Στα χέρια του εισαγγελικού λειτουργού βρίσκεται η δικογραφία του ενεχυροδανειστή Δημήτρη Ριχάρδου και των συγκατηγορουμένων του για εμπορία χρυσού, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος κι εγκληματική οργάνωση, ο οποίος και θα προτείνει προς το δικαστικό συμβούλιο την απαλλαγή ή την παραπομπή των κατηγορουμένων σε δίκη.
Πριν από δύο χρόνια, οι κατηγορούμενοι είχαν συλληφθεί και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα είχαν αποφυλακιστεί, καθώς βάσει της τελωνειακής νομοθεσίας, δεν οφείλονταν δασμοί και φόροι για εξαγωγή χρυσού στην Τουρκία, κάτι που είχε επιβεβαιώσει και η ΑΑΔΕ.
Τότε, ο εισαγγελέας είχε ζητήσει την πλήρη απαλλαγή των κατηγορουμένων, ωστόσο οι δικαστές του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών είχαν την άποψη ότι στοιχειοθετείται το λαθρεμπόριο χρυσού και ζητούσαν από την ανακρίτρια να διενεργήσει συμπληρωματική ανάκριση προκειμένου να ελεγχθεί από τις αρμόδιες αρχές η αξία των κατασχεθέντων και να εκτιμηθούν οι απωλεσθέντες φόροι για το Δημόσιο.
Κατά τους δικαστές, δεν εντοπίστηκαν παραστατικά για το χρυσό και τα πολύτιμα αντικείμενα, δεν τηρήθηκαν οι τυπικές νόμιμες προϋποθέσεις λειτουργίας των ενεχυροδανειστηρίων, όπως η καταγραφή των πολύτιμων αντικειμένων σε βιβλίο και συνεπώς, τα κατασχεθέντα μπορούν να θεωρηθούν λαθρεμπορεύματα.
Η απάντηση της ΑΑΔΕ
Η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων της ΑΑΔΕ, κατόπιν εντολής της ανακρίτριας, ενέμεινε στην αρχική της θέση.
«Η διακίνηση εμπορευμάτων στο εσωτερικό της χώρας, χωρίς φορολογικά παραστατικά, δεν στοιχειοθετεί λαθρεμπορία όπως αυτή ορίζεται από τον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα αλλά φορολογική παράβαση.
Για τον εντοπισμό πολύτιμων αντικειμένων, καταρχήν δεν οφείλονται δασμοί λόγω του τεκμηρίου του τελωνειακού χαρακτήρα τους ως ενωσιακών εμπορευμάτων. Συνεπώς ο κάτοχος των εν λόγω πολύτιμων αντικειμένων στη χώρα μας δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι έχει εισαγάγει νόμιμα τον χρυσό στην Ελλάδα καθόσον τεκμαίρεται ότι πρόκειται για ενωσιακό εμπόρευμα.
Εάν ο κάτοχος του χρυσού επιχειρήσει να εξαγάγει χρυσό από τη χώρα μας προς τρίτη χώρα χωρίς την τήρηση των τελωνειακών διατυπώσεων, στοιχειοθετείται η απλή τελωνειακή παράβαση, η οποία δεν συνεπάγεται ποινική ευθύνη, βάσει της τελωνειακής νομοθεσίας αλλά συνιστά μόνο διοικητική παράβαση. Αντίθετα, πρέπει να διερευνηθεί το ενδεχόμενο τέλεσης φορολογικών παραβάσεων και ενδεχομένως συρρέουσες ποινικής ευθύνης βάσει της φορολογικής νομοθεσίας.
Η παράδοση αγαθών που εξάγονται εκτός της Κοινότητας απαλλάσσονται από το φόρο προστιθέμενης αξίας.
Δεδομένου λοιπόν ότι οι συγκεκριμένες κατασχέσεις δεν έχουν ως νομιμοποιητική βάση το αδίκημα της λαθρεμπορίας αλλά φορολογικές παραβάσεις θεωρούμε ότι δεν συντρέχει αρμοδιότητα των τελωνειακών αρχών προς αποτίμηση οφειλομένων αλλά αποτελούν αντικείμενο αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της ΑΑΔΕ.»
Σε δήλωσή του ο συνήγορος του Δ. Ριχάρδου, Πέτρος Πανταζής αναφέρει:
«Σε συνέχεια της συμπληρωματικής ανάκρισης, που διέταξε το Δικαστικό Συμβούλιο Αθηνών, η ΑΑΔΕ επανέλαβε, προς την κα. Ανακρίτρια, αυτό ακριβώς που είχε από την αρχή επισημάνει: ότι η κατοχή χρυσού, εντός της Ελληνικής επικράτειας, όπως και η εξαγωγή αυτού, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο , δεν συνιστά “λαθρεμπορία”. Κατά συνέπεια, το Δημόσιο δεν είναι δυνατόν να απωλέσει δασμούς, τέλη και λοιπές τελωνειακές επιβαρύνσεις, όπως εσφαλμένα κατηγορήθηκε ο εντολέας μου. Με βάση και τα νεότερα έγγραφα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, θεωρούμε ότι είναι , νομικά, μονόδρομος η απαλλακτική κρίση του Συμβουλίου».
Ο συνήγορος υπεράσπισης βασικών κατηγορουμένων στην υπόθεση Μιχάλης Δημητρακόπουλος αναφέρει σε δήλωσή του:
«Το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που διαπίστωσε λαθρεμπορία είναι προδήλως εσφαλμένο γιατί στηρίχθηκε σε μία απόφαση του Αρείου Πάγου, την 531/1992, που δεν έχει πλέον εφαρμογή διότι από το 2001 και μετά ισχύει ο ελληνικός τελωνειακός κώδικας και ο ενωσιακός τελωνειακός κώδικας που κατήργησαν τις διατάξεις που εφάρμοσε η απόφαση του Αρείου Πάγου».