί του έτρεχε ο Κλέι Ρεγκατσόνι και ήταν οι ευνοϊκές σχέσεις του Ελβετού οδηγού που έπεισαν τον Έντσο Φεράρι να τον προσλάβει, μαζί με τον Ρεγκατσόνι, στο Μαρανέλο.
Με την «κόκκινη» ήταν τέταρτος το 1974, κέρδισε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 1975 με τη θρυλικό 312 Τ του μηχανικού Μάουρο Φοργκιέρι, τερμάτισε δεύτερος τη χρονιά του ατυχήματος (1976) και θριάμβευσε εκ νέου το 1977.
Η «δεύτερη καριέρα» του Λάουντα ήταν στη McLaren από το 1982 έως το 1985, με κορυφαία στιγμή την επιτυχία του στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1984, στο οποίο κατόρθωσε να λυγίσει για μόλις μισό βαθμό τον πολύ γρήγορο Αλέν Προστ.
Ακόμα και σήμερα, αυτή παραμένει η ελάχιστη διαφορά που επιτεύχθηκε ποτέ σε τελική κατάταξη του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος και οφειλόταν στη μειωμένη κατά το ήμισυ βαθμολογία στο GP του Μονακό, το οποίο είχε ολοκληρωθεί πριν διανυθεί η προγραμματισμένη συνολική απόσταση.
Σκληρός με τον εαυτό του και με τους αντιπάλους του, αλλά ειλικρινής, είχε μια μάλλον ταραχώδη οικογενειακή ζωή, με δύο γάμους και πέντε παιδιά. Μετά το κλείσιμο της καριέρας του, ποτέ δεν άφησε εντελώς τη Formula 1: συχνά αναφερόταν ως σύμβουλος διαφόρων ομάδων, ως τηλεοπτικός σχολιαστής και τα τελευταία χρόνια ως μη εκτελεστικός πρόεδρος της Mercedes, η οποία από το 2014 κυριαρχεί συνεχώς.
Ο Λάουντα δεν θα λείψει πολύ μόνο στη Mercedes, θα λείψει σε όλους εκείνους που αγαπούν πραγματικά τη Formula 1.